Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Σήμερα 2/2 γιορτάζουν…

Ορθόδοξη Εκκλησία
  • Υπαπαντή του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
Το γεγονός αυτό εξιστορεί ο ευαγγελιστής Λουκάς στο κεφάλαιο Β’, στ. 22-35. Συνέβη σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του παιδιού Ιησού. Σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο, η Παρθένος Μαρία, αφού συμπλήρωσε το χρόνο καθαρισμού από τον τοκετό, πήγε στο Ναό της Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ιωσήφ, για να εκτελεσθεί η τυπική αφιέρωση του βρέφους στο Θεό κατά το «πάν άρσεν διανοίγον μήτραν (δηλαδή πρωτότοκο) άγιον τω Κυρίω κληθήσεται» και για να προσφέρουν θυσία, που αποτελούνταν από ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια. Κατά τη μετάβαση αυτή, δέχθηκε τον Ιησού στην αγκαλιά του ο υπερήλικας Συμεών (βλέπε 3 Φεβρουαρίου). Αυτό το γεγονός αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν ήλθε να καταργήσει τον Μωσαϊκό νόμο, όπως ισχυρίζονταν οι υποκριτές Φαρισαίοι και Γραμματείς, αλλά να τον συμπληρώσει, να τον τελειοποιήσει. Κατά την ολονυκτία της Υπαπαντής στην Κωνσταντινούπολη, οι βασιλείς συνήθιζαν να παρευρίσκονται στο Ναό των Βλαχερνών. Η συνήθεια αυτή εξακολούθησε μέχρι τέλους της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
 
Ἀπολυτίκιον [Ἦχος α’]
Χαῖρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν, φωτίζων τοὺς ἐν σκότει. Εὐφραίνου καὶ σὺ Πρεσβῦτα δίκαιε, δεξάμενος ἐν ἀγκάλαις τὸν ἐλευθερωτὴν τῶν ψυχῶν ἠμῶν, χαριζόμενον ἠμὶν καὶ τὴν Ἀνάστασιν.
  • Άγιος Αγαθόδωρος. Ο Άγιος Αγαθόδωρος μαρτύρησε στα Τύανα (σημερινή Nίδρα ή Nίγδελι) της Καππαδοκίας. Στην αρχή του ξερρίζωσαν τα δόντια, έπειτα του έκοψαν τη γλώσσα, και κατόπιν του αφαίρεσαν με ξυράφι το δέρμα. Αλλά η πίστη του προς τον Χριστό, έμεινε ακέραια και ακλόνητη, καταντροπιάζοντας τους άγριους βασανιστές. Τέλος πέθανε, αφού του διαπέρασαν τα μυαλά με πυρωμένα σουβλιά, από τα όποια όμως φλογερώτερος απέμεινε ο ζήλος της ευσέβειας και της αγάπης του προς τον Χριστό.
  • Άγιος Ιορδάνης ο εκ Τραπεζούντας. Ο Άγιος Ιορδάνης καταγόταν από την Τραπεζούντα και όταν παντρεύτηκε εγκαταστάθηκε στον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης. Τότε ήταν 40 χρονών. Κάποτε λοιπόν, διασκέδαζε με κάποιους Οθωμανούς συμπατριώτες του, παίζοντας μαζί τους ένα παιγνίδι. Σε κάποια στιγμή, ένας συμπαίκτης του, είπε κοροϊδευτικά στα ελληνικά: «Άγιε Νικόλα ψωριάρη, βοήθησε με να νικήσω». Ο Ιορδάνης τότε, απάντησε παρόμοια εις βάρος όμως του Μωάμεθ. Την επόμενη μέρα, ένας από την παρέα του τον κατηγόρησε σαν υβριστή της θρησκείας του Μωάμεθ. Οδηγήθηκε λοιπόν στον Βεζίρη και πιέστηκε να δεχθεί τον μουσουλμανισμό για να αποφύγει την τιμωρία του θανάτου. Ο Ιορδάνης, όμως, παρέμεινε σταθερός στην αγάπη του προς τον «γλυκύτατο Ιησού» και έτσι οδηγήθηκε από τον έπαρχο στο Κουτζούκ Καραμάνι, τον τόπο της εκτέλεσης. Ενώ ήταν έτοιμος ο δήμιος να αποκεφαλίσει τον μάρτυρα, έφθασε αγγελιοφόρος του Βεζίρη και είπε μυστικά στον Ιορδάνη: «Ο Βεζίρης σε συμβουλεύει να λυπηθείς τη ζωή σου και πες φανερά ότι τουρκεύεις και έπειτα πήγαινε όπου θέλεις να ζήσεις χριστιανικά». Ο Ιορδάνης απάντησε: «Ευχαριστώ τον Βεζίρη, αλλά αυτό δεν θα το κάνω ποτέ». Έτσι ο δήμιος έκοψε το κεφάλι του ένδοξου αυτού μάρτυρα, στην Κωνσταντινούπολη στις 2 Φεβρουαρίου του 1650 μ.Χ. (κατ’ άλλους το 1651 μ.Χ.). Τη νύκτα πήγαν οι συγγενείς και οι φίλοι του στον έπαρχο, και αφού του έδωσαν αρκετά χρήματα, πήραν το ιερό λείψανο του και το έθαψαν ευλαβικά στην τοποθεσία Μπέγιογλου. Το μαρτύριο του Αγιού συνέγραψαν ο Ι. Καρυοφύλλης, Μέγας Λογοθέτης της Μεγάλης Εκκλησίας και ο Μελέτιος Συρίγου.
  • Άγιος Γαβριήλ ο Οσιομάρτυρας ο εν Κωνσταντινουπόλει.
    Ο Άγιος Γαβριήλ καταγόταν από την Αλλώνη της Προικονήσου. Έγινε μοναχός και υπηρετούσε σαν κήρυκας της ενορίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Κατηγορήθηκε σαν υβριστής της μουσουλμανικής θρησκείας, φυλακίστηκε και βασανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Παρέμεινε όμως σταθερός στην πίστη του και επειδή δεν δέχτηκε να γίνει μουσουλμάνος, αποκεφαλίστηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1676 μ.Χ. Το λείψανο του Αγίου ρίχτηκε στη θάλασσα από τους Τούρκους. Το μαρτύριο του Αγίου συνέγραψε ο Ιωάννης Καρυοφύλλης.
     
    Ο Άγιος Νικόδημος γράφει στο «Νέον Μαρτυρολόγιον» (1799 μ.Χ.):
     
    «Οὗτος ὁ Ἀγγελώνυμος Μάρτυς Γαβριήλ, ἦν ἐκ χώρας λεγομένης Ἀλλώνης, τῆς ἐπαρχίας Προκοννήσου. Ἐγένετο δὲ Μοναχὸς ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας, καὶ διάγων σωφρόνως, καὶ ἐναρέτως πολιτευόμενος, ἔφθασεν εἰς ἔφεσιν καὶ πόθον Μαρτυρικοῦ Στεφάνου· ὅθεν ἐλθὼν ἐν τῇ Βασιλευούσῃ, ἔγινε κῆρυξ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας· πλησιαζούσης οὖν τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, διελογίζετο καθ᾿ ἑαυτόν, μὲ τὶ τρόπο νὰ τύχῃ τοῦ ποθουμένου Μαρτυρίου, καὶ διανυκτερεύων, καὶ ἀγρυπνῶν ἔνδον τοῦ Πατριαρχικοῦ ναοῦ, ἐπεκαλεῖτο τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ὁποῖον ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ καρδίας, ἐκ νεότητος ἐπόθει διὰ νὰ φωτίσῃ τὸν τρόπον· μεταλαβὼν οὖν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἐξῆλθε στοχαζόμενος κατὰ τὴν ὁδὸν καὶ περιερχόμενος ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὥσπερ ἡ ᾀσματικὴ νύμφη ἴσως νὰ εὕρῃ ὃν ἐπόθει Νυμφίον Χριστόν. Ἀπαντήσας δὲ αὐτὸν ἕνας Ἀγαρηνός, κατὰ τὴν συνηθισμένην των θρασύτητα, ἔσπρωξε τὸν μάρτυρα, ὡς τάχα μὴ παραμερίσαντα ἀπὸ τὸν δρόμον διὰ νὰ τοῦ κάμῃ τόπον νὰ περάσῃ· ὁ δὲ Μάρτυς ἀντέσπρωξεν αὐτὸν καὶ τὴν θρησκείαν του ὕβρισε· οἱ δὲ ἐκεῖσε παρόντες Ἀγαρηνοὶ ἀκούσαντες τὰς ὕβρεις τοῦ Μάρτυρος, καὶ τὰς φωνὰς τοῦ ὁμοπίστου των, ὁποὺ τοὺς ἐκάλει εἰς ἐκδίκησιν, ἔτρεξαν καταπάνω τοῦ Μάρτυρος, καὶ πιάνοντες αὐτόν, καὶ δέρνοντες, καὶ σπρώχνοντες ἀνηλεῶς, τὸν ἔφεραν εἰς τὸν κριτήν· καὶ ὁ μὲν εἷς Ἀγαρηνὸς ἐβόα, καὶ ἐζήτει δίκην κατὰ τοῦ Μάρτυρος, διατὶ ὕβρισε τὴν πίστιν τους, οἱ δὲ λοιποὶ ἐμαρτύρουν δεινοπαθοῦντες· ὁ δὲ κριτὴς ἐπρόσταξε νὰ βάλλουν τὸν Μάρτυρα εἰς τὴν φυλακήν, δίδοντας καὶ τὴν κατ᾿ αὐτοῦ δίκην ἔγγραφον· τὸ ταχὺ ἐβγάνοντές τον ἀπὸ τὴν φυλακήν, τὸν ἔφεραν εἰς τὸν καϊμακάμη· (ὅτι ὁ Βασιλεὺς ἦτον μὲ τὸν Βεζύρην εἰς τὴν Ἀδριανούπολιν)· καὶ ἔδειξαν εἰς αὐτὸν τὸ τοῦ κριτοῦ γράμμα. Ὁ δὲ καϊμακάμης τὸν ἠρώτησεν ἀνίσως καὶ ἦναι ἀληθινὰ τὰ γραφόμενα, καὶ λεγόμενα κατ᾿ αὐτοῦ; ὁ δὲ Μάρτυς ἔλεγε, ναί, ἀληθινὰ εἶναι· τότε τοῦ λέγει ὁ καϊμακάμης, ἄφες ἄνθρωπε τὴν πίστιν ταύτην, καὶ ἔλα εἰς τὴν ἐδικήν μας· δὲν βλέπεις πόσην δόξαν, καὶ τὶ Βασίλειον ἔχει ἡ τοῦ Μωάμεθ θρησκεία; Ὁ δὲ Μάρτυς ἀπεκρίθη· μή μοι γένοιτο νὰ ἔλθω εἰς τόσην τρέλλαν, καὶ ἀγνωσίαν, ὥστε νὰ εἰπῶ ψιλὸν ἄνθρωπον τὸν Κύριόν μου Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ἀληθινὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀληθινὸν Θεόν· τὸν τέλειον Θεόν, καὶ τέλειον ἄνθρωπον· τὸν δὲ ἐδικόν σας τὸν Μωάμεθ νὰ ὀνομάσω ὅλως προφήτην! ἀλλὰ τὸν μὲν Ἰησοῦν μου ὁμολογῶ, καὶ πιστεύω πὼς εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, τὸν δὲ ἐδικόν σας Μωάμεθ κηρύττω πὼς δὲν εἶναι προφήτης, ἀλλὰ ἄνθρωπος ἰδιώτης, ἀγράμματος, πλαστολόγος, καὶ πολέμιος τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἑπομένως τὸν ἐξουθενῶ, καὶ ἀποστρέφομαι καὶ αὐτόν, καὶ τὴν πίστιν του. Τοῦ λέγει ὁ καϊμακάμης, μήπως εἶσαι μεθυσμένος ἄνθρωπε, ἢ ἐβγῆκες ἀπὸ τὰς φρένας σου; καὶ ὁ Μάρτυς· οὔτε μεθύω, οὔτε τῶν φρενῶν μου ἐξίσταμαι, ἀλλὰ χάριτι τοῦ Χριστοῦ μου ὑγιεῖς ἔχω τὰς φρένας, ὡσὰν καὶ τὴν ψυχήν. Τότε ὁ καϊμακάμης τὸ ἥμερον τρέψας εἰς ἀγριότητα καὶ θυμοῦ ἔμπλεως γενόμενος ἅμα δὲ καὶ βλέπων τὸ ἀμετάθετον τοῦ Μάρτυρος, εἶπεν ὀργίλως, καὶ μανιωδῶς πρὸς τὸν ἔπαρχον, λάβε τὸν παρόντα, καὶ δὸς εἰς αὺτὸν τὸν θάνατον διὰ ξίφους. Λαβὼν δὲ τὸν Ἅγιον ὁ ἔπαρχος, παρέδωκε τῷ τζελάτῃ ὅστις δένοντάς τον τὸν ἐπῆγε εἰς τόπον λεγόμενον Παχτζὲ Καπισί, πλησίον τοῦ κουμερκίου· καὶ ἐκεῖ γονατίζοντας ὁ Ἅγιος καὶ προσευχόμενος χαριέστατα, καὶ κλίνοντας τὴν μακαρίαν αὐτοῦ κεφαλήν, ἀπετμήθη· καὶ ἡ μὲν Ἁγία, καὶ ὁλόφωτος αὐτοῦ ψυχή, ἀπῆλθεν εἰς τὸν ποθούμενον καὶ πολυέραστον νυμφίον της, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἵνα λάβῃ τὸν ἡτοιμασμένον παρ᾿ αὐτοῦ τρίπλοκον στέφανον, τῆς τε παρθενίας, τῆς ἀσκήσεως, καὶ τοῦ Μαρτυρίου, διὰ νὰ χαίρεται, καὶ νὰ ἀγάλλεται ἐν τῷ χορῷ τῶν παρθένων, καὶ ἀσκητῶν, καὶ Μαρτύρων· τὸ δὲ Μαρτυρικὸν αὐτοῦ καὶ σεβάσμιον λείψανον, μετὰ τρεῖς ἡμέρας οἱ ἐκεῖσε Ἀγαρηνοί, τὸ ἔρριψαν εἰς τὴν θάλασσαν, ὅτι οὐ ἴσχυσαν οἱ εὐσεβεῖς νὰ τὸ πάρουν διὰ χρημάτων· οὕτως ἐν ὀλίγῳ τελειωθεὶς ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς, καὶ ὀλίγον κοπιάσας μὲ πολλὴν ζέσιν, καὶ προθυμίαν ἤρπασεν ὅλους τοὺς αἰῶνας, μὲ τὰ ἐν ἐκείνοις αἰώνια ἀγαθά· οὗ ταῖς πρεσβείαις ῥυσθείημεν τῆς κολάσεως, καὶ ἀξιωθείημεν τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν».
  • Όσιος Ευθύμιος εκ Γεωργίας. Ο Όσιος Ευθύμιος (Κερεσελίντζε) καταγόταν από την Γεωργία και έζησε μεταξύ του 19ου και του 20ου αιώνα μ.Χ. Έγινε μοναχός και η αγιότητα του βίου του γρήγορα τον έκανε ξακουστό στην περιοχή της Γεωργίας. Καθημερινά εξομολογούσε εκατοντάδες ανθρώπους, που προσέτρεχαν κοντά του για να καταθέσουν τον πόνο της ψυχής τους και την αστοχία της ελευθερίας τους. Κατά την περίοδο του σοβιετικού καθεστώτος ο Όσιος διέσωσε πολλά χειρόγραφα των αρχαίων Γεωργιανών εκκλησιαστικών ύμνων. Έζησε θεοφιλώς και κοιμήθηκε με ειρήνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου