Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Σήμερα 11 Μαρτίου γιορτάζουν…

Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Ο Άγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε στην Δαμασκό της Συρίας περί το έτος 580 μ.Χ. και ήταν υιός ευσεβών και ενάρετων γονέων, του Πλινθά και της Μυρούς. Λόγω της καταγωγής του αποκαλείται και Δαμασκηνός. Κατά την νεαρή του ηλικία επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους και εκάρη μοναχός στη μονή του αββά Θεοδοσίου, όπου συνδέθηκε πνευματικά με τον εκεί ασκούμενο Ιωάννη τον Μόσχο, από τον οποίο διδάχθηκε πολλά. Με την συνοδεία αυτού επισκέφθηκε την Αίγυπτο, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος (βλέπε 12 Νοεμβρίου) και τη Ρώμη. Τότε πέθανε και ο Ιωάννης ο Μόσχος (620 μ.Χ.). Ο Σωφρόνιος μετακόμισε το λείψανο αυτού στα Ιεροσόλυμα και, αφού τα ενταφίασε στη μονή του Οσίου Θεοδοσίου, επανέκαμψε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί προσβλήθηκε τότε από ανίατη ασθένεια των οφθαλμών. Επισκέφθηκε τότε το ναό των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου στο Αμπουκίρ και θεραπεύθηκε. Το θαύμα αυτό περιέλαβε σε εγκώμιό του προς τους Αγίους αυτούς.
Στην συνέχεια επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη με την ελπίδα να προσεταιρισθεί τον Πατριάρχη Σέργιο Α’ (610 – 638 μ.Χ.) στις θέσεις του κατά των Μονοφυσιτών και να εκφράσει τις διαφωνίες του κατά του ενωτικού σχεδίου, το οποίο ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύρος ο από Φάσιδος (630 – 643 μ.Χ.) ετοίμαζε για να σιγάσει την διαμάχη μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών. Αλλά απέτυχε και απογοητευμένος επανήλθε στα Ιεροσόλυμα.
Όταν πέθανε ο Άγιος Μόδεστος (βλέπε 16 Δεκεμβρίου), Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο Άγιος Σωφρόνιος, για την υπερβάλλουσα αρετή του, ανήλθε το έτος 634 μ.Χ. στον πατριαρχικό θρόνο της Σιωνίτιδος Εκκλησίας. Η κατάσταση ήταν θλιβερή. Εσωτερικά η Ορθοδοξία υπέφερε από την αίρεση του μονοφυσιτισμού. Εξωτερικά οι Άραβες περιέσφιγγαν την πόλη των Ιεροσολύμων. Ήδη κατείχαν τη Βηθλεέμ και ο Άγιος Σωφρόνιος μη δυνάμενος, κατά τον Δεκέμβριο του έτους 634 μ.Χ., να μεταβεί εκεί για να γιορτάσει την γέννηση του Θεανθρώπου, θρηνεί. Για την αποκατάσταση κάποιας ηρεμίας στο ποίμνιό του, συγκαλεί Σύνοδο και καταδικάζει τον Μονοφυσιτισμό. Για την απόκρουση των Αράβων οργανώνει την άμυνα της πόλεως. Το έτος 637 μ.Χ. όμως αναγκάζεται να παραδώσει την πόλη των Ιεροσολύμων στον χαλίφη Ομάρ. Ο Άγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε με ειρήνη το επόμενο έτος, 638 μ.Χ. Το συγγραφικό του έργο είναι σαφώς και καθαρά ποιητικό. Διακρίθηκε κυρίως στην συγγραφή ιδιομέλων και του βίου των Αγίων Αναργύρων, Ιωάννου του Ελεήμονος και Μαρίας της Αιγυπτίας. 
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Σωφρόνιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Οσία Θεοδώρα η βασίλισσα Άρτας. Η Οσία Θεοδώρα γεννήθηκε περί το έτος 1210 μ.Χ. πιθανότατα στην Θεσσαλονίκη και υπήρξε γόνος της μεγάλης και αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας Πετραλείφα (νορμανδικής καταγωγής), η οποία εγκατεστημένη αρχικά στο Διδυμότειχο προσέφερε πολλές και σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και τιμήθηκε με υψηλά αξιώματα. Ο πατέρας της Ιωάννης είχε τον τίτλο του σεβαστοκράτορος και ήταν διοικητής Θεσσαλίας και Μακεδονίας.
Κοντά στους ευσεβείς και ενάρετους γονείς της ανατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου» αντλώντας από την ζωή τους το πρώτο φωτεινό παράδειγμα ενάρετης ζωής, παράδειγμα που θα χαραχθεί ανεξίτηλα και στην δική τους ζωή.
Ο πατέρας της πέθανε γρήγορα αφήνοντας τη Θεοδώρα σε μικρή ακόμα ηλικία, ορφανή. Την προστασία της οικογένειας ανέλαβε ο Δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος (θείος της), ο οποίος την εποχή αυτή είχε καταλάβει την Θεσσαλονίκη και επέκτεινε το κράτος του μέχρι την Αδριανούπολη.
Η Θεοδώρα έζησε και μεγάλωσε στα Σέρβια της Κοζάνης, μια σημαντική πόλη με στρατηγική θέση την εποχή αυτή. Ανατρέφεται μαζί με τα αδέλφια της από την ευσεβή μητέρα της Ελένη και μαθαίνει καλά για τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου, που δεν είναι άλλος παρά η αγιότητα και η «κατὰ Θεὸν ὁμοίωσις». Γνωρίζει και πιστεύει ότι το αληθινό νόημα της σύντομης ζωής μας κρύβεται στην επιτυχία της αιώνιας ζωής και Βασιλείας του Θεού. Διδάσκεται από την αγαθή μητέρα της ότι τα αληθινά κοσμήματα που πρέπει να στολίζουν την γυναίκα, είναι η αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο, η ταπεινοφροσύνη, η πραότητα, η ευσπλαχνία, η ελεημοσύνη, η προσευχή και η αληθινή πίστη, που με τον δικό της αγώνα και τη Χάρη του Θεού μπορούν να πραγματοποιηθούν και να φανερωθούν και στη δική τους ζωή.
Η πνευματική καλλιέργεια και ωριμότητα της νεαρής Θεοδώρας, καθώς επίσης και το κάλλος της εντυπωσιάζουν τον Μιχαήλ Β’, που στον δρόμο του για την Άρτα την συναντά στα Σέρβια, ενώ βρισκόταν υπό την προστασία του θείου της Θεοδώρου.
Την ζητά αμέσως σε γάμο, ο οποίος και τελείται με κάθε μεγαλοπρέπεια και επισημότητα στα Σέρβια το έτος 1230 μ.Χ. με λαμπρή και μεγάλη συνοδεία, φτάνουν στην Άρτα, την πρωτεύουσα του κράτους της Ηπείρου, στην οποία ο Μιχαήλ Β’ ανακηρύσσεται μετά από λίγο Δεσπότης.
Ο Μιχαήλ, ισχυρή προσωπικότητα, πνεύμα ανήσυχο και φιλόδοξο, αρχίζει να φροντίζει για την εδραίωση και εξάπλωση του κράτους του. Η νεαρά δούκισσα Θεοδώρα αναδεικνύεται πρώτη κυρία του Δεσποτάτου. Στην μεγάλη αυτή και ένδοξη θέση που ανέβηκε η Θεοδώρα, δεν παρασύρθηκε από την δόξα και το μεγαλείο του αξιώματός της, ούτε, παρά τη νεότητά της, τράπηκε σε υλιστικές απολαύσεις και τρυφηλή ζωή. Και όπως μας πληροφορεί ο βιογράφος της Ιώβ μοναχός, τώρα πιο πολύ κατάλαβε ότι πρέπει να φροντίζει να ζει με πιο πολλή αρετή και σωφροσύνη, με ταπεινοφροσύνη και αγάπη, με αοργησία και συμπάθεια, με ελεημοσύνη και πραότητα και γενικά, ολόψυχα να δίδεται και να υπηρετεί τον Θεό και τους ανθρώπους.
Με την ζωή αυτή η Θεοδώρα αναδείχθηκε αληθινά κατά τον λόγο του Κυρίου, λύχνος φωτεινός επάνω στην λυχνία που φωτίζει και καθοδηγεί και την ζωή των άλλων ανθρώπων στον Χριστό.
Λίγες ήταν οι ευτυχισμένες στιγμές του ζευγαριού. Ο μισόκαλος διάβολος φθονώντας την ευτυχία τους και την αρετή της Θεοδώρας και μην μπορώντας να υποτάξει την ίδια, ρίχνει τα φαρμακερά βέλη του εναντίων της με άλλον τρόπο: «θηλυμανίας τὸν ἄνδρα καταμαλάξας , πειρασμὸν τὴ μακαρία ἐγείρει δεινώτατον». Ο Μιχαήλ παρασύρεται σε πορνεία και ακολασία από μία Αρτινή αρχόντισσα, την Γαγγρινή. Αυτή με την βοήθεια του διαβόλου κατορθώνει να σκλαβώσει ψυχικά τον Μιχαήλ και να βάλει μίσος άσπονδο στην καρδιά του, εναντίων της καλής και Αγίας συζύγου του. Με την εντολή του προς όλους απαγορεύει κάθε βοήθεια και συμπαράσταση προς την Αγία και ορίζει αυστηρά να μην κάνουν λόγο γι’ αυτήν στα ανάκτορα, ούτε το όνομά της καν να προφέρουν στα χείλη τους.
Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές της ζωής της, φάνηκαν οι καρποί της αληθινής πνευματικής καλλιέργειας της Θεοδώρας. Όπως μέσα στην δόξα και την καλοπέραση του παλατιού δεν παρασύρθηκε και δεν αλλοιώθηκε, έτσι και τώρα μέσα στην φουρτουνιασμένη συζυγική ζωή η Θεοδώρα δεν κάμφθηκε και δεν λιποψύχησε, αλλά φάνηκε πιο πολύ ο αδαμάντινος χαρακτήρας της και η ακεραιότητα της πίστεώς της.
Στην αυθαιρεσία του άνδρα της αντέταξε την υπομονή και το ταπεινό της φρόνημα. Παρά τις συκοφαντίες και τον διωγμό της από τα ανάκτορα, λαμπρύνθηκε με την σιωπή και την εκούσια μόνωσή της.
Χωρίς καμιά ανθρώπινη βοήθεια, οπλισμένη όμως με την ακαταίσχυντη ελπίδα στον Θεό, εγκαταλείπει – έγκυο ήδη – τα ανάκτορα. Πέντε χρόνια μαζί με τον πρωτότοκο υιό της, το Νικηφόρο, που γεννήθηκε στην εξορία, ταλαιπωρείται στο κρύο και στην ζέστη, στην πείνα και τη δίψα, στην εγκατάλειψη και την μοναξιά. Άγνωστη, πικραμένη και κακοντυμένη περνούσε λόφους και γκρεμούς αποφεύγοντας την μανία του άνδρα της.
Στην μεγάλη αυτή δοκιμασία βρίσκει λίγη παρηγοριά κοντά στον ιερέα της Πρένιστας. Μια μέρα που μάζευε λάχανα, για να φάει αυτή και το μικρό της παιδί, την συναντά ο ιερέας και μετά από επίμονη προσπάθεια να μάθει ποια είναι, η Θεοδώρα του φανερώνεται. Έτσι για λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στο σπίτι του καλού αυτού ιερέως.
Η αλήθεια όμως και η αρετή όσο κι αν σπιλώνονται, όσο και αν παραθεωρούνται, δεν αργούν να φανούν. Οι ευγενείς άρχοντες της Άρτας αγανακτισμένοι από την έκλυτη ζωή του Δούκα Μιχαήλ και την αλαζονεία της πόρνης Γαγγρινής αντιδρούν δυναμικά: διώχνουν την Γαγγρινή από τα ανάκτορα και απαιτούν από τον βασιλέα να αλλάξει ζωή.
Ο Μιχαήλ συγκλονίζεται, «ἔρχεται εἰς ἐαυτόν» και αμέσως στέλνει έμπιστους ανθρώπους να βρουν και να φέρουν πίσω την Θεοδώρα.
Πράγματι με πολλή μετάνοια και αγάπη, με επισημότητα και λαμπρότητα υποδέχεται τη νόμιμη και μόνη κυρία και βασίλισσα στα ανάκτορα και στη ζωή του.
Ο Μιχαήλ, σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού και σε ένδειξη της μετάνοιάς του, ανεγείρει την σεβάσμια και περικαλλή μονή της Κάτω Παναγιάς. Στη βόρεια καμάρα εξωτερικά υπάρχει χαραγμένη η επιγραφή της μετάνοιάς του, την οποίας το πανομοιότυπο και τη μεταγραφή έδωσε ο Αναστάσιος Ορλάνδος:
«Πύλας ἠμὶν ἄνοιξον, ὢ Θ(ε)οὗ μ(η)τέρ, τῆς μετανοίας, τοῦ φωτὸς οὖσα πύλη.
Δ(εσπότη) Μ(ιχαήλ) π(αράσχου) ἁμαρτημάτων»
Κατά την παράδοση και σε ανάμνηση του ίδιου γεγονότος κτίζει, επίσης, τη μονή Παντανάσσης, κοντά στην Φιλιππιάδα και τη μονή του Σωτήρος στο Γαλαξείδι, όπως αναφέρεται στο «Χρονικὸν τοῦ Γαλαξειδίου».
Με την ίδια διάθεση ο Μιχαήλ χαρίζει προνόμια και απαλλάσσει από φορολογία ναούς και μονές του κράτους του καθ’ όλη την διάρκεια της βασιλείας του. Έτσι π.χ. με χρυσόβουλλο του Ιανουαρίου του έτους 1246 μ.Χ. απαλλάσσει «πάσης ἀγγαρείας καὶ παραγγαρείας» τους 32 πρεσβυτέρους της πόλεως της Κερκύρας και με άλλο χρυσόβουλλο του Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, δίνει προνόμια στους 33 πρεσβυτέρους των αγρών της νήσου. Με χρυσόβουλλο επίσης, αποκαθιστά τη νόμιμη δικαιοδοσία του Κωνσταντίνου Μαλιασηνού το μοναστήρι του κυρ-Ιλαρίωνος, που βρισκόταν στην χώρα του Αλμυρού κάτω από «τὸ Ρωμαιοβόρον φῦλον τῶν Λατίνων».
Αποστέλλει πλούσια δώρα σε πολλές μονές και εκτός του κράτους του, όπως π.χ. στις Αγιορείτικες μονές του Δοχειαρίου και του Αγίου Παύλου. Η πόλη και το κράτος λαμπρύνονται με έργα πίστεως και φιλανθρωπίας για χάρη του αγαπητού λαού της Θεοδώρας. Άλλα τέσσερα παιδιά έρχονται στην ζωή: ο Ιωάννης, ο Δημήτριος (Μιχαήλ), η Ελένη και η Άννα.
Δυναμωμένη από τη δοκιμασία και ενισχυμένη από την Χάρη του Θεού, η Θεοδώρα γίνεται οδηγός ψυχικής σωτηρίας του άνδρα της και μετέχει ενεργά πλέον στην διακυβέρνηση του κράτους, βοηθώντας τον στα πολλά και ποικίλα εσωτερικά και εξωτερικά κυρίως προβλήματα του Δεσποτάτου και βάζοντας την προσωπική της σφραγίδα στην πολιτική του. Συμπαραστέκεται στα έργα ειρήνης, αλλά και ακολουθεί τις πολεμικές περιπέτειες και αποτυχίες του συζύγου της. Το έτος 1234 μ.Χ. ενισχύουν την παιδεία του Δεσποτάτου με την ίδρυση ανώτερης σχολής. Το 1259 – 60 μ.Χ., με την ήττα των στρατευμάτων του Μιχαήλ Β’ στην μάχη της Πελαγονίας, καταφεύγουν στην Βόνιτσα, Λευκάδα και Κεφαλονιά, διωγμένοι από τα στρατεύματα του αυτοκράτορα της Νίκαιας, Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282 μ.Χ.).
Πρώτο μέλημα της Αγίας ήταν η διαφύλαξη της εδαφικής, κυρίως όμως της πνευματικής ακεραιότητας και υποστάσεως του κράτους. Έτσι μεγάλη της φροντίδα στάθηκε η διαφύλαξη της Ορθοδόξου πίστεως, που την εποχή αυτή απειλείτο από τον παπισμό και την λατινική προπαγάνδα, η οποία είχε ως στόχο την «ένωση» των Εκκλησιών. Η Αγία αντιτάχθηκε σ’ αυτή την προοπτική. Το Δεσποτάτο, που από το 1204 μ.Χ. είχε δεχθεί ως πρόσφυγες σημαντικές προσωπικότητες από την Κωνσταντινούπολη και είχε κρατήσει αυστηρή ορθόδοξη πολιτική επί Θεοδώρου Δούκα και Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Άρτης Ιωάννου Απόκαυκου, έγινε τελικά καταφύγιο όλων των ζηλωτών Ορθοδόξων της πρώην ενιαίας Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Σε αντίθεση με την φιλενωτική πολιτική της αυτοκρατορίας της Νίκαιας – και αργότερα της επανακτημένης Κωνσταντινουπόλεως – η πολιτική του Δεσποτάτου παρέμεινε καθαρά και αυστηρά Ορθόδοξη. Όταν δε το έτος 1275 μ.Χ. γίνεται Οικουμενικός Πατριάρχης ο ενωτικός Ιωάννης ΙΑ’ Βέκκος (1275 – 1282 μ.Χ.), πολλοί ορθόδοξοι κληρικοί και μοναχοί βρίσκουν προστασία στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Σαν αντιστάθμισμα της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του έτους 1276 μ.Χ. και της καταδίκης όλων των ανθενωτικών, το έτος 1277 μ.Χ. γίνεται Σύνοδος στις Νέες Πάτρες (σημερινή Υπάτη), όπου καταδικάζονται και αφορίζονται όλοι οι ενωτικοί και ο Πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος.
Για τον ίδιο σκοπό – την διαφύλαξη δηλαδή της Ορθοδοξίας – η Αγία προχωρεί με οξυδέρκεια, πέρα βέβαια και από τις ποικίλες πολιτικές σκοπιμότητες που υπεισέρχονται σε ανάλογες περιπτώσεις, στον γάμο των δύο θυγατέρων της. Έτσι την Άννα την νυμφεύει με τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο (1258 μ.Χ.) και την Ελένη με τον Μεμφρέδο, βασιλέα της Σικελίας και φανατικό εχθρό του Πάπα. Με τον τρόπο αυτό η Θεοδώρα προσπαθεί να θέσει φραγμό στα σχέδια των παπικών για υποταγή των Ορθοδόξων, αλλά και με τους συγγενικούς δεσμούς που έγιναν, να υποχωρήσουν οι κατακτητικές διαθέσεις των Δυτικών εναντίων του κράτους της Ηπείρου.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι η Ελένη μετά τον θάνατο του συζύγου της, το έτος 1266 μ.Χ., δέχθηκε όλο το μίσος του Πάπα Κλήμεντος Δ’ (1265 – 1268 μ.Χ.). Φυλακίζεται αυτή και τα παιδιά της για αρκετά χρόνια στο υγροσκότεινο και απομονωμένο φρούριο της Βουκερίας. Η Ελένη παραμορφωμένη από τις κακουχίες – διατηρώντας όμως την ευγένεια και την αγιότητα της Βυζαντινής αρχόντισσας, έτσι όπως ακριβώς τα διδάχθηκε και τα παρέλαβε από την Αγία της μητέρα – βγαίνει από την φυλακή και πεθαίνει σε ηλικία περίπου τριάντα ετών.
Οι προσπάθειες που έγιναν για την απελευθέρωσή της από τους γονείς της Μιχαήλ Β’ και Θεοδώρα, απέτυχαν. Μια τελευταία προσπάθεια που επιχειρήθηκε, να δοθεί δηλαδή ως σύζυγος στον υιό του Φερδινάνδου Γ’ της Ισπανίας, τον Ερρίκο, βρήκε την Ελένη αντίθετη, καθώς δεν επιθυμούσε ούτε να προδώσει την μνήμη του συζύγου της παίρνοντας σύζυγο κάποιον από τους αντιπάλους του, ούτε με την συγκατάθεσή της σε τέτοιον γάμο να ενισχύσει τα μεγαλεπήβολα σχέδια του ανίερου συνασπισμού Πάπα και Καρόλου του Ανδεγαυού εναντίων των Ελληνικών χωρών και της Ορθοδοξίας.
Δεύτερος σημαντικός στόχος της Αγίας ήταν η ειρήνη μεταξύ των Ελληνικών κρατών της εποχής (Φραγκοκρατία) και η συνεργασία τους – πέρα από τις ατομικές φιλοδοξίες των ηγεμόνων και την κοντόφθαλμη πολιτική τους – για την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως και την ανασύσταση της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Το επιχείρημα αυτό στάθηκε δύσκολο, αν λάβουμε υπ’ όψιν, ότι τα δύο σημαντικά κράτη, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η αυτοκρατορία της Νίκαιας, βρίσκονταν πάντοτε σε αντιζηλία, εχθρότητα, προστριβές και πόλεμο μεταξύ τους.
Έτσι, το έτος 1249 μ.Χ., ταξιδεύει στη Νίκαια με τον υιό της Νικηφόρο, τον οποίο μνηστεύει με την Μαρία, εγγονή του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννου Γ’ Βατάτζη (1222 – 1254 μ.Χ.). Μετά από κάποιες περιπέτειες και υπαναχωρήσεις η Αγία Θεοδώρα ταξιδεύει πάλι μέχρι τον Έβρο και τελικά τον Οκτώβριο του 1256 μ.Χ. γίνονται με λαμπρότητα στη Θεσσαλονίκη οι γάμοι του Νικηφόρου και της Μαρίας από τον Πατριάρχη Αρσένιο Αυτωρειανό (1255 – 1260 μ.Χ.). Μια άλλη πληροφορία αναφέρει ότι η Θεοδώρα με τον υιό της Νικηφόρο έρχονται στο Βολερό, «εἰς τὴν χώραν τοῦ Λετζᾶ», (νότια της Αδριανουπόλεως), όπου συναντώνται με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Β’ Λάσκαρη (1254 – 1258 μ.Χ.) τον Σεπτέμβριο του 1256-7 μ.Χ.
Εκεί έμειναν τρεις μέρες και αφού εόρτασαν την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού – πιθανότατα στον περίλαμπρο ναό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερρών (Έβρου) – ξεκίνησαν για την Θεσσαλονίκη, όπου έγιναν οι γάμοι του Νικηφόρου και της Μαρίας από τον Πατριάρχη Αρσένιο, ο οποίος ήλθε για τον λόγο αυτό από τη Νίκαια.
Μέσα όμως σε σύντομο χρονικό διάστημα και μετά τον ερχομό τους στην Άρτα, η Μαρία πέθανε.
Μια νέα προσπάθεια ειρήνης και συμφιλιώσεως με την ανορθωμένη πλέον Βυζαντινή αυτοκρατορία γίνεται καρποφόρα, όταν ο Νικηφόρος νυμφεύεται την ανεψιά του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282 μ.Χ.), Άννα. Η Άννα Παλαιολογίνα είναι η Τρίτη θυγατέρα του Ιωάννου Καντακουζηνού και της Ειρήνης ή Ευλογίας, της αγαπημένης αδελφής του Μιχαήλ Η’. Στις αρχές του έτους 1265 μ.Χ. ο αυτοκράτορας στέλνει την ανεψιά του με λαμπρή συνοδεία στην Άρτα, όπου το ίδιο έτος γίνονται και οι γάμοι.
Πέρα όμως από αυτό, πολλές ήταν οι ενέργειες της Αγίας για την ειρήνη της περιοχής και την ειρηνική συνύπαρξη των Ελληνικών κρατών. Ανάλωσε την ζωή της στην προσπάθεια να ξεπεραστούν τα εμπόδια για την ανασύσταση της αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό δίκαια ονομάσθηκε η Θεοδώρα «Εἰρηνοποιὸς Ἁγία».
Μετά από σαράντα περίπου χρόνια έγγαμου βίου, ο Δεσπότης Μιχαήλ Β’, «καλῶς καὶ θεοφιλῶς βιώσας», κοιμήθηκε εν Κυρίω.
Η Θεοδώρα αμέσως έτρεξε στο μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζει ως μοναχή στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (σημερινή μονή Αγίας Θεοδώρας). Η ζωή της ασκητική και το πολίτευμά της αγγελικό. Για το διάστημα αυτό του βίου της γράφει ο βιογράφος της, ότι ζούσε σηκώνοντας το βάρος των πόνων και της ασκήσεως, αυξάνοντας τους καρπούς των αρετών της, παραμένοντας νύχτα και ημέρα στην αδιάλειπτη νοερά προσευχή και συνομιλία με τον Θεό με ψαλμούς και ύμνους, εξαγνίζοντας το σώμα της με νηστεία και υπηρετώντας με προθυμία τις αδελφές μοναχές. Ήταν ο προστάτης των αδικουμένων και το στήριγμα των χηρών και ορφανών, βοηθούσε τους πτωχούς, παρηγορούσε τους θλιβομένους. Φροντίζει για την ανέγερση νέων ναών και μοναστηριών και ενδιαφέρεται για την ζωή των μοναχών. Έχει μεγάλη ευλάβεια στους Οσίους ασκητές της περιοχής προς τους οποίους τρέφει ιδιαίτερη τιμή, όπως φανερώνεται στον βίο του Αγίου Ανδρέου του Ερημίτου (τιμάται 15 Μαΐου). Ο Όσιος Ανδρέας ασκήτεψε την εποχή αυτή σε ένα σπήλαιο στην περιοχή των σημερινών Χαλκιόπουλων. Όταν ο Όσιος κοιμήθηκε με θαυμαστό τρόπο περί τα έτη 1281-2 μ.Χ., η βασίλισσα μοναχή με όλη την Σύγκλητο πήγε στο ασκητήριο του Αγίου, προσκύνησε το αγιασμένο του λείψανο και με εντολή της κτίσθηκε στο σπήλαιο του Αγίου, λαμπρός ναΐσκος και λάρνακα προς τιμήν του.
Ο ναός και ο τάφος του Αγίου σώζονται μέχρι σήμερα εντυπωσιάζοντας με τις θαυμασίας τέχνης αγιογραφίες του (τέλη 13ου αιώνος μ.Χ.) και τις λόγιες επιγραφές του, προερχόμενες πιθανότατα από λόγιους ανθρώπους του κύκλου της Αγίας Θεοδώρας και των ανακτόρων. Έφθασε όμως και για την Αγία Θεοδώρα το τέλος της επίγειας ζωής και η αρχή της απολαύσεως της άνω ζωής. Στην Οσία αποκαλύπτεται η ημέρα του θανάτου της, όπως συμβαίνει σε πολλούς Αγίους. Θερμά παρακαλεί την Κυρία Θεοτόκο και τον μεγαλομάρτυρα Άγιο Γεώργιο να μεσιτεύουν προς τον Κύριο να της δοθεί παράταση ζωής έξι μηνών «πρὸς τὴν τοῦ ναοῦ τελείαν ἀπάρτισιν». Έτσι κι έγινε.
Και όταν έφθασε πλέον η ώρα να παραδώσει την Αγία της ψυχή στον Κύριο, συγκεντρώνει τις αδελφές μοναχές. Για τελευταία φορά τις συμβουλεύει με αγάπη και τις καθοδηγεί πώς να ζουν και να αγωνίζονται εν Αγίω Πνεύματι, αυτή που ήταν το ζωντανό παράδειγμα μιας άλλης βιοτής. Προσεύχεται για την σωτηρία τους και δίνοντας τις τελευταίες εντολές της «χαίρουσα, τὸ πνεῦμα εἰς χεῖρας Θεοῦ παρέθετο» σε ηλικία περίπου 70 ετών. Δεν γνωρίζουμε δυστυχώς τον χρόνο του θανάτου της Αγίας, τοποθετείται όμως στο χρονικό διάστημα από το 1281-1285 μ.Χ. Το άγιο και χαριτόβρυτο σώμα της ενταφιάσθηκε στο νάρθηκα του καθολικού της μονής της, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται σε ευλογία όλων των πιστών ο σεπτός της τάφος.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ΄.
Των βασιλίδων το κλέος, ασκητριών τε αγλάϊσμα, της Ακαρνανίας το εύχος και ιαμάτων ρείθρον ακένωτον` των λυπουμένων και πτωχών την προστάτιν, την ακτίνος δίκην την Αιτωλίαν πάσαν καταφωτίζουσαν` επώνυμον την όντως δωρεών των του Θεού, την πάνσεπτον και οσίαν Θεοδώραν την Βασίλισσαν, δεύτε οι Αρταίοι πάντες πιστώς συνελθόντες ύμνοις τιμήσωμεν` αυτή γαρ αενάως υπέρ ημών ου παύει πρεσβεύουσα.
Άγιοι Πιόνιος ο Πρεσβύτερος και Σαβίνα. Ο Άγιος Μάρτυρας Πιόνιος έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) και ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Σμύρνης. Έλεγχε τους Ιουδαίους και τους Εθνικούς και τους έπειθε από τις θείες Γραφές ότι ένας μόνο είναι ο Θεός ο αληθινός, ο Δημιουργός των πάντων και ο μονογενής Του Υιός Ιησούς Χριστός και το Πνεύμα το Άγιον και κήρυττε ότι όλοι οι αμαρτωλοί και οι άπιστοι θα τιμωρηθούν και θα παραδοθούν στο πυρ το αιώνιο. Έτσι συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες μαζί με άλλους Χριστιανούς. Και πρώτα παραδόθηκε αλυσοδεμένος στον Πολέμωνα, τον ιερέα των ειδώλων και στον άρχοντα της πόλεως Ελπίδιο. Έπειτα οδηγήθηκε στον ηγεμόνα της χώρας, ανθύπατο Κοντυλιανό, ο οποίος έδωσε εντολή να τον βασανίσουν. Τον κτύπησαν ανηλεώς μέχρι θανάτου και αφού τον κρέμασαν σε ξύλο, κατέκαψαν τα πλευρά του με αναμμένες δάδες φωτιάς. Στην συνέχεια τον έριξαν μέσα σε καμίνι και ο Άγιος προσευχόμενος μέσα σε αυτό, τελείωσε μαρτυρικά τον βίο του. Η Σύναξή του ετελείτο στο Λιθόστρωτο, όπου υπήρχε ναός αφιερωμένος στον Άγιο. Η μνήμη της Αγίας Σαβίνας είναι άγνωστη στους Συναξαριστές. Η κοινή μνήμη των Αγίων αναφέρεται στον Βατοπαιδινό Κώδικα 1104 φ. 22ε. Φαίνεται ότι η Αγία Μάρτυς Σαβίνα συνεμαρτύρησε μετά του Αγίου Πιονίου.
Όσιος Γεώργιος ο Νεοφανής ο «ἐν Διϊπίῳ». Ο Όσιος Γεώργιος έζησε κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ. Κατά τον Παρισινό Κώδικα ήκμασε επί Ιωάννου Α’ του Τσιμισκή (969 – 976 μ.Χ.), κατά δε τον Κώδικα της Βιέννης επί Ρωμανού και Κωνσταντίνου των Πορφυρογέννητων (956 – 963 μ.Χ.). Η μνήμη του αναφέρεται, επίσης, στον Λαυρεωτικό Κώδικα. Ο Όσιος Γεώργιος είχε γυναίκα και παιδιά, τα οποία εγκατέλειψε και περιφερόταν από τόπο σε τόπο, από τις πόλεις στην έρημο, ταλαιπωρούμενος και κακουχούμενος. Κατά τις τελευταίες επτά ημέρες της ζωής του ήλθε στην Κωνσταντινούπολη και κατέφυγε στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Διϊπίον, όπου και κοιμήθηκε με ειρήνη. Τότε εκείνοι που τον ευτρέπισαν για την ταφή, είδαν με έκπληξη ότι στο σώμα του είχε δεμένα βαρύτατα σίδερα, από τα οποία καταδαπανήθηκε όλο του το σώμα. Αφού κατενόησαν από αυτό, ότι πρόκειται περί ασκητού ανδρός, κατασκεύασαν λίθινη λάρνακα και τον ενταφίασαν στο νάρθηκα του ναού. Από τότε το μέρος εκείνο ανάβλυζε μύρο, που θεράπευε διάφορες ασθένειες και έκανε πολλά θαύματα.
Όσιος Γεώργιος ο Σιναΐτης. Ο Όσιος Γεώργιος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ιουστινιανού του Α’ (527 – 565 μ.Χ.) και όταν Πατριάρχης Ιεροσολύμων ήταν ο Πέτρος ο Α’ (524 – 552 μ.Χ.). Ο Γεώργιος μόναζε στο όρος Σινά και ήταν νηστευτής και πολύ ενάρετος. Το Συναξάρι του του αναφέρει ότι κάποτε πεθύμησε να μεταλάβει στο ναό της Αναστάσεως του Χριστού στην Ιερουσαλήμ. Τότε, με θαυματουργικό τρόπο βρέθηκε αμέσως, από το Σινά, στη θεία Λειτουργία του ναού της Αναστάσεως, και κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων από τα χέρια του Πατριάρχη Πέτρου. Μετά την κοινωνία ο Πατριάρχης ρώτησε τον οικονόμο του Μηνά, πότε ήλθε αυτός ο Αββάς Σιναΐτης, διότι δεν τον είχε δει προηγουμένως. Αλλά και ο οικονόμος του δεν γνώριζε. Τότε ο Πατριάρχης είπε στον Μηνά να πει στον Αββά να καθίσει στο τραπέζι για να συμφάγουν. Ο οικονόμος προσκάλεσε τον Γεώργιο, αλλά αυτός, αφού προσευχήθηκε, βρέθηκε αμέσως πάλι στο κελί του στο Σινά. Ο Πατριάρχης θίχτηκε διότι ο Γεώργιος δεν παρακάθισε στο τραπέζι του και έστειλε γράμμα στους Πατέρες του Σινά για το συμβάν. Όταν όμως πληροφορήθηκε ότι ο Άγιος δεν βγήκε ποτέ από το κελλί του, τότε κατάλαβε ότι πρόκειται περί αγίου ανδρός και δόξασε τον Θεό. Λέγεται ότι, ο Όσιος Γεώργιος και ο Πατριάρχης Πέτρος Α’, απεβίωσαν ειρηνικά μαζί μετά από έξι μήνες, γεγονός που είχε προφητέψει ο Όσιος Γεώργιος.
Άγιοι Τρόφιμος και Θαλλός που μαρτύρησαν στη Λαοδικεία.  Οι Άγιοι αυτοί μαρτύρησαν στα χρόνια του Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.). Κατάγονταν από την πόλη Στρατονίκη ή Στρατονίκεια, που βρισκόταν στην επαρχία Καριάς της Μικράς Ασίας και σήμερα τούρκικα ονομάζεται Αϊδενελλί. Τον καιρό λοιπόν εκείνο, κατά τον διωγμό εναντίον των χριστιανών, συνελήφθηκαν και οι Αγιοι αυτοί, επειδή ομολόγησαν τον Χριστό, και λιθοβολήθηκαν για αρκετή ώρα. Με ενέργεια της θείας χάριτος όμως, έμειναν αβλαβείς. Βλέποντας αυτό ο ηγεμόνας της Λαοδικείας Ασκληπιός, τους άφησε ελεύθερους. Αλλά αργότερα και πάλι τους συνέλαβαν και τους πίεζαν ν’ αρνηθούν τον Χριστό. Αυτοί όμως, με ακόμα περισσότερο θάρρος ομολόγησαν την πίστη τους και μπροστά σ’ όλους ενέπαιξαν τα είδωλα και τους προστάτες τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ερεθίσει πολύ τον τύραννο και έδωσε διαταγή να τους δέσουν γυμνούς σε ξύλο και να σχίσουν τις σάρκες τους. Τελικά μαρτύρησαν με σταυρικό θάνατο και έτσι έλαβαν τα ένδοξα στεφάνια του μαρτυρίου. Ευσεβείς χριστιανοί, πήραν τα άγια λείψανα τους και τα έθαψαν σε τόπο Ιερό. Τότε και η γυναίκα του άρχοντα Ασκληπιού, πήγε και ράντισε με μύρα τη θήκη των αγίων λειψάνων και άπλωσε πάνω σ’ αυτό πολύτιμο σεντόνι. Τέλος, οι ευλαβείς και πιστοί χριστιανοί συμπατριώτες των Άγιων, Ζώσιμος και Αρτέμιος, πήραν τη θήκη των αγίων λειψάνων και τη μετέφεραν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους Στρατονίκη, και την αποθησαύρισαν ένα μίλι έξω από την πόλη, στην τοποθεσία Λατομεία.
Ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του Αγίου Επιμάχου. Τα ιερά λείψανα του Αγίου Επιμάχου (τιμάται 31 Οκτωβρίου) μετεκομίσθησαν στην Κωνσταντινούπολη από την Αλεξάνδρεια.
Άγιος Ευθύμιος ο Θαυματουργός Αρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ.  Ο Άγιος Ευθύμιος, κατά κόσμο Ιωάννης, ήταν υιός ενός ιερέα του Νόβγκοροντ, του Θεοδώρου και της Άννας. Καθώς είχε συλληφθεί μετά από χρόνια στειρότητας, οι γονείς του τον αφιέρωσαν στον Θεό πρωτού γεννηθεί. Ο νεαρός Ιωάννης μεγάλωσε με ευσέβεια, αφιερωμένος στην μελέτη και σε ηλικία δέκα πέντε ετών εισήχθη στη μονή του Αγίου Νικολάου στο Βγιαζίσκι, κοντά στο Νόβγκοροντ, όπου έλαβε το μοναχικό σχήμα και ονομάσθηκε Ευθύμιος. Έπειτα ασκήτεψε ορισμένο χρονικό διάστημα στη μονή του Αγίου Βαρλαάμ του Τσυτύν. Νωρίς, ο Αρχιεπίσκοπος του Νόβγκοροντ Συμεών, θαυμάζοντας τα πνευματικά χαρίσματα του Αγίου, τον διορίζει γενικό οικονόμο και το έτος 1429 μ.Χ. επιλέγεται ως Αρχιεπίσκοπος της πόλεως. Συνέχισε, παρ’ όλα αυτά, να ζει αυστηρή μοναστική ζωή προσευχής και μετάνοιας, παρέχοντας με αγάπη και συμπάθεια βοήθεια στους άπορους και επιδεικνύοντας καλλιτεχνική ευαισθησία με την ανέγερση και αγιογράφηση ναών, την αντιγραφή ιερών κωδίκων και βιβλίων. Λίγο καιρό προτού πεθάνει έγραψε μία επιστολή στον Μητροπολίτη Μόσχας Ιωνά, επικαλούμενος τη συγχώρηση για τη «μεγάλη ανυπόφορη αδυναμία» του στον κόσμο και αποσύρθηκε στη μονή Βγιαζίσκι, όπου κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1458 μ.Χ. Η αγιοποίησή του έγινε το έτος 1547 μ.Χ. Το εικονογραφικό εγχειρίδιο τον απεικονίζει «γκριζομάλλη, με γενειάδα σαν του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, αλλά πιο αραιή, με τον σκούφο και την επισκοπική ενδυμασία, το ωμοφόριο και το Ευαγγέλιο».
Όσιος Σωφρόνιος ο Έγκλειστος. Ο Όσιος Σωφρόνιος έζησε στην Ρωσία κατά τον 13ο αιώνα μ.Χ. και ασκήτεψε στη Λαύρα του Αγίου Θεοδοσίου του Κιέβου. Φορούσε τρίχινα ρούχα και μια βαριά σιδερένια ζώνη και διάβαζε καθημερινά ολόκληρό το Ψαλτήρι. Κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη. (Η μνήμη του Οσίου Σωφρονίου επαναλαμβάνεται και στις 11 Μαΐου).
Άγιοι Ηρακλής και Ζωσιμάς
Μνήμη των Σύρων Αγίων Μαρτύρων
Άγιος Κωνσταντίνος ο βασιλεύς του Στραθκλάϊντ. Ο Άγιος Κωνσταντίνος γεννήθηκε το έτος 570 μ.Χ. και ήταν υιός του βασιλέως Ρίντερχ Χέελ του Στραθ Κλάιντ και της βασιλίσσης Λανγκουορέφης. Καθοδηγήθηκε στον Χριστιανισμό από τον Άγιο Κολούμπα και αγωνίσθηκε υπέρ της Ορθόδοξης πίστης στην Αγγλία και στην Ιρλανδία. Ο Άγιος Κωνσταντίνος κοιμήθηκε με ειρήνη περί το έτος 640 μ.Χ.
Άγιος Ευλόγιος ο Ιερομάρτυρας και οι Αγίες Λεωκρητία και οι δύο ανώνυμες παρθένες Μάρτυρες εν Κορδούη Ισπανίας. Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ευλόγιος γεννήθηκε στην πόλη Κορδούη της Ισπανίας κατά τον 8ο αιώνα μ.Χ. από ευσεβή και αριστοκρατική οικογένεια. Από την παιδική του ηλικία ανατράφηκε με τα νάματα της χριστιανικής πίστεως. Τα χρόνια όμως εκείνα ήταν δύσκολα. Η αραβική κατοχή της χώρας (711 μ.Χ.) είχε επιφέρει πολλά δεινά στην Εκκλησία, που ήταν διαιρεμένη σε τρεις επαρχίες με είκοσι εννέα Επισκόπους και προσπαθούσε να ανταπεξέλθει στους διωγμούς των Μωαμεθανών κατακτητών αλλά και στους εκ των έσω πειρασμούς, όπως οι αιρέσεις. Πολλοί κληρικοί και μοναχοί, εξ’ αιτίας της επιδρομής των αλλοφύλων εγκαταστάθηκαν στην Γαλλία μεταφέροντας μαζί τους το βησιγοτθικό εκκλησιαστικό πνεύμα και το μοζαραβικό τυπικό. Παρ’ όλα αυτά στην Ισπανία, η μοζαραβική Εκκλησία διατήρησε την παράδοση και την οργάνωσή της μέχρι την εποχή της «πλήρους ἐπανακτήσεως» (15ος αιώνας μ.Χ.), οπότε, δυστυχώς, η σχισματική Ρώμη είχε πια επιβάλει παντού στα επανακτώμενα μέρη μαζί με τη λατινική παράδοση και το τυπικό και την αιρετική διδασκαλία της.
Καρπός των διωγμών κατά την εποχή της αραβοκρατίας, υπήρξε η παρουσία πολλών Μαρτύρων. Η Κορδούη, τόπος ισλαμικής λατρείας με το μεγάλο τέμενος των χιλίων και ενός κιόνων, πήρε την πρώτη θέση στο ισπανικό μαρτυρολόγιο του 9ου αιώνα μ.Χ. Ο Ευλόγιος είχε μελετήσει σε βάθος τους Πατέρες, την Παράδοση και τη Θεολογία της Εκκλησίας. Η ζωή του ήταν απολύτως σύμφωνη με τα όσα μελετούσε καθημερινά και δίδασκαν οι Θείες Γραφές. Η άσκηση, η προσευχή και η νηστεία, καθάριζαν την ψυχή του, που έλαμπε ως φωτεινός λύχνος διαλύοντας τα σκοτάδια της απιστίας. Το έτος 850 μ.Χ. ξέσπασε διωγμός κατά της Εκκλησίας της Ισπανίας. Οι Μαυριτανοί αγρίεψαν. Οδηγημένοι από έναν αποστάτη Επίσκοπο συνέλαβαν και έκλεισαν στην φυλακή όλους τους ιερείς της Κορδούης μαζί με τον Επίσκοπό τους. Μέσα στην φυλακή ο Ευλόγιος έδινε θάρρος στους αδελφούς να αντέξουν με υπομονή και καρτερία τη δοκιμασία. Τα λόγια του εκείνα στήριξαν δύο μαθήτριες, πνευματικά του παιδιά, να υποστούν με πνευματική ανδρεία το μαρτύριο, λίγο μετά την έξοδό τους από τη φυλακή, το έτος 851 μ.Χ. οι δύο παρθένες πέρασαν στο Ορθόδοξο Μαρτυρολόγιο ανώνυμα, όμως τα ονόματά τους τα γνωρίζει ο Αγωνοθέτης και Στεφανωτής τους Χριστός. Ο Άγιος Ευλόγιος συνέταξε το Συναξάριό τους, για να προτρέψει και τους άλλους διωκόμενους Χριστιανούς να τις μιμηθούν. Τα γραπτά και προφορικά του κηρύγματα κράτησαν πολλούς Χριστιανούς στην πατρώα ευσέβεια και τους διεφύλαξαν από την αποστασία και την άρνηση του Χριστού. Μάλιστα ο Άγιος συνέγραψε τρία βιβλία με τις πράξεις και το τέλος των Νεομαρτύρων του διωγμού της εποχής αυτής.
Όλα αυτά συνετέλεσαν, ώστε ο Ευλόγιος να θεωρηθεί ως η πιο σημαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα του καιρού του και η Εκκλησία να τον εκλέξει στο επισκοπικό αξίωμα το έτος 858 μ.Χ. Ο νέος Επίσκοπςο Κορδούης, πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, πριν γίνει η ενθρόνισή του, συνελήφθη και πάλι και οδηγήθηκε στην φυλακή. Η κατηγορία ήταν ότι περιέθαλψε και έκρυψε μια νεαρή Χριστιανή, την Λεωκρητία, που οι ίδιοι οι γονείς της ήθελαν να ασπαστεί την θρησκεία του Μωάμεθ. Ο Ευλόγιος κατηγορήθηκε όχι μόνο για απαγωγή, αλλά και για διαφθορά της νεαρής Λεωκρητίας. Στην απολογία του είπε πως κανείς ποιμένας δεν αρνήθηκε την συμπαράστασή του σε οποιοδήποτε μέλος του ποιμνίου του και ακόμη κάτι πιο σημαντικό: το καθήκον του ιερέως του Χριστού είναι να διδάξει στους πιστούς πως αν έχουν να διαλέξουν μεταξύ Θεού και γονέων, να διαλέγουν τον Θεό. Ο Άγιος Ευλόγιος δεν σταμάτησε εκεί. Πρότεινε στον Μουσουλμάνο δικαστή να συζητήσουν, για να του αποδείξει την απάτη της θρησκείας του Μωάμεθ.
Ο Άγιος, μετά από αυτά, οδηγήθηκε στο συμβούλιο της αυλής του κατακτητού βασιλέως και εκεί συνέχισε πάλι, με πνευματική ανδρεία και παρρησία, τη χριστιανική απολογητική του. Το αποτέλεσμα ήταν να καταδικαστεί σε θάνατο διά αποκεφαλισμού.
Στον δρόμο του μαρτυρίου ο Άγιος Ευλόγιος δέχθηκε, όπως και ο Κύριός του στον δρόμο προς τον Γολγοθά, ένα ράπισμα από έναν ευνούχο της συνοδείας των δημίων του. Αμέσως ο Άγιος έστρεψε και το άλλο μάγουλο χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Ο άπιστος κτύπησε και πάλι για δεύτερη φορά. Στην συνέχεια, σιωπηλά πάντοτε και προσευχόμενος για τους διώκτες του και το λαό του, έσκυψε το κεφάλι του κάτω από το μαχαίρι του δημίου. Πλήθος Αγγέλων οδήγησε την ψυχή του στη Βασιλεία του Θεού. Ήταν το έτος 859 μ.Χ. Η Λεωκρητία αποκεφαλίσθηκε την επόμενη Τετάρτη, όπως διασώζουν τα Συναξάρια και πρόσθεσε ένα ακόμη στέφανο δόξας στο Μαρτυρολόγιο της Ορθοδόξου Ισπανικής Εκκλησίας.
Άγιος Παύλος τσάρος της Ρωσίας. Ο Άγιος Παύλος (Πέτροβιτς), αυτοκράτορας της Ρωσίας, γεννήθηκε το έτος 1754 μ.Χ. Ήταν υιός του δολοφονηθέντος τσάρου Πέτρου Γ’ και της Αικατερίνης Β’, αλλά διατελούσε πάντοτε υπό την δυσμένεια του αυτοκράτορα, ο οποίος ουδέποτε αναγνώρισε αυτόν ως υιό του. Το έτος 1773 μ.Χ. νυμφεύθηκε την πριγκίπισσα της Έσσης – Δαρμστάτης και μετά τον θάνατό της, το 1776 μ.Χ., την πριγκίπισσα Δωροθέα της Βυρτεμβέργης. Όταν στις 19 Νοεμβρίου 1796 μ.Χ. διαδέχθηκε την μητέρα του, άρχισε την βασιλεία του διά της ακυρώσεως του περί διαδοχής ουκαζίου του Μεγάλου Πέτρου και της αποκαταστάσεως της κληρονομικής αρχής κατά τάξιν πρεσβειών από άρρενος προς άρρενα. Επιχείρησε, επίσης, τη μεταρρύθμιση των δημοσίων οικονομικών, τα οποία είχαν διαταράξει οι διαρκείς πόλεμοι και η σπατάλη της αυλής. Οι διαταγές και αποφάσεις του είχαν δυσαρεστήσει την αυλή του, η δε Ρωσική αριστοκρατία αποδοκίμαζε την πολιτεία αυτού. Ο στρατιωτικός διοικητής της Αγίας Πετρουπόλεως κόμης Πάχλεν έγινε η ψυχή της συνωμοσίας. Μια νύχτα εισήλθαν στον κοιτώνα του τσάρου αξιωματικοί της φρουράς, οι οποίοι υπό την απειλή ξίφους απαίτησαν από τον Παύλο να υπογράψει πράξη παραιτήσεως. Ο αυτοκράτορας αρνήθηκε και στραγγαλίσθηκε.
Άγιος Σωφρόνιος ο Διδάσκαλος Επίσκοπος Βράτσης της Βουλγαρίας. Ο Άγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε το έτος 1739 μ.Χ. και κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1813 μ.Χ. Η Συνοδική πράξη της αγιοποιήσεώς του έγινε από την Εκκλησία της Βουλγαρίας στις 31 Δεκεμβρίου 1964 μ.Χ.
Όσιος Αλέξιος εκ Ρωσίας. Ο Όσιος Αλέξιος, κατά κόσμο Βλαδίμηρος Ιβάνοβιτς Σεπέλεφ, γεννήθηκε στις 14 Απριλίου 1840 μ.Χ. στο Κίεβο από μια ευγενή οικογένεια. Ήταν εκ γενετής μουγκός, θεραπεύθηκε όμως κατά θαυματουργικό τρόπο σε ηλικία 12 ετών από τον Άγιο Φιλάρετο, Επίσκοπο Κιέβου (τιμάται 19 Νοεμβρίου). Από βρέφος έλαβε εκκλησιαστική αγωγή και η μητέρα του τον δίδαξε την ελεημοσύνη και τη γενναιοδωρία προς τους πτωχούς, τους φυλακισμένους και τους ασθενείς.
Με συμβουλή του Αγίου Φιλαρέτου, ο Βλαδίμηρος εστάλη από την μητέρα του στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου και από το 1853 μ.Χ. έζησε εκεί υπό την πνευματική καθοδήγηση του Αγίου. Επίσης, ρόλο σημαντικό στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του έπαιξε και ο Παρθένιος του Κιέβου. Το έτος 1857 μ.Χ., πριν από την κοίμηση του Αγίου Φιλαρέτου, ο Βλαδίμηρος έγινε επίσημα δεκτός ως δόκιμος στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Το έτος 1872 μ.Χ. έλαβε το μικρό σχήμα με το όνομα Αλέξιος και τον ίδιο χρόνο χειροτονήθηκε διάκονος. Το έτος 1875 μ.Χ. χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ανέλαβε το διακόνημα του μυστηρίου της Θείας Εξομολογήσεως στους διάφορους ναούς της Λαύρας.
Είχε την φήμη του Προφήτου, αλλά η δραστηριότητα του Οσίου αμαυρώθηκε από τις συκοφαντίες διαφόρων, οι οποίοι τον κατηγόρησαν για κλέφτη, χωρίς να χάσουν την ευκαιρία να του αποδώσουν σκανδαλώδεις λοιδορίες και να τον κυνηγήσουν ακόμα και κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας.
Για να παύσουν όλα αυτά, το έτος 1891 μ.Χ., ο Όσιος Αλέξιος έφυγε και εγκαταστάθηκε στην έρημο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στην ίδια Λαύρα και το έτος 1895 μ.Χ. στην έρημο του Γκολοσέεβο, όπου προσέτρεχαν σε αυτόν, για να εξομολογηθούν και να ζητήσουν πνευματικές συμβουλές, πιστοί από όλη την Ουκρανία, την Αγία Πετρούπολη, την Μόσχα, τα Ουράλια, τον Καύκασο και την Σιβηρία. Ακόμα και Επίσκοποι, συγκεκριμένα οι Μητροπολίτες του Κιέβου, είχαν Πνευματικό τον Άγιο.
Στο λειτούργημα της πνευματικής καθοδηγήσεως ο Όσιος άφηνε πάντοτε τα ίχνη της μεγάλης αγάπης του προς τους μετανοούντες. Προκειμένου να απαιτήσει από τα πνευματικά του τέκνα υπακοή, ενεργούσε με όπλο την προσευχή. Είχε την φήμη του φλογερού ιεροκήρυκα και είχε επιδοθεί σε αναρίθμητα έργα φιλανθρωπίας.
Ο Όσιος Αλέξιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1917 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στην έρημο Γκολοσέεβο. Η τιμή προς τον Άγιο εκφράστηκε αμέσως μετά την κοίμησή του και ο τάφος του παρέμεινε πόθος προσκυνήματος ακόμα και στα πιο σκληρά χρόνια των διωγμών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου