Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2023

2 Ιανουαρίου γιορτάζουν…



  • Άγιος Σίλβεστρος Πάπας Ρώμης
  • Άγιος Θεαγένης ιερομάρτυρας
  • Όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ
  • Άγιος Θεόπεμπτος
  • Αγία Θεοδότη μητέρα των Αγίων Αναργύρων
  • Όσιος Μάρκος ο κωφός
  • Άγιος Βασίλειος μάρτυρας εξ Άγκυρας
  • Άγιος Σέργιος
  • Άγιος Θεόπιστο
  • Άγιος Κοσμάς ο Α’ Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης
  • Άγιος Γεώργιος (ή Ζώρζης ή Γκιουρτζής) ο Ίβηρ
  • Όσιος Σίλβεστρος Ρώσος της Λαύρας του Κιέβου
  • Άγιος Ισίδωρος ο Ιερομάρτυρας
  • Οσία Ιουλιανή η Δικαία
  • Όσιος Νείλος ο Ηγιασμένος
  • Όσιος Γεννάδιος Κερκύρας

***********************************************************************************

  • Άγιος Σίλβεστρος Πάπας Ρώμης 

Με τη Δυτική Εκκλησία έχουμε κοινούς αρκετούς Αγίους, μέχρι το χωρισμό της από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Άγιος Σίλβεστρος, Πάπας Ρώμης. Ο Άγιος Σίλβεστρος ήταν γιος του Ρουφίνου, γεννημένος στη Ρώμη και από μικρή ηλικία εισχωρεί στους κόλπους της Εκκλησίας. Σε ηλικία τριάντα χρόνων χειροτονείται από τον Πάπα Μαρκελίνο· γίνεται Πάπας το 314 μ.Χ. και διαδέχεται τον Άγιο Μελχιάδη ή Μιλτιάδη (βλέπε 10 Απριλίου). Ενδιαφέρθηκε και πολέμησε πολύ την αίρεση του Αρείου και θέσπισε τους λειτουργικούς κανόνες για τον καθαγιασμό του μύρου του αγίου χρίσματος. Αλλά μεταξύ των καλύτερων έργων του Πάπα Σιλβέστρου, ξεχωρίζει το έργο της μέριμνας για τη βιοτική συντήρηση των φτωχότερων κληρικών και των μοναχών γυναικών, ώστε οι άνθρωποι αυτοί της πνευματικής διακονίας και προσευχής να μην αποσπώνται από το κυρίως έργο τους. Ο Άγιος Σίλβεστρος έκανε επίσης πολλά θαύματα με αποτέλεσμα να πιστέψουν στο Χριστό πολλοί άνθρωποι μεταξύ των οποίων και ο Μέγας Κωνσταντίνος (βλέπε 21 Μαΐου) τον οποίο χειραγώγησε στην πίστη και εν συνεχεία τον βάπτισε.Με τη συμβουλή του Αγίου Σιλβέστρου, ο Μέγας Κωνσταντίνος ανήγειρε επτά ναούς, για να εορτάζονται οι εορτές του Σωτήρος Χριστού και των Αγίων Μαρτύρων. Απέδειξε ότι ο Ιησούς Χριστός και το έργο του είχαν προκηρυχθεί από το Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης και έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Πολέμησε δε ιδιαίτερα τους αιρετικούς Δονατιστές και μεγάλυνε την Εκκλησία με την διδασκαλία των θείων δογμάτων. Ο Άγιος Σίλβεστρος πέθανε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα, την 31η Δεκεμβρίου του 335 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον(Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στολὴν ἐνδυσάμενος, ἱεραρχίας πιστῶς, ἀμέμπτως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, Πατὴρ ἡμῶν Σίλβεστρε· ἔχων γὰρ πολιτείᾳ, συνεκλάμποντα λόγον, θαύμασιν ἐβεβαίους, εὐσεβείας τὴν δόξαν, δι’ ἧς οὐρανίου δόξης, ὤφθης συμμέτοχος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Σίλβεστρε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Σοφίας Θεοῦ, ἐμπλήσας τὸ στόμα σου, Τριάδος ἡμῖν, τὴν γνῶσιν ἐτράνωσας, καὶ τὴν ἀθεότητα τῶν τυράννων, κατέβαλες Σίλβεστρε, τῇ σφεδόνι τῶν λόγων σου· διὸ ὑπὲρ ἡμῶν δυσώπει τὸν Κύριον.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν ἱερεῦσιν ἱερεὺς ἀνεδείχθης, τοῦ Βασιλέως καὶ Θεοὺ θεοφόρε, τῶν Ἀσκητῶν συνόμιλος γενόμενος· ὅθεν συναγάλλῃ νῦν, τοῖς χοροῖς τῶν Ἀγγέλων, Πάτερ εὐφραινόμενος, ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Σίλβεστρε Ῥώμης ἔνδοξε ποιμήν, σῶζε τοὺς πόθῳ, τελοῦντας τὴν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τοῦ Κορυφαίου τῶν Ἀποστόλων τὴν καθέδραν πλουτήσας, τοῦ Θεοῦ Λειτουργὸς ἐδείχθης θαυμασιώτατος, ὡραΐζων, στηρίζων, καὶ μεγαλύνων δόγμασι θείοις τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς ἀστὴρ δὲ φωτοβόλος, φωτίζων φωτὶ ἀρετῶν, Τριάδα σέβειν διδάσκεις, ὡς ἀμέριστον μίαν Θεότητα· καὶ τάς αἱρέσεις τῶν δυσμενῶν ἀπεδίωξας, Σίλβεστρε πάνσοφε· διὸ ὑπὲρ ἡμῶν δυσώπει τὸν Κύριον.

Μεγαλυνάριον
Τῆς ἱεραρχίας σου τὴν στολήν, τρόποις ἐναρέτοις, καὶ θαυμάτων τῇ δωρεᾷ, εὐκλεῶς ποικίλας, πεποικιλμένος ἔβης, Σίλβεστρε Ἱεράρχα, πρὸς τὰ οὐράνια.

  • Άγιος Θεαγένης ιερομάρτυρας 

Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Θεαγένης ήταν επίσκοπος της πόλης Πάριο· την ονομασία της πήρε επειδή είχε κτισθεί από τους Πάριους, κατοίκους της νήσου Πάρου. Η πόλη αυτή βρισκόταν μεταξύ της Κυζίκου και της Λαμψάκου. Αυτός λοιπόν οδηγήθηκε στον Τριβούνο Ζηλικίνθιο και ομολόγησε τον Χριστό Θεό αληθινό. Οπότε τον έδειραν ανελέητα και αφού τον έδεσαν χειροπόδαρα, τον έριξαν στο βυθό της θάλασσας. Έτσι τελείωσε το δρόμο του μαρτυρίου και πήρε από τον Κύριο το αμάραντο στεφάνι της αιώνιας δόξας.

  • Όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ 

Ο Όσιος Σεραφείμ γεννήθηκε στο Κουρσκ της Ρωσίας στις 19 Ιουλίου 1759 μ.Χ. και ονομάσθηκε Πρόχορος. Οι γονείς του, Ισίδωρος και Αγάθη Μοσνίν, ήταν ευκατάστατοι έμποροι. Ο πατέρας του είχε εργοστάσια πλινθοποιίας και παράλληλα αναλάμβανε την ανέγερση πέτρινων οικοδομημάτων, ναών και σπιτιών. Κάποτε άρχισε να χτίζει στο Κουρσκ ένα ναό προς τιμήν του Οσίου Σεργίου του Ραντονέζ, του Θαυματουργού, αλλά ξαφνικά το 1762 μ.Χ., πεθαίνει, αφήνοντας στην σύζυγό του τη μέριμνα για την ολοκλήρωση του ναού. Ο Πρόχορος κληρονόμησε τις αρετές των γονέων του και ιδίως την ευσέβειά τους.

Σε ηλικία δέκα ετών άρχισε να μαθαίνει με ζήλο τα ιερά γράμματα, αλλά αρρώστησε ξαφνικά βαριά χωρίς ελπίδα αναρρώσεως. Στην κρισιμότερη καμπή της ασθένειας είδε στον ύπνο του την Παναγία, η οποία υποσχέθηκε ότι θα τον επισκεφθεί και θα τον θεραπεύσει. Πράγματι, έτυχε μια μέρα να γίνεται λιτανεία και να περνά έξω από την οικία του μικρού άρρωστου παιδιού, η θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Τη στιγμή εκείνη έπιασε δυνατή βροχή. Η λιτανεία σταμάτησε και η εικόνα μεταφέρθηκε στην αυλή της οικίας του Προχόρου, μέχρι να περάσει η μπόρα. Τότε η μητέρα του Αγάθη, κατέβασε το άρρωστο παιδί της και το πέρασε κάτω από την εικόνα. Από την ημέρα εκείνη η υγεία του βελτιώθηκε μέχρι που αποκαταστάθηκε τελείως.

Νέος εγκαταλείπει το πατρικό του σπίτι, στην πόλη Κουρσκ, και έρχεται να μονάσει στη μονή του Σάρωφ. Η δοκιμασία του προκειμένου να γίνει Μοναχός διαρκεί οκτώ χρόνια. Στις 13 Αυγούστου του 1786 μ.Χ. κείρεται Μοναχός με το όνομα Σεραφείμ. Σε δύο μήνες χειροτονείται Διάκονος.

Περιφρουρούμενος με το ταπεινό φρόνημα ο Διάκονος Σεραφείμ, ανέρχεται στην Πνευματική ζωή «ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν». Ως Διάκονος παραμένει όλη την ημέρα στο Μοναστήρι, διακονεί στις Ακολουθίες, τηρεί με ακρίβεια τους μοναστηριακούς κανονισμούς και εκτελεί τα διακονήματά του. Το βράδυ όμως απομακρύνεται στο δάσος, στο ερημικό του κελί, όπου διέρχεται τις νυκτερινές ώρες με προσευχή, και πολύ πρωί επιστρέφει πάλι στο μοναστήρι.

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1793 μ.Χ. χειροτονείται Ιερεύς και αποδύεται με μεγαλύτερο ζήλο και αγάπη στον Πνευματικό αγώνα. Τώρα πλέον δεν τον ικανοποιεί ο βαρύς για τους άλλους μόχθος της κοινοβιακής ζωής, δηλαδή η κοινή προσευχή, η νηστεία, η υπακοή, η ακτημοσύνη. Μέσα του φουντώνει η δίψα για πιο υψηλές Πνευματικές ασκήσεις. Εγκαταλείπει λοιπόν, με την ευλογία του Ηγουμένου, τη Μονή και αποσύρεται μέσα στο πυκνό δάσος του Σάρωφ. Περνά εκεί δεκαπέντε χρόνια σε τέλεια απομόνωση, με αυστηρή νηστεία, αδιάλειπτη προσευχή, μελέτη του Θείου Λόγου και σωματικούς κόπους. Για χίλιες ημέρες και χίλιες νύκτες μιμείται του παλιούς στυλίτες της Εκκλησίας. Ανεβασμένος σε μία πέτρα και με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, προσεύχεται: «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ».

Τελειώνοντας την αναχωρητική ζωή επανέρχεται στη Μονή του Σάρωφ και κλείνεται σαν σε μνήμα στην απομόνωση για άλλα δεκαπέντε χρόνια. Για τα πρώτα πέντε βάζει τον εαυτό του στον κανόνα της σιωπής. Με την αδιάλειπτη προσευχή φωτίζει ολόκληρος από την Θεία Χάρη και αξιώνεται να ζήσει Πνευματικές αναβάσεις και αν δει θεϊκά οράματα. Μετά τον εγκλεισμό, ώριμος πλέον στην Πνευματική ζωή και γέροντας στην ηλικία, αφιερώνεται στη διακονία του πλησίον, του ελάχιστου αδελφού. Με την αυστηρή ασκητική ζωή του και την φωτεινή μορφή του είχε προσελκύσει γύρω του πλήθος Χριστιανών, που τον αγαπούσαν και πίστευαν ακράδαντα στην θαυματουργική δύναμη των αγίων του προσευχών. Πλούσιοι και φτωχοί, διάσημοι και άσημοι συνέρρεαν καθημερινά στο κελί του, για να λάβουν την ευλογία του και την Πνευματική καθοδήγηση για τη ζωή τους. Τους δεχόταν όλους με αγάπη και όταν έβλεπε τα πρόσωπά τους αναφωνούσε: «Χαρά μου!».

Εξομολογούσε πολλούς, θεράπευε ασθενείς, ενώ σε άλλους έδιδε να ασπασθούν τον σταυρό που είχε κρεμασμένο στο στήθος του ή την εικόνα που είχε στο τραπέζι του κελιού του. Σε πολλούς πρόσφερε ως ευλογία αντίδωρο, αγίασμα ή παξιμάδια, άλλους τους σταύρωνε στο μέτωπο με λάδι από το καντήλι, ενώ μερικούς τους αγκάλιαζε και τους ασπαζόταν λέγοντας: «Χριστὸς Ἀνέστη!».

Την 1η Ιανουαρίου 1833 μ.Χ., ημέρα Κυριακή, ο Όσιος ήλθε για τελευταία φορά στο Ναό του νοσοκομείου των Αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου. Άναψε κερί σε όλες τις εικόνες και τις ασπάσθηκε. Μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ζήτησε συγχώρεση από όλους τους αδελφούς, τους ευλόγησε, τους ασπάσθηκε και παρηγορητικά τους είπε: «Σώζεσθε, μὴν ἀκηδιᾶτε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε. Στέφανοι μᾶς ἑτοιμάζονται». Ο Μοναχός Παύλος πρόσεξε ότι ο Όσιος εκείνη την ημέρα πήγε τρεις φορές στον τόπο που είχε υποδείξει για τον ενταφιασμό του. Καθόταν εκεί και κοίταζε αρκετή ώρα στη γη. Το βράδυ τον άκουσε να ψάλλει στο κελί του Πασχαλινούς ύμνους: «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι….», «Φωτίζου, φωτίζου ἡ νέα Ἱερουσαλήμ….», «Ὤ, Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ….».

Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 2 Ιανουαρίου 1833 μ.Χ. Οι μοναχοί τον είδαν με το λευκό ζωστικό, γονατιστό σε στάση προσευχής μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ασκεπή, με το χάλκινο σταυρό στο λαιμό και με τα χέρια στο στήθος σε σχήμα σταυρού. Νόμιζαν ότι τον είχε πάρει ο ύπνος.

Τα ιερά λείψανά του εξαφανίστηκαν κατά την περίοδο της Οκτωβριανής επαναστάσεως και ξαναβρέθηκαν το 1990 μ.Χ., στην Αγία Πετρούπολη. Το 1991 μ.Χ. επέστρεψαν στην μονή Ντιβέγιεβο.

Ἀπολυτίκιον(Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἐκ νεότητος ἀκολουθήσας θερμῶς, εὐχαῖς καὶ δεήσεσιν, ἐν τῇ ἐρήμῳ Σαρώφ, ὡς ἄσαρκος ἤσκησας· ὅθεν τοῦ Παρακλήτου, δεδεγμένος τὴν χάριν, ὤφθης τῆς Θεοτόκου, θεοφόρος θεράπων· διὸ σε μακαρίζομεν, Σεραφεὶμ Πάτερ Ὅσιε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν Σάρωφ ὡς ἄγγελος, βεβιωμένος, Σεραφεὶμ μακάριε, ὤφθης δοχεῖον ἐκλεκτόν, τῶν χαρισμάτων, τοῦ Πνεύματος, λόγῳ πλουσίῳ ἐκφαίνων τὰ κρείττονα.

Μεγαλυνάριον
Ὅλος ἀνακείμενος τῷ Χριστῷ, χαρίτων τῶν θείων, ἀναδέδειξαι θησαυρός, θαύμασι καὶ λόγοις, καὶ θείαις ὑποθήκαις ὦ Σεραφεὶμ παμμάκαρ, φωτίζων ἅπαντας.

  • Άγιος Θεόπεμπτος 

Ο Άγιος Θεόπεμπτος απεβίωσε ειρηνικά.

  • Αγία Θεοδότη μητέρα των Αγίων Αναργύρων 

Η Αγία Θεοδότη ήταν μητέρα των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού (βλέπε 1 Νοεμβρίου). Απεβίωσε ειρηνικά.

  • Όσιος Μάρκος ο κωφός 

Ο Όσιος Μάρκος ο κωφός ήταν ασκητής και αφού έζησε ζωή όσια, απεβίωσε ειρηνικά.

  • Άγιος Βασίλειος μάρτυρας εξ Άγκυρας 

Καταγόταν από την Άγκυρα της Μικράς Ασίας και έδρασε στους χρόνους του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη (360-363 μ.Χ.). Κατηγορήθηκε ότι πίστευε στον Χριστό και προσπαθούσε να παρασύρει στη χριστιανική πίστη ειδωλολάτρες. Βασανίστηκε από τον διοικητή της Αγκύρας Σατουρνίνο και τα βασανιστήρια επαναλήφθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Από ‘κει τον έστειλαν δέσμιο στην Καισαρεία, όπου τον καταδίκασαν σε θηριομαχία. Σε κάποια εθνική (ειδωλολατρική) γιορτή λοιπόν, έστησαν απέναντι του ένα κλουβί, από όπου εξόρμησε μια πεινασμένη λέαινα. Ο μάρτυρας δεν θηριομάχησε Σε στάση θερμής προσευχής κατασπαράχθηκε από το θηρίο. Οι συγγενείς του παρέλαβαν τα λίγα εναπομείναντα λείψανά του και τα έθαψαν με τιμές. Μετά από λίγο καιρό στην πόλη του μαρτυρίου του, κτίσθηκε εκκλησία στο άγιο όνομά του.

  • Άγιος Σέργιος 

Ο Άγιος Σέργιος μαρτύρησε δια ξίφους.

  • Άγιος Θεόπιστος 

Ο Άγιος Θεόπιστος μαρτύρησε δια λιθοβολισμού.

  • Άγιος Κοσμάς ο Α’ Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης 

Καταγόταν από την Αντιόχεια· επονομάσθηκε Ιεροσολυμίτης, επειδή έμεινε αρκετό καιρό στην αγία Πόλη. Από εκεί ήλθε και μόνασε στην Κωνσταντινούπολη. Υστερούσε σε γραμματική μόρφωση. Τον στόλιζε όμως άδολη ευσέβεια και βαθειά και ειλικρινής αρετή και τον αγαπούσαν για την ευθύτητά του, χαρακτήρα του και την απλότητα των ηθών του. Όταν στις 2 Αυγούστου 1075 πέθανε ο Πατριάρχης Ιωάννης ο Η’, ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Δούκας έφερε στο θρόνο τον Κοσμά, αν και ήταν ήδη πολύ γέρος. Επί της πατριαρχείας του, η αρχιεπισκοπή Πατρών προήχθη σε Μητρόπολη με τρεις επισκοπές στη δικαιοδοσία της. Επίσης ο ίδιος – ο Κοσμάς – χειροτόνησε και έστειλε το 1080 Μητροπολίτη Ρωσίας τον Έλληνα Ιωάννη, άνδρα κάτοχο μεγάλης μόρφωσης και πολλών αρετών. Οι δυσκολίες όμως της διοίκησης της πατριαρχείας, έκαναν τον απλοϊκό χαρακτήρα του Κοσμά, να επιθυμήσει την ησυχία και τη γαλήνη της πρώην μοναχικής του ζωής. Γι’ αυτό λοιπόν, στις 8 Μαΐου του 1081, αφού λειτούργησε στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, έφυγε μαζί με τον υπηρέτη του και αποσύρθηκε στη Μονή Καλλίου στην Κωνσταντινούπολη. Μάταια τον παρακάλεσαν να επιστρέψει. Αυτός έμενε αμετάπειστος και πέθανε στη Μονή εκείνη.

  • Άγιος Γεώργιος (ή Ζώρζης ή Γκιουρτζής) ο Ίβηρ 

Ο Άγιος Γεώργιος (ή Ζώρζης ή Γκιουρτζής) είχε καταγωγή από τα Ίβηρα. Σε νεαρή ηλικία τον αγόρασε κάποιος Τούρκος για σκλάβο και αφού του έκανε περιτομή, του έδωσε το όνομα Σαλής. Μετά τον θάνατο του αφέντη του, παρέμεινε στη Μυτιλήνη, άγαμος και ζούσε ειρηνικά σε κάποιο εργαστήρι, πουλώντας και αγοράζοντας διάφορα είδη. Κάποια μέρα και σε ηλικία πάνω από 70 χρονών, ο Γεώργιος παρουσιάστηκε αυθόρμητα μπροστά στον κριτή και πέταξε μπροστά του το σαρίκι που φορούσε στο κεφάλι του και ομολόγησε τον Χριστό. Παρά τις κολακείες και τους φοβερισμούς, τη διαπόμπευση μέσα στους δρόμους και τα χτυπήματα με ξύλα και μαχαίρια, ο Γεώργιος παρέμεινε αμετάθετος, ομολογώντας την πίστη των πατέρων του. Τέλος, οδηγήθηκε από τους δημίους του στην τοποθεσία Παρμά-Καπού, όπου και έλαβε μαρτυρικό τέλος δι’ αγχόνης. Ήταν 2 Ιανουαρίου 1770 μ.Χ. Ο δε Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, τοποθετεί το μαρτύριο του Ζώρζη το έτος 1777 μ.Χ.

  • Όσιος Σίλβεστρος Ρώσος της Λαύρας του Κιέβου 

Ο Όσιος Σιλβέστρος ασκήτεψε στη Λαύρα του Κιέβου κατά τον 12ο μ.Χ. αιώνα. Διετέλεσε Ηγούμενος στη Μονή Βιντουπίσκυ του Κιέβου και ήταν ο συνεχιστής του έργου του Οσίου Νέστωρ του Χρονογράφου του «ἐν τῷ Σπηλαίῳ» (βλέπε 27 Οκτωβρίου). Κοιμήθηκε εν ειρήνη.

  • Άγιος Ισίδωρος ο Ιερομάρτυρας 

Ο Άγιος Ισίδωρος έζησε κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα και ήταν Επίσκοπος στην Αντιόχεια της Συρίας. Υπέστη μαρτυρικό θάνατο από τους αιρετικούς Αρειανούς.

  • Οσία Ιουλιανή η Δικαία 

Η Αγία Ιουλιανή γεννήθηκε το 1530 μ.Χ. στη Μόσχα, από γονείς ευσεβείς και φιλάνθρωπους, τον Ιουστίνο και την Στεφανία Νεντιγιούρεφ. Ο πατέρας της εργαζόταν ως οικονόμος στην αυλή του τσάρου Ιβάν Δ’ Βασίλιεβιτς, του γνωστού ως «Τρομερού». Παρά το γεγονός αυτό, όλη η οικογένεια ζούσε πτωχά αλλά χριστιανικά και η ευλογία του Θεού πλημμύριζε την καρδιά των μελών της. Η Αγία ορφάνεψε σε μικρή ηλικία και αφιέρωσε την ζωή της στην φροντίδα των ασθενών και των πτωχών. Ο βίος και ο χαρακτήρας της δεν άφησαν αδιάφορο τον πλούσιο κάτοικο του χωριού Μούρομ της περιοχής του Λαζάρεβο Γεώργιο Οσορίν, τον οποίο ενυμφέφθηκε σε νεαρή ηλικία. Από τον γάμο της απέκτησε έξι υιούς και μία θυγατέρα. Μετά τον θάνατο των δύο υιών της απεφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να γίνει Μοναχή. Όμως ο σύζυγός της, που έλειπε συχνά και πολύ χρόνο ακολουθώντας το στρατό του τσάρου στο Αστραχάν και σε άλλα μέρη, την παρακάλεσε να μείνει κοντά στην οικογένειά της. Εκείνη δέχθηκε, αλλά ζούσε ως Μοναχή μέσα στον κόσμο. Όπως γράφει και ο υιός της Καλλίστρατος, που έγραψε τον βίο της, η Αγία είχε αφιερώσει τον εαυτό της ολοκληρωτικά στο Θεό και την διακονία των ανθρώπων. Ελάχιστα κοιμόταν και αγρυπνούσε προσευχόμενη. Όταν ο σύζυγός της πέθανε, εκείνη πλέον ζούσε για να προσεύχεται και να διακονεί. Λίγο πριν παραδώσει την δίκαια ψυχή της στον Κύριο, το έτος 1604 μ.Χ., κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων από τον Πνευματικό της, ιερέα Αθανάσιο, κάλεσε τα παιδιά της και τους έδωσε την ευχή της. Οι τελευταίες λέξεις που ψέλλισε , πριν κλείσει τα μάτια της, ήταν : «Δόξα στον Θεό για όλα. Σε Σένα, Κύριε, παραδίδω το πνεύμα μου».

  • Όσιος Νείλος ο Ηγιασμένος 

Ο Όσιος Νείλος ο Ηγιασμένος, είναι η σημαντικότερη ασκητική φυσιογνωμία του θεσπρωτικού χώρου. Με την αγία του ζωή και τους ασκητικούς του αγώνες, καθαγίασε με το πέρασμα του την επαρχία της Παραμυθίας και κληροδότησε ως πολύτιμο θησαυρό, την περιώνυμο και ένδοξη Ιερά Μονή Γηρομερίου, που ο ίδιος ίδρυσε, η οποία και ανεδείχθη ένας από τους σπουδαιότερους πνευματικούς φάρους και σήμερα αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά ιστορικά μνημεία της Ηπείρου.

Πατρίδα του Οσίου Νείλου ήταν η τότε βασιλεύουσα, η Κωνσταντινούπολη, όπου και γεννήθηκε περίπου το 1228 μ.Χ. Η καταγωγή του μάλιστα, ήταν από την βασιλική οικογένεια των Λασκάρεων. Τα πλούτη και η δόξα όμως, δεν μπόρεσαν να νικήσουν τον πόθο του μοναχικού βίου, που είχε φωλιάσει στην ψυχή του και έτσι τα εγκατέλειψε όλα και σε νεαρότατη ηλικία έγινε μοναχός στην περίφημη Μονή των Ακοιμήτων. Εκεί, αποδύθηκε σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες, με μεγάλη αυταπάρνηση, εγκράτεια και προσευχή και έγινε «σκεῦος καθαρόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Μετά από αρκετά χρόνια, επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη και χωρίς να αποκάλυψει την ταυτότητά του, πλησίασε την μητέρα και την αδελφή του σαν άγνωστος ζητιάνος και έλαβε από αυτές ελεημοσύνη. Κατόπιν, επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα μαζί με άλλους προσκυνητές και επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ακολουθώντας κάποιον σεβαστό γέροντα, δεν δίστασε να ελέγξει τον ίδιο τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο, για την προσπάθειά του να υποτάξει την Ορθόδοξη Εκκλησία στην εξουσία του Πάπα της Ρώμης. Ως απάντηση του αυτοκράτορα, ήλθε η καταδίκη τους, να αφεθούν στο πέλαγος αβοήθητοι, χωρίς τρόφιμα και κουπιά, για να χαθούν. Παλεύοντας με τα κύματα για σαράντα ημέρες, κάτω όμως από τη σκέπη της θείας πρόνοιας, αποβιβάσθηκαν στα παράλια της Μονής των Αγίων Αββάδων (πιθανώς της Μονής των Ιβήρων του Αγίου Όρους). Μετά από παρέλευση τριών ετών, κατά τα οποία ο Όσιος Νείλος παρέμεινε στη Μονή ως θυρωρός, για μία ακόμη φορά γύρισε στην Βασιλεύουσα, όπου τιμήθηκε ως ομολογητής της πίστεως από τον νέο αυτοκράτορα, τον ευσεβή Ανδρόνικο Παλαιολόγο.

Όμως, φύση ανήσυχη καθώς ήταν, ξαναέφυγε από την Πόλη (αυτή τη φορά οριστικά) και αφιέρωσε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του σε διάφορα προσκυνήματα και μοναστήρια των Αγίων Τόπων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο πέρασε από την Ερυθρά Θάλασσα, την περιοχή των Σοδόμων, το όρος Σινά, το Καρμήλιον όρος, την Ιεριχώ, τον Ιορδάνη ποταμό και τη Μονή του Αββά Γερασίμου και στη συνέχεια, περνώντας τα χρόνια «εν πολλή κακουχία και ασκήσει», δια μέσου πιθανώς των νησιών Κύπρου, Ρόδου και Κυκλάδων, πέρασε από την Πελοπόννησο και την Κέρκυρα και τελικά έφθασε στην Ήπειρο, σε τόπο ονομαζόμενο Ωρυκόν ή Ιεριχώ, κοντά στη σημερινή Αυλώνα της Βορείου Ηπείρου, όπου εγκαταστάθηκε σε μία μικρή καλύβα. Μετά όμως από παράκληση θεοφιλών κατοίκων της Θεσπρωτίας, μετέβη νοτιότερα, στην περιοχή του Γηρομερίου, και εγκαταστάθηκε στη σπηλιά ενός αποτόμου βράχου. Σύντομα, γύρω από τον σεβάσμιο ασκητή, δημιουργήθηκε μικρή αδελφότητα μοναστών, ενώ παράλληλα, η φήμη και η πνευματική του ακτινοβολία συνεχώς εξαπλώνονταν.

Η παράδοση της περιοχής αναφέρει, ότι κατά καιρούς, στο απέναντι βουνό, μέσα στο πυκνό δάσος, ο Όσιος έβλεπε τις νύχτες κάποια θεϊκή λάμψη, σαν φωτιά. Αυτό παρακίνησε τους ασκητές να αναζητήσουν την πηγή αυτής της παράξενης φωτιάς και να οδηγηθούν στην ανακάλυψη της Ιεράς Εικόνος της Παναγίας, η οποία και έγινε η αφορμή να δεχθούν σαν θέλημα του Θεού να κτισθεί στην θέση αυτή το Μοναστήρι.

Μετά από πολλούς αρχικά κόπους και ύστερα με τη βοήθεια και των βασιλέων του Δεσποτάτου της Ηπείρου, αλλά και των τοπικών αρχόντων, κατόρθωσαν να ολοκληρώσουν και να τελειοποιήσουν το Μοναστήρι, το οποίο οργανώθηκε πάνω στις βάσεις και στις αρχές του κοινοβιακού μοναχισμού και να το αναδείξουν ως ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Ηπείρου.

Σε βαθύ γήρας πλέον (106 ετών) και έχοντας τελειώσει το έργο του ο Όσιος Νείλος, όρισε τον διάδοχό του και κανόνισε τα της ταφής του, ζητώντας να τον θάψουν στον τάφο που ο ίδιος είχε ετοιμάσει εκτός της Μονής δίπλα στον παρακείμενο χείμαρρο. Άφησε ως ιερά παρακαταθήκη και κανονισμό για τη λειτουργία της Μονής την Ιδιόχειρη Διαθήκη του και παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού, τη νύχτα της πρώτης Ιανουαρίου του έτους 1334 μ.Χ.

Μετά από μερικά χρόνια, κατά την παράδοση, απεσταλμένοι του αυτοκράτορα, ήλθαν στη Μονή με σκοπό να προβούν σε εκταφή και μεταφορά των ιερών λειψάνων του Οσίου στην Κωνσταντινούπολη. Όμως ο Θεός, «κρίμασιν οἶς Αὐτὸς οἶδεν», δεν το επέτρεψε και επενέβει με τρόπο θαυμαστό. Ένας ογκώδης βράχος κατέπεσε από το βουνό και σκέπασε τον τάφο του Οσίου εμποδίζοντας την εκταφή. Έτσι η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε και επάνω από τον βράχο κτίστηκε ναΐσκος προς τιμήν του Οσίου, ενώ τα άγια λείψανά του παραμένουν μέσα στον τάφο του, αγκαλιασμένα από τη θεσπρωτική γη, σαν πολύτιμος θησαυρός για όλους μας.

Ο βιογράφος του Οσίου, πιθανώς ο διάδοχος και μαθητής του Ησαΐας, σημειώνει στο Συναξάρι του για τον «μακάριον καὶ μέγαν ἐν ἀσκηταῖς πατέρα ἠμῶν Νεῖλον»:

«Νεῖλος ἀρετάς ὡς ῥεῖθρον πελαγίζων ἄρδει τάς ψυχάς ὡς τὴν γῆν ἄλλος Νεῖλος».

Η ασκητική φυσιογνωμία του Οσίου Νείλου και η ισχυρή του προσωπικότητα είχε έντονη επίδραση, όχι μόνο στην πρώτη φάση της ιστορίας της Μονής, αλλά και στην συνολική ιστορία ολόκληρης της γύρω περιοχής. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι από πολύ νωρίς ο Όσιος Νείλος καθιερώθηκε στη συνείδηση του λαού και τιμάται ως Άγιος. Μάλιστα, υπάρχουν πολλές λαϊκές παραδόσεις σχετικές με το πρόσωπο του, αλλά και αναφέρονται πολλά θαύματα και χαρισματικές εκδηλώσεις που αποδίδονται σ’ αυτόν. Ακόμη αρκετοί κάτοικοι της περιοχής φέρουν με ευλάβεια ως βαπτιστικό, το όνομα Νείλος. Η μνήμη του Οσίου Νείλου επαναλαμβάνεται και στις 16 Αυγούστου, χωρίς να γνωρίζουμε τον λόγο.

  • Όσιος Γεννάδιος Κερκύρας 

Έν εκ των ωραιοτέρων μοναστηριών και σπουδαιότερων προσκυνημάτων της νήσου Κερκύρας, είναι αναμφισβητήτως το απλούν και απέριττον μονύδριον της Υπεραγίας Θεοτόκου της Κασσωπίτρας, εκτισμένον εις κατάφυτον τοποδεσίαν εις το Φιγαρέτον Κανονίου. Αριθμεί ηλικίαν 500 περίπου ετών καθώς η κτίσις του ανάγεται εις το έτος 1530 μ.Χ.

Εις τάς 8 Μαΐου του αυτού έτους η Υπεραγία Θεοτόκος εδώρισεν το φως εις τον αδίκως τυφλωθέντα εις το δικαστήριον Στέφανον και αυτό συνέβη εις τον περιώνυμον ναόν Της εις το χωρίον Κασσιώπη, Β.Α. της νήσου, όπου είχεν καταφύγει ο νεανίας μετά της μητρός του.

Το υπερφυές τούτο θαύμα εγένετο έκτοτε αιτία της κτίσεως και καθιερώσεως πολλών ναών, εις την νήσον, ακόμη και την γειτονικήν Άρταν αλλά και την Χειμάρραν της Βορείου Ηπείρου, εις το όνομα της θαυματουργού Κυρίας Κασσωπίτρας.

Επισήμους ιστορικάς αναφοράς διά το μοναστήρι έχομεν από το έτος 1706 μ.Χ. και εξής. Κατά το έτος 1754 μ.Χ. η ιδιοκτησία της Εκκλησίας μεταβιβάζεται είς τον ιερέα και νοτάριον Ιωάννην Κόσμον ή Κοσμάν Φίλιον, ευγενή, του οποίου η οικογένεια ανεγράφετο εις το LIBRO D’ ORO. Ο κληρονόμος του Αναστάσιος Φίλιος πωλεί τον ναόν το έτος 1820 μ.Χ. εις τον Ιερομόναχον Νικόλαον Πατρίκιον του Σπυρίδωνος εκ Κεφαλληνίας. Ο ετεροθαλής αδελφός του τελευταίου Ηλίας, ο και κληρονόμος αυτού, το 1850 μ.Χ. έδωκεν τον ναόν εις τον ευλαβή ιερομόναχον Γεννάδιον (κ.κ. Γεώργιον) Βασίλη του Αθανασίου, καταγόμενον εκ χωρίου Καλαρρυτών Ηπείρου εις «εδαφονομήν παντοτεινήν» ύψους 20 βενετικών ταλήρων κατ’ έτος. Ο Θεοφόρος Γέρων Γεννάδιος οραματίζεται την δημιουργίαν γυναικείας Ιεράς Μονής.

Έν έτει 1856 μ.Χ. αποκτά την πλήρη κυριότητα του ναού, καταβάλλων εις τους κληρονόμους του Ηλία Πατρικίου το ποσόν των 400 ταλήρων. Ακολούθως ούτος κτίζει το δυώροφον κοινοβιακόν κτίριον, περιμανδρώνει τον ιερόν χώρον, ανακαινίζει τον ιερόν ναόν, αφιερώνει αργυράς εικόνας και κανδήλας ως και μίαν περίχρυσον λειψανοδήκην, περιέχουσα λείψανα Αγίων Μαρτύρων και εγκαθιστά τριμελή γυναικείαν αδελφότητα. Ο θάνατος τον ευρίσκει ήρεμον και εξηγιασμένον το 1859 μ.Χ. και εις ηλικίαν 54 μόλις ετών. Εγκαταλείπει δε φήμην αγίου Ιερομονάχου και ενάρετου ανδρός. Ο κληρονόμος του Γενναδίου παρέδωκεν την κατοχήν του ναού και των αγαθών του εις την Μαρίαν Μαυρογιάννη, μερίμνη της οποίας ωργανώθη η Μονή υπό των μετόχων εις τα δικαιώματα αυτής, Μοναχών Ευπραξίας Ζαμπίρα Ηγουμένης και αυταδέλφων Αθανασίας και Συγκλητικής Μεταλληνού. Εις τα 1862 μ.Χ. αναπτύσσεται το κοινοβιακόν καθεστώς της Μονής.

Εις τα τέλη του 19ου αιώνος μ.Χ. η Μονή αναπτύσσεται όλως ιδιαιτέρως και από πάσης απόψεως. Κατά την διάρκειαν της Κατοχής ο Μητροπολίτης Αλέξανδρος (Δήμογλου) εγγράφει την Μονήν ως «μετόχιον άχρι καιρού» της πλησίον ευρισκομένης και τότε ακμαζούσης Ιεράς Μονής Αγίων Θεοδώρων Στρατιάς και ούτω κερδίζει 50 και πλέον έτη ζωής και προστασίας. Κατά τα έτη αυτά, εγκαταβιοί εις την Μονήν η ενάρετος μοναχή Θέκλα Αμπελά και μέχρι της προς Θεόν εκδημίας της το 1985 μ.Χ. Εις τα 1991 μ.Χ. ο Μητροπολίτης Τιμόθεος (Τριβιζάς) με «Πράξιν» αναγνωρίζει εκ νέου την Ιεράν Μονήν Υπεραγίας Θεοτόκου Κασσωπίτρας ως Κυρίαρχον και μετατρέπει αυτήν εις ανδρώαν. Με την ευλογίαν του Μητροπολίτου Νεκταρίου (Ντόβα), της Ιεράς Μονής προϊσταται ο εκ των αδελφών αυτής, Αρχιμανδρίτης Πολύκαρπος Ζερβός, ο οποίος με την ευλογίαν του Ποιμενάρχου της νήσου, την αγαστήν συνεργασίαν του Ηγουμενοσυμβουλίου και την συμπαράστασιν των ευλαβών Κερκυραίων και άλλων προσκυνητών επιμελείται των έργων στερεώσεως, συντηρήσεως και ανακαινίσεως του όλου ιερού σκηνώματος.

Εις το ιερόν τούτο καταφύγιον της πανέμορφου νήσου Κερκύρας δυνάμεθα να προσκυνήσωμεν την θαυματουργόν εικόνα της Παναγίας της Κασσωπίτρας ως και τάς υπολοίπους ιεράς εικόνας και τα αναρίθμητα ιερά λείψανα άτινα φυλάσσονται ώδε.

Επίσης τον τάφον και το κελλίον του Οσίου Γέροντος Γενναδίου. Να επισκεφθώμεν το εντυπωσιακόν κειμηλιοφυλάκειον με τα σπάνια και αξιόλογα εκθέματα (βιβλία, άμφια, εικόνες, χειρόγραφα, κ.τ.λ.) μεταξύ των οποίων διακρίνεται η ιερά εικών του Μυστικού Δείπνου (έργον Φιλόθεου Σκούφου του έτους 1665). Επίσης το εξίσου σημαντικόν λαογραφικόν μουσείον. Η Μονή διαθέτει μικρόν ξενώνα. Εις τάς εκδόσεις της περιλαμβάνεται και το ιστορικόν της εις βιβλίον υπό τον τίτλον «Προσκυνητάριον της Ιεράς Μονής Υπεραγίας Θεοτόκου Κασσωπίτρας» πόνημα του συμπολίτου ημών Ιερομόναχου Δημητρίου Καββαδία.

Η Ιερά Μονή πανηγυρίζει εις τάς 8 Μαΐου (επέτειος θαύματος Παναγίας), 21 Νοεμβρίου (Εισόδια της Θεοτόκου) και 7 Φεβρουαρίου (μνήμη Αγίου Παρθενίου Λαμψάκου). Η Μονή είναι επισκέψιμος καθημερινώς. Θεία λειτουργία τελείται εκάστην Κυριακήν και μεγάλην εορτήν ως και κατανυκτικοί αγρυπνίαι. Μετά ιδιαιτέρου ζήλου τελείται και το ιερόν μυστήριον της θείας εξομολογήσεως. Αλλά και το φιλανθρωπικόν – κοινωνικόν έργον της Μονής είναι αξιοζήλευτον αναλόγως προς τάς πενιχράς αυτής δυνατότητας. Άγιος χώρος, άγιος τόπος, άγιον καταφύγιον της Παναγίας της Κασσωπίτρας η Σκέπη….

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Καλαρρύτων τὸν γόνον, τῆς Κερκύρας τὸ κλέϊσμα, Μονῆς τῆς Κασσωπίτρας τὸν στύλον, μοναζουσῶν τὸν ὑπέρμαχον, βιώσαντα ἐν τήδε τῇ ζωῇ ὡς Ἄγγελος οὐράνιος Θεοῦ· διὸ ὑμνοῦμεν σε πιστῶς ἀπὸ καρδίας κράζοντες, πατῆρ ἡμῶν Γεννάδιε Ὅσιε, χαῖροις τῶν μοναστῶν ἡ καλλονή, χαῖροις ἱερέων καύχημα, χαῖροις πιστῶν ὁ ἀκέστωρ καὶ πρὸς Θεὸν νεοφανής, πρέσβυς ἀκοίμητος.

Μεγαλυνάριον
Χαῖροις τῆς Κερκύρας νέος φωστῆρ, Γεννάδιε Πάτερ ἀσθενούντων ὁ ἀρωγός, χαῖροις Κασσωπίτρας Μονῆς τῆς Παναγίας ὁ μέγας ἀντιλήπτωρ καὶ τῶν πιστῶν ἁπάντων προστάτης ἔνθερμος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου