Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Σήμερα 24 Μαρτίου γιορτάζουν…

Δ’ Χαιρετισμοί. 
Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.
Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε οίκος ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα), και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας.
Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και είναι εμπλουτισμένος από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.
Κατά το έτος 626 μ.Χ., και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
Στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».
Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼνἐν γνώσει»), με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο, στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.
Σύμφωνα, όμως, με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673 μ.Χ.), Λέοντος του Ισαύρου (717 – 718 μ.Χ.) και Μιχαήλ Γ΄ (860 μ.Χ.). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο, η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.
Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (βλέπε 9 Σεπτεμβρίου), που συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος». Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431 μ.Χ., αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527 – 565 μ.Χ.), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626 μ.Χ.
Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ., Ρωμανό τον Μελωδό (βλέπε 1 Οκτωβρίου). Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό. Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.
Όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές, που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά στοιχεία μετά την εποχή του Ρωμανού. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι πλησίασε τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728 μ.Χ., που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626 μ.Χ., στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.
Επιπλέον υπάρχουν και άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου. Η μία εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715 – 730 μ.Χ.) (βλέπε 12 Μαΐου), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της από τους Άραβες το 718 μ.Χ., επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός, ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 μ.Χ. από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου.
Η άλλη εκδοχή που υποστηρίζεται βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό (βλέπε 14 Οκτωβρίου), ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718 μ.Χ., καθώς απεβίωσε το 752 ή 754 μ.Χ.
Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο, τον ιερό Φώτιο (βλέπε 6 Φεβρουαρίου), τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.
Βέβαιο, είναι πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού (676 – 749 μ.Χ.) (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου (βλέπε 3 Απριλίου).
Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.
Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.
Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.
Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).
Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενορία και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, υπάρχουν και άλλα λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου. Η ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την πρεσβεία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σε ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακαθίστου.
Ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέθηκε με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προφανώς, εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου. Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεορτίων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας. Το βράδυ της Παρασκευής και το Σάββατο είναι μέρες που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες μέρες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μετατίθενται οι γιορτές της εβδομάδας. Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά, ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν πέντε μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού και κατά άλλα τον όρθρο της μέρας της γιορτής.
Προεόρτια του Ευαγγελισμού της υπεραγίας Θεοτόκου. 
Παραμονή της μεγάλης εορτής του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου. 
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Σήμερον τῆς παγκοσμίου χαρᾶς τά προοίμια, τήν πρoεόρτιον ᾆσαι προτρέπεται· ἰδού γάρ Γαβριήλ παραγίνεται, τῇ Παρθένῳ κομίζων τὸ Εὐαγγέλιον, καί πρὸς αὐτήν ἐκβοήσεται· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ.
Άγιος Αρτέμων Ιερομάρτυρας, πρεσβύτερος Λαοδικείας. 
Ο Άγιος Αρτέμων άκμασε κατά την περίοδο της βασιλείας του Διοκλητιανού (285 – 305 μ.Χ.) και ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Λαοδίκειας στη Συρία. Βρισκόταν σε προχωρημένη ήδη ηλικία (όπως γνωρίζουμε είχε διατελέσει 16 χρόνια αναγνώστης, 28 διάκονος και 33 χρόνια ιερέας), όταν επίσκοπος της πόλης ήταν ο γηραιός άγιος Σισσίνιος. Πριν το μαρτύριο του ο Αρτέμων είχε εισέλθει με τον Σισσίνιο στον ειδωλολατρικό ναό τής Λαοδίκειας και κατέστρεψαν τα εκεί ευρισκόμενα είδωλα. Όταν μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ήλθε στη Λαοδίκεια κάποιος Κόμης, που λεγόταν Πατρίκιος, και πληροφορήθηκε το τόλμημα των αγίων, όρμησε στο ναό που λειτουργούσαν, για να τους τιμωρήσει. Πατάχθηκε όμως αμέσως από θεϊκή οργή και ασθένησε.
Παρόλο δε που ζήτησε και έλαβε από τον Σισσίνιο τη θεραπεία του, παρέμεινε αμετανόητος και, αφού συνέλαβε τον Αρτέμονα, τον υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια, για να τον αναγκάσει να θυσιάσει στους ψευδοθεούς. Τέλος, αφού απέτυχε ο Πατρίκιος τον σκοπό του, διέταξε και εξέκαυσαν λέβητα, που περιείχε πίσσα και ρητίνη, για να κάψει μέσα τον άγιο. Αλλά τότε, θεία δύναμη άρπαξε τον Κόμη και τον έριξε εκείνο μέσα στον λέβητα, όπου βρήκε οικτρό θάνατο. Στη συνέχεια, συμφώνως προς τα πλείστα γνωστά Συναξάρια του (Συναξάρι Κωνσταντινουπόλεως, Μηνολόγιο Βασιλείου, κ.α.), ο Άγιος Αρτέμων έκανε με την προσευχή του να αναβλύσει πηγή ύδατος στον τόπο που στεκόταν, όπου και βάπτισε αυτούς που πίστεψαν στον Χριστό με αφορμή τη θαυμαστή του διάσωση. Αφού δε ενήργησε πολλά θαύματα και μετέβη στη Μικρά Ασία, σε τόπο που λεγόταν Βαλβίνη, εκοιμήθη εκεί εν Κυρίω.
Συμφώνως όμως προς παλαιό κατά πλάτος Βίο του (ΒΗG³ 175), ο οποίος σώζεται σε χειρόγραφο που γράφηκε στην Κύπρο τον 11ο αιώνα μ.Χ. και διασώζει αρχαιότατες (πρωτοβυζαντινές) για τον Άγιο Αρτέμονα παραδόσεις, αφού μετέβη, όπως προαναφέρθηκε, στη Μικρά Ασία, χειροτονήθηκε εκεί επίσκοπος. Για να αποφύγει όμως την από τις θαυματουργίες του ανθρώπινη δόξα, πήγε στο ακρωτήριο Ανεμούριο. Εκεί δεν βρήκε πλοίο, αλλά φωτεινή νεφέλη και θεία δύναμη τον ανήρπασε και τον μετέφερε παραδόξως στο απέναντι του Ανεμουρίου ευρισκόμενο ακρωτήριο Κορμυακίτης (Κορμακίτης) της Κύπρου. Υπήρχε τότε στο νησί τοποθεσία με το όνομα Αυλών (κοντά στο σημερινό χωριό Αυλώνα της περιοχής Μόρφου), γεμάτος πνεύματα ακάθαρτα, όπου μετέβη επί σκοπού ο Αρτέμων, έδιωξε με την προσευχή του τους δαίμονες, και έκανε να αναβλύσει πηγή ύδατος προς αγιασμό ψυχών και σωμάτων. Μετά από λίγο καιρό ο άγιος αναπαύθηκε εν ειρήνη στον Αυλώνα, όπου και τάφηκε το σώμα του από τους μαθητές του, που είχαν στο μεταξύ έλθει από τη Λαοδίκεια και κατέγραψαν «τὰς περιόδους αὐτοῦ», κατά τον εν λόγω Βίο. Το πιο πάνω αγίασμά του έγινε κατόπιν Βαπτιστήριο, του οποίου το νερό ήταν ορατό μόνο μία φορά τον χρόνο, μετά τη θεία Λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου, οπότε γίνονταν οι βαπτίσεις των βρεφών, και τελούνταν μεγάλα θαύματα. Ο ναός τούτος του αγίου, συμφώνως πάντοτε προς τον ως άνω Βίο, κατέστη πανορθόδοξο προσκύνημα, ξακουστό μέχρι και την Κωνσταντινούπολη.
Οι παραδόσεις, που διασώζει ο θαυμαστός αυτός Βίος, ελάχιστα γνωστές μέχρι και πριν λίγα χρόνια, ένεκα της καταστροφής του ναού και προσκυνήματος του Αγίου, αλλά και των ποικίλων ιστορικών της νήσου περιπετειών, επαληθεύθηκαν προσφάτως, σε μεγάλο τουλάχιστον βαθμό, με τον συνδυασμό δύο σημαντικών τεκμηρίων, συμφώνως και προς σχετική επιστημονική ανακοίνωση: α) Τον εντοπισμό στον χώρο του αρχαίου Αυλώνος (κοντά στα σημερινά χωριά Αυλώνα και Ακάκι Μόρφου) καταλοίπων βασιλικής με μωσαϊκό δάπεδο και βάση Βαπτιστηρίου μικρών διαστάσεων, που χρονολογούνται στα τέλη του 4ου/αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. και, β) τη μοναδική, γνωστή σήμερα, αναφορά σε χειρόγραφο της εν Κύπρῳ Μονής Σταυροβουνίου (σπάραγμα κυπριακού Λειτουργικού Τυπικού των αρχών του 14ου αιώνα μ.Χ.), για τη μέχρι και τότε ύπαρξη του λειψάνου του αγίου Αρτέμονος «ἐν τῷ Αὐλῶνι τῆς Σολίας, ἤγουν τῆς Κύπρου», και τον εορτασμό του στη νήσο στις 13 Απριλίου• μαρτυρία, που επιτρέπει την πιθανότατη ταύτιση των σωζομένων ως άνω καταλοίπων παλαιοχριστιανικής βασιλικής προς τον αναφερόμενο στον Βίο του αγίου Αρτέμονος (BHG³ 175) ναό του στον Αυλώνα της Κύπρου. Αναμένονται βεβαίως τα πορίσματα μίας συστηματικής αρχαιολογικής ανασκαφής της βασιλικής, αλλά και του ευρύτερου χώρου, που έχει ήδη αρχίσει, η οποία θα διαλευκάνει πολύ περισσότερο τα πράγματα.
Τεμάχιο του ιερού λειψάνου του αγίου σώζεται σε παλαιά ξύλινη λειψανοθήκη σε σχήμα αρτοφορίου στην ιερά μονή Κύκκου (σήμερα στο Μουσείο τής μονής), στην οποία υπάρχουν λείψανα και άλλων Κυπρίων ή εν Κύπρῳ τιμωμένων αγίων. Ο Αρτέμων τιμήθηκε διαχρονικώς σε πλείστα μέρη του νησιού, λόγω των ανά τους αιώνες ποικίλων του θαυμάτων, όπως στα χωριά της Μεσαορίας Ορνίθι (όπου μεσαιωνικός του ναός, η αρχική φάση του οποίου ίσως βυζαντινής εποχής), Αφάντεια (νεότερος ναός του, όπου γινόταν μεγάλη θρησκευτική εμποροπανήγυρη μέχρι το 1974 μ.Χ.) και Άσκεια (Άσσια), αλλά και στα χωριά Αθιένου, Αγγαστίνα και Αναρίτα, όπου και προσκυνηματικές του εικόνες (τέλους 18ου – αρχές 19ου αιώνα μ.Χ).
Άγιος Παρθένιος ο Γ (ή Παρθενάκης) Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης. 
Ο νέος αυτός Ιερομάρτυρας, καταγόταν από τη Μυτιλήνη και ήταν γιος θεοσεβών γονέων. Ο Παρθένιος αφοσιώθηκε στις μελέτες και έγινε ένας από τους σοφούς του 17ου αιώνα. Χειροτονήθηκε ιερέας και αργότερα έγινε Αρχιερέας και ποιμένας της Χίου. Στα τέλη του 1656 έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σαν διάδοχος του Πατριάρχη Παρθενίου του Β’. Σαν Μητροπολίτης, αλλά και σαν Πατριάρχης αναδείχτηκε άνδρας ευλαβής, χρηστός, λόγιος και ζηλωτής των καλών πραγμάτων και της ευσέβειας. Σαν Πατριάρχης, ανέπτυξε ιδιαίτερα την Ελληνική παιδεία. Κάποια επιστολή του όμως, έπεσε στα χέρια της υψηλής Πύλης, που θεώρησε το περιεχόμενο της επαναστατικό. Έτσι ο τότε Σουλτάνος Ιμπραήμ ο Α’, διέταξε τη θανάτωση του Πατριάρχη Παρθενίου. «Ετσι συνελήφθη και τον πίεζαν να δεχτεί τον ισλαμισμό για να σωθεί. Αλλά ο Παρθένιος έμεινε αμετακίνητος στην πίστη του. Τότε το Σάββατο του Λαζάρου, στις 24 Μαρτίου 1657, τον κρέμασαν στην Καγκελωτή πύλη Παρμάκ – Καπού. Με διαταγή του Μ. Βεζίρη Μεχμέτ Κιουπουλού το λείψανο, παρέμεινε κρεμασμένο για τρεις μέρες και κατόπιν το έριξαν στη θάλασσα. Αργότερα το παρέλαβαν οι χριστιανοί και το έθαψαν σ’ ένα νησί «τη λεγομένη των Πριγκίπων». Μαρτύριο του Αγίου αυτού, συνέγραψε ο Συρίγου Μελέτιος.  
Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παρθένιον άπαντες τον Ιεράρχην Χριστού, γενναίως αθλήσαντα βασιλευούση ποτέ, υμνήσωμεν λέγοντες· Λέσβον την σην πατρίδα, αγιώτατε πάτερ, φύλαττε εν ειρήνη, ιεραίς σου πρεσβείαις, ως έχων παρρησίαν, μάρτυς πολύαθλε.
Όσιος Αρτέμων επίσκοπος Σελευκείας της Πισιδίας. 
Ο Όσιος Αρτέμων έζησε στους αποστολικούς χρόνους, όταν για πρώτη φορά το Ευαγγέλιο του Χρίστου διαδιδόταν στις ειδωλολατρικές κοινωνίες. Ο Απόστολος των Εθνών, Παύλος, πήγε στη Σελεύκεια της Πισιδίας, κήρυξε το λόγο του Θεού και είλκυσε εκλεκτές ψυχές, που αποτέλεσαν την πρώτη Εκκλησία της πόλης εκείνης. Μεταξύ των νεοφωτισθέντων έλαμπε περισσότερο ο Αρτέμων, που ο Παύλος τον ανέδειξε και επίσκοπο. Στο διάστημα της επισκοπής του, δικαίωσε την προτίμηση και τις ελπίδες που στήριξε σ’ αυτόν ο Παύλος. Καλλιέργησε τη διδασκαλία, φρόντισε για τους φτωχούς και της χήρες, ήταν παράδειγμα στους πιστούς με λόγια και έργα, πατέρας αυτών και βοηθός, καύχημα και παρηγοριά. Πέθανε ειρηνικά και τον θρήνησε όλο το ποίμνιο του, σαν μια οικογένεια. Διότι έκανε πράξη, αυτό που είπε ο Απ. Παύλος: «Τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ» (Α’πρόςΤιμόθεον,δ’12). Γίνε, δηλαδή, παράδειγμα των πιστών και στα λόγια σου και στη συμπεριφορά σου και στην αγάπη που θα δείχνεις και στην πνευματική ζωή πού θα ζεις και στην πίστη και στην καθαρότητα της ζωής. 
Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεία Χάριτη ιερατεύσας, φύσιν άλογον, τω ρήματί σου, υπακούουσαν έσχηκας, Άγιε, και εναθλήσας Αρτέμων στερρότατα, διπλών στεφάνων θεόθεν ηξίωσαι, Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Όσιος Ζαχαρίας. Ο Όσιος Ζαχαρίας διέπρεψε στη μοναχική ζωή, της οποίας αποτέλεσε καύχημα. Απαράμιλλη προ πάντων υπήρξε η ταπεινοφροσύνη του, χάρη της οποίας ο Θεός, τον στόλισε με μεγάλη πνευματική υπεροχή. Τόσο ώστε και αυτοί οι περίφημοι αββάδες Μακάριος και Μωϋσής τον πλησίαζαν με πολύ σεβασμό και έρχονταν πάντοτε να ωφεληθούν από τα λόγια του, τα φωτισμένα από το Άγιο Πνεύμα. Κατά την ώρα του θανάτου του, ο όποιος ήλθε ήσυχος και γαλήνιος, θάνατος αληθινού δικαιου, τον περιστοίχιζαν αδελφικά πολλοί από τους αββάδες. Κατά τις τελευταίες του δε στιγμές, ενώ ο Ζαχαρίας ήταν σιωπηλός, άνέβλεψε κάπως μυστήρια προς τα πάνω, άνέβλεψε τότε και ο άββάς Ισίδωρος και θαρρείς από κάποια ουράνια έμπνευση, είπε: «Εὐφραίνου, τέκνον μου Ζαχαρία, ὅτι ἠνεώχθησάν σοι αἱ πύλαι τῆς οὐρανῶν βασιλείας».
Άγιοι Οκτώ Μάρτυρες οι εν Καισαρεία της Παλαιστίνης. 
Οι Άγιοι Οκτώ Μάρτυρες, όταν απεστάλη απόφαση από τον ασεβή και παράνομο βασιλέα Ιουλιανό (361 – 363 μ.Χ.), που διέταζε τους πιστούς να αρνηθούν τον Χριστό και να προσκυνούν τους θεούς των Εθνικών, όχι μόνο δεν υπάκουσαν να κάνουν αυτό, αλλά και με μεγάλο θάρρος περιέρχονταν όλη την πόλη και έλεγαν με μεγάλη φωνή: «Να τιμάτε και να λατρεύετε τον Χριστό ως τον μόνο αληθινό Θεό. Και οι θεοί που δεν δημιούργησαν τον ουρανό και την γη, ας καταστραφούν μαζί με όσους τους λατρεύουν». Εξαιτίας αυτής της ενέργειάς τους συνελήφθησαν από τους ειδωλολάτρες και παραδόθηκαν στην φυλακή. Κατηγορούμενοι από τον Ιουλιανό και με διαταγή εκείνου πρόθυμα αποδέχθηκαν το μαρτύριο. Αποκεφαλίσθηκαν, ανεβαίνοντας προς τον Χριστό, τον Οποίο είχαν ποθήσει από την βρεφική τους ηλικία και χωρίς να Τον αρνηθούν έλαβαν βραβείο αθανασίας. Η ορθόδοξος Εκκλησία τιμούσε αρχικά την μνήμη τους στις 15 Μαρτίου. Σε μερικά Συναξάρια ο αριθμός των εν λόγω Μαρτύρων ανέρχεται σε τριάντα πέντε, ενώ σε άλλα ο αριθμός τους ανεβαίνει στους πενήντα. Τέλος, σε μερικά συναξάρια αναφέρεται το όνομα του Αγίου Τιμόλαου, ενός από από τους οκτώ, ο οποίος καταγόταν από τον Πόντο και μαρτύρησε περί το 305 μ.Χ. στην Καισάρεια της Παλαιστίνης μαζί με άλλους επτά Χριστιανούς στην Καισάρεια της Παλαιστίνης.
Όσιος Μαρτίνος ο Θηβαίος.
Ο Όσιος Μαρτίνος έζησε και ασκήτεψε στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου και απεβίωσε ειρηνικά.
Άγιοι Ρωμύλος και Σεκούνδος οι αυτάδελφοι Μάρτυρες.
Οι Άγιοι Μάρτυρες Ρωμύλος και Σεκούνδος μαρτύρησαν στη Μαυριτανία της Αφρικής. Δεν έχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τον βίο και το μαρτύριο των Αγίων.
Όσιος Αβραάμ ο εν τω όρει Λάτρω ασκήσας.
Ο Όσιος Αβραάμ, από μικρό παιδί διάλεξε την αγγελική ζωή του μονάχου και έτσι μοίρασε στους φτωχούς ότι περιουσία είχε και έγινε υπόδειγμα μοναχού. Η φήμη της μεγάλης του αρετής δεν άργησε να διαδοθεί στη χώρα οπού ασκήτευε και γι’ αυτό έτρεχαν πολλοί κοντά του για να ωφεληθούν πνευματικά. Αλλ’ ο Αβραάμ, επειδή δεν του άρεσε η επίδειξη και η φασαρία, ανέβηκε στο όρος του Λάτρου, όπου με αυστηρότερη εγκράτεια, αγρυπνία και προσευχή, προόδευε σε μεγάλα ύψη αρετής και ωφελούσε τους εκεί ασκητές. Έτσι, μ’ αυτό τον θεάρεστο τρόπο αφού έζηοε, απεβίωσε ειρηνικά.
Όσιος Ζαχαρίας ο εν τη Λαύρα του Κιέβου ασκήσας.
Ο Όσιος Ζαχαρίας έζησε τέλη του 11ου και αρχές του 12ου αιώνα μ.Χ. και ασκήτεψε στην Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου.
Άγιοι Πέτρος και Στέφανος οι Μάρτυρες.
Οι Άγιοι Μάρτυρες Πέτρος και Στέφανος μαρτύρησαν το έτος 1552 στην περιοχή Καζάν, από τους Μογγόλους.
Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου του Όρους του Συννέφου εν Τβερ της Ρωσίας.
Ανάμνηση Θαύματος εν τη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου.
Δύο Χριστιανοί φίλοι, ο Ιωάννης και ο Σέργιος, έταξαν να υιοθετήσουν ο ένας τον άλλο σαν σαρκικοί αδελφοί, μπροστά στην ιερά εικόνα της Παναγίας στη μονή των Σπηλαίων της Λαύρας του Κιέβου. Ο Ιωάννης ήταν πλούσιος και είχε έναν επτάχρονο υιό, τον Ζαχαρία. Όμως ο Ιωάννης αρρώστησε πολύ. Πριν τον θάνατό του ανέθεσε την επιμέλεια και την φροντίδα του υιού του Ζαχαρία, στον φίλο του Σέργιο, στον οποίο εμπιστεύθηκε και μια μεγάλη ποσότητα χρυσού, ώστε να την δώσει στον υιό του Ζαχαρία, όταν αυτός θα έφθανε σε ώριμη ηλικία.
Όταν ο Ζαχαρίας μεγάλωσε, ζήτησε το χρυσάφι από τον Σέργιο. Εκείνος, όμως, αρνήθηκε ότι είχε παραλάβει κάτι τέτοιο από τον πατέρα του Ζαχαρία. Τότε ο Ζαχαρίας είπε: «Αφήσατέ τον να ορκισθεί μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, ενώπιον της οποίας έγινε σαρκικός αδελφός με τον πατέρα μου. Και αν ορκισθεί ότι δεν πήρε τίποτε από τον πατέρα μου Ιωάννη, εγώ δεν θα ζητήσω τίποτε από αυτόν». Όταν ο Σέργιος ορκίσθηκε αυτό που ισχυριζόταν, ήθελε να πλησιάσει για να ασπαστεί την εικόνα, αλλά μια δύναμη τον κρατούσε και δεν τον άφησε. Άρχισε τότε να κλαίει και να φωνάζει προς τους Όσιους Πατέρες Αντώνιο και Θεοδόσιο: «Μην αφήνετε αυτόν τον ανελέητο δαίμονα να με καταστρέψει!». Ήταν δαίμονας που του επιτέθηκε κατά παραχώρηση του Θεού.
Μετά από αυτό ο Σέργιος αποφάσισε να παραδώσει τον χρυσό στον Ζαχαρία. Όταν άνοιξαν το κιβώτιο διαπίστωσαν ότι η ποσότητα είχε διπλασιασθεί. Ο Ζαχαρίας, αφού παρέλαβε τον χρυσό, τον πρόσφερε στο μοναστήρι και έγινε μοναχός. Εκεί έζησε για πολύ καιρό με άσκηση και προσευχή και έγινε πλούσιος σε ουράνια χαρίσματα.
Όσιος Στέφανος ο Ξυλινίτης.
Ο Όσιος Στέφανος ο Ξυλινίτης έζησε ασκητικά και αξιώθηκε από τον Θεό του προορατικού χαρίσματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου