- Γ' Χαιρετισμοί
- Όσιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού
- Όσιος Θεοστήρικτος ο Ομολογητής
- Άγιος Πατρίκιος
- Μνήμη της φοβεράς απειλής του σεισμού
- Άγιος Παύλος ο Οσιομάρτυρας
- Άγιος Μαρίνος
- Άγιος και Δίκαιος Λάζαρος ο φίλος του Χριστού
- Όσιος Μακάριος ηγούμενος της μονής Κολγιαζίν της Ρωσίας
- Άγιος Γαβριήλ ο Μικρός ο Οσιομάρτυρας
- Άγιος Θεόδουλος ο Ιερομάρτυρας ο Σιναΐτης
- Άγιος Παύλος ο Οσιομάρτυρας ο ἐν Κύπρῳ ἀθλήσας
**********************************************************************************
- Γ' Χαιρετισμοί
Πληροφορίες για τον Ακάθιστο Ύμνο βλέπε εδώ.
Ακάθιστος Ύμνος - Γ' Στάσις
Νέαν ἔδειξε κτίσιν,
ἐμφανίσας ὁ Κτίστης,
ἡμῖν τοῖς ὑπ' αὐτοῦ γενομένοις·
ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός,
καὶ φυλάξας ταύτην,
ὥσπερ ἦν ἄφθορον,
ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες,
ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες·
Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας,
χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.
Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα,
χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί,
χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ' οὗ σκέπονται πολλοί.
Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις,
χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις,
χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.
Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παρρησίας,
χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ξένον τόκον ἰδόντες,
ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες·
διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεός,
ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος·
βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος,
τοὺς αὐτῷ βοώντας·
Ἀλληλούια.
Ὅλως ἦν ἐν τοῖς κάτω,
καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν,
ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γὰρ θεϊκή,
οὐ μετάβασις τοπικὴ γέγονε,
καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου,
ἀκουούσης ταῦτα·
Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα,
χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.
Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα,
χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.
Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ,
χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφείμ.
Χαῖρε, ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγαγοῦσα,
χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνῦσα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐλύθη παράβασις,
χαῖρε, δι' ἧς ἠνοίχθη παράδεισος.
Χαῖρε, ἡ κλεὶς τῆς Χριστοῦ βασιλείας,
χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων,
κατεπλάγη τὸ μέγα,
τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον·
τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν,
ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον,
ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα,
ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ρήτορας πολυφθόγγους,
ὡς ἰχθύας ἀφώνους,
ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε·
ἀποροῦσι γὰρ λέγειν,
τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις,
καὶ τεκεῖν ἴσχυσας·
ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον,
χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα,
χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτὶ ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί,
χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα,
χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα,
χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι,
χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον,
ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ,
πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε·
καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός,
δι' ἡμᾶς ἐφάνη καθ' ἡμᾶς ἄνθρωπος·
ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας,
ὡς Θεὸς ἀκούει·
Ἀλληλούια.
- Όσιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού
Ο Όσιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Αρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) και Ονωρίου (395 – 423 μ.Χ.) από ευσεβείς και εύπορους γονείς. Ο πατέρας του Ευφημιανός ήταν συγκλητικός, φιλόπτωχος και συμπαθής, ώστε καθημερινά παρέθετε τρεις τράπεζες στο σπίτι του για τα ορφανά, τις χήρες και τους ξένους που ήταν πτωχοί. Η γυναίκα του ονομαζόταν Αγλαΐς και ήταν άτεκνη. Στη δέησή της να αποκτήσει παιδί, ο Θεός την εισάκουσε. Και τους χάρισε υιό. Αφού το παιδί μεγάλωσε κι έλαβε την κατάλληλη παιδεία, έγινε σοφότατος και θεοδίδακτος. Όταν έφθασε στη νόμιμη ηλικία, τον στεφάνωσαν με θυγατέρα από βασιλική και ευγενική γενιά. Το βράδυ όμως στο συζυγικό δωμάτιο ο Όσιος, αφού πήρε το χρυσό δακτυλίδι και τη ζώνη, τα επέστρεψε στην σύζυγό του και εγκατέλειψε τον κοιτώνα. Παίρνοντας αρκετά χρήματα από τα πλούτη του έφυγε με πλοίο περιφρονώντας την ματαιότητα της επίγειας δόξας. Καταφθάνει στην Λαοδικεία της Συρίας και από εκεί στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας. Εκεί ο Όσιος Αλέξειος μοίρασε τα χρήματα στους πτωχούς, ακόμη και τα ιμάτιά του, και, αφού ενδύθηκε με κουρελιασμένα και χιλιομπαλωμένα ρούχα, κάθισε στο νάρθηκα του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου, ως ένας από τους πτωχούς. Προτίμησε έτσι να ζει με νηστεία όλη την εβδομάδα και να μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων κάθε Κυριακή, ενώ μόνο τότε έτρωγε λίγο άρτο και έπινε λίγο νερό.
Οι γονείς του όμως τον αναζητούσαν παντού και έστειλαν υπηρέτες τους να τον βρουν. Στην αναζήτησή τους έφθασαν μέχρι το ναό της Έδεσσας, χωρίς ωστόσο να τον αναγνωρίσουν. Οι δούλοι επέστρεψαν άπρακτοι στη Ρώμη, ενώ η μητέρα του Αλέξιου με οδύνη, φορώντας πτωχά ενδύματα, καθόταν σε μια θύρα του σπιτιού πενθώντας νύχτα και ημέρα. Το ίδιο και η νύφη, που φόρεσε τρίχινο σάκκο και παρέμεινε κοντά στην πεθερά της.
Ο Όσιος Αλέξιος για δεκαεπτά χρόνια παρέμεινε στο νάρθηκα του ναού της Θεοτόκου ευαρεστώντας το Θεό. Και μια νύχτα η Θεοτόκος παρουσιάστηκε στον προσμονάριο του ναού σε όνειρο και του ζήτησε να του φέρει μέσα στο ναό τον άνθρωπο του Θεού. Τότε ο προσμονάριος, αφού βγήκε από το ναό και δεν βρήκε κανένα παρά μόνο τον Αλέξιο, εδεήθηκε στη Θεοτόκο να του υποδείξει τον άνθρωπο, όπως κι έγινε. Τότε πήρε από το χέρι τον Όσιο Αλέξιο και τον εισήγαγε στο ναό με κάθε τιμή και μεγαλοπρέπεια.
Μόλις ο Όσιος κατάλαβε ότι έγινε γνωστός εκεί, έφυγε κρυφά και σκέφτηκε να πάει στην Ταρσό, στο ναό του Αγίου Παύλου του Αποστόλου, όπου εκεί θα ήταν άγνωστος. Αλλα όμως σχεδίασε η Θεία Πρόνοια. Γιατί βίαιος άνεμος άρπαξε το πλοίο και το μετέφερε στη Ρώμη. Βγαίνοντας από το πλοίο κατάλαβε ότι ο Κύριος ήθελε να επανέλθει ο Αλέξιος στο σπίτι του.
Όταν συνάντησε τον πατέρα του, που δεν αναγνώρισε τον υιό του, του ζήτησε να τον ελεήσει και να τον αφήσει να τρώει από τα περισσεύματα της τράπεζάς του. Με μεγάλη προθυμία ο πατέρας του δέχθηκε να τον ελεήσει και μάλιστα του έδωσε κάποιο υπηρέτη για να τον βοηθάει. Κάποιοι δούλοι από την οικία τον πείραζαν και τον κορόιδευαν, όμως αυτό δεν τον ένοιαζε. Έδινε την τροφή του σε άλλους, παραμένοντας όλη την εβδομάδα χωρίς τροφή και νερό, και μόνο μετά την Κοινωνία των Θείων και Αχράντων Μυστηρίων δεχόταν λίγο άρτο και νερό.
Έμεινε λοιπόν για δεκαεπτά χρόνια στον πατρικό οίκο χωρίς να τον γνωρίζει κανένας. Όταν έφθασε ο καιρός της κοιμήσεώς του, τότε κάθισε κι έγραψε σε χαρτί όλο το βίο του, τους τόπους που πέρασε, αλλά και κάποια από τα μυστικά που γνώριζαν μόνο οι γονείς του. Κάποια Κυριακή, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος τελούσε τη Θεία Λειτουργία, ακούσθηκε φωνή από το Άγιο Θυσιαστήριο, που καλούσε τους συμμετέχοντες να αναζητήσουν τον άνθρωπο του Θεού. Την Παρασκευή ο Όσιος Αλέξιος παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού, ενώ το απόγευμα της ίδιας μέρας οι πιστοί βασιλείς και ο Αρχιεπίσκοπος προσήλθαν στο ναό για να δεηθούν στο Θεό να τους αποκαλύψει τον άγιο άνθρωπο του Θεού. Τότε μια φωνή τους κατηύθυνε στο σπίτι του Ευφημιανού. Λίγο αργότερα οι βασιλείς μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο έφθασαν στο σπίτι του Ευφημιανού, προξενώντας μάλιστα την απορία της γυναίκας και της νύφης του για την παρουσία τους εκεί, και ρώτησαν τον Ευφημιανό . Όμως εκείνος, αφού ρώτησε πρώτα τους υπηρέτες, είπε ότι δεν γνώριζε τίποτα. Στην συνέχεια ο υπηρέτης που φρόντιζε τον Όσιο Αλέξιο, παρακινούμενος από θεία δύναμη ανέφερε τον τρόπο ζωής του πτωχού, τον οποίο εξυπηρετούσε. Τότε ο Ευφημιανός χωρίς να γνωρίζει ότι ο Όσιος είναι ήδη νεκρός, αποκάλυψε το πρόσωπο αυτού, που έλαμπε σαν πρόσωπο αγγέλου. Στο χέρι του Οσίου μάλιστα είδε χαρτί, που δεν μπόρεσε να αποσπάσει. Στη συνέχεια ανέφερε στους επισκέπτες του ότι βρέθηκε ο άνθρωπος του Θεού. Οι βασιλείς και ο Αρχιεπίσκοπος τότε εδεήθησαν στον Όσιο να τους επιτρέψει να δουν το χαρτί που είχε στο χέρι του. Μόλις ο αρχειοφύλακας πήρε στο χέρι του το χαρτί, ο Ευφημιανός αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για τον υιό του, τον οποίο αναζητούσε χρόνια τώρα, και μεγάλο πένθος έπεσε στην οικογένειά του. Θρήνος μεγάλος και από την γυναίκα και τη νύφη του.
Ο βασιλεύς Ονώριος και ο Αρχιεπίσκοπος μετέφεραν το τίμιο λείψανο του Οσίου στο μέσο της πόλεως και κάλεσαν όλο το λαό για να έλθει να προσκυνήσει και να λάβει ευλογία. Όσοι προσέρχονταν και ασπάζονταν το τίμιο λείψανο, άλαλοι, κουφοί, τυφλοί, λεπροί, δαιμονισμένοι, όλοι θεραπεύονταν. Βλέποντας αυτά τα θαύματα οι πιστοί δόξαζαν τον Θεό. Ήταν τόσος ο κόσμος που προσερχόταν για να δει το τίμιο λείψανο, που δεν μπορούσαν να το μεταφέρουν στο ναό του Αγίου Βονιφατίου για να το ενταφιάσουν. Έριξαν ακόμη και χρυσό και άργυρο στον κόσμο για να του αποσπάσουν την προσοχή, αλλά μάταια. Όταν πια μεταφέρθηκε το τίμιο λείψανο στο ναό, για επτά μέρες γιόρταζαν πανηγυρικά και στην γιορτή συμμετείχαν οι γονείς και η νύφη. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε το τίμιο λείψανο σε θήκη φτιαγμένη από χρυσό, άργυρο και πολύτιμους λίθους. Αμέσως άρχισε να ευωδιάζει και να αναβλύζει μύρο, το οποίο έγινε ίαμα και θεραπεία για όλους.
Η Κάρα του Οσίου Αλεξίου δωρήθηκε στη Μονή Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων το 1398 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Μανουήλ τον Παλαιολόγο. Κατά την πυρπόληση της Μονής από τους Οθωμανούς το 1585 μ.Χ. διασώθηκε από δύο μοναχούς.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ ῥίζης ἐβλάστησας, περιφανοῦς καί κλεινῆς, ἐκ πόλεως ἤνθησας, βασιλικῆς καί λαμπρᾶς, Ἀλέξιε πάνσοφε· πάντων δ᾽ ὑπερφρονήσας, ὡς φθαρτῶν καί ῥεόντων, ἔσπευσας συναφθῆναι, τῷ Χριστῷ καί Δεσπότῃ. Αὐτόν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀλεξίου σήμερον τοῦ πανολβίου, ἑορτήν τήν πάνσεπτον, ἐπιτελοῦντες εὐσεβῶς, αὐτόν ὑμνήσωμεν λέγοντες· χαίροις Ὁσίων τερπνόν ἐγκαλλώπισμα.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τοὺς ἱδρῶτας καὶ πόνους τους σοὺς Σοφέ, νοερῶς θεωροῦντες πάντες πιστοί, πάσης κατανύξεως τὰς ψυχὰς ἐμπιπλάμεθα, καὶ πρὸς θείους ὕμνους καὶ δόξαν καὶ αἴνεσιν, τοῦ Δεσπότου τῶν ὅλων, παμμάκαρ Ἀλέξιε, πόθῳ ἐγκαρδίῳ, ἑαυτοὺς συγκινοῦμεν, ᾠδαῖς σε γεραίροντες, καὶ πιστῶς ἐκβοῶντές σοι, ὡς Κυρίου θεράποντι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὶς τὰς σεπτάς σου ἀρετὰς ἀξίως εὐφημήσει, καὶ ἱκανῶς ὑμνήσει, Ἀλέξιε θεόφρον, τὴν σωφροσύνην, τὴν ὑπομονήν, τὴν πραότητα, τὴν ἐγκράτειαν, τὸν ἀκατάπαυστον ὕμνον, τὴν ἄκραν σκληραγωγίαν, καὶ ἄμετρον ταπείνωσιν, δι’ ὧν Ἀγγέλοις ἐφάμιλλος γενόμενος. Πρεσβεύεις ἀεὶ ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντός· διὸ ἀκούεις Ὅσιε, νῦν παρὰ πάντων Πιστῶν. Χαίροις Ὁσίων τερπνὸν ἐγκαλλώπισμα.
Μεγαλυνάριον
Κλῆσιν τὴν οὐράνιον ἐσχηκώς, μόνος ἐν Ἁγίοις, Θεοῦ ἄνθρωπος θαυμαστός, Ἀλέξιε σὺ ὤφθης, τῷ ἰσαγγέλῳ βίῳ· διὸ τῆς τῶν Ἀγγέλων, χαρᾶς ἠξίωσαι.
- Όσιος Θεοστήρικτος ο Ομολογητής
Ο Όσιος Θεοστήρικτος γεννήθηκε στην Τρίγλια της Μικράς Ασίας (κωμόπολη της Βιθυνίας στα παράλια της Προποντίδας) στις αρχές του 8ου μ.Χ. αιώνα. Ευσεβής και φιλομόναχος από μικρός, αμέσως όταν τελείωσε τη βασική του εκπαίδευση, πήγε στην εκεί κοντά Μονή Πελεκητή, όπου εκάρη μοναχός και αργότερα έγινε και ηγούμενος της. Όταν επί Κωνσταντίνου Ε’ του Κοπρώνυμου (741 – 775 μ.Χ.) ξέσπασε ο φοβερός διωγμός κατά των εικόνων, ο αυτοκράτορας πρόσταξε τον ηγεμόνα της Ασίας Μιχαήλ το Λαχανοδράκοντα, να τιμωρήσει με κάθε τρόπο σκληρά αυτούς που προσκυνούν τις άγιες εικόνες. Τότε αυτός, πήγε στη Μονή Πελεκητής τη Μεγάλη Πέμπτη και κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, συνέλαβε τους μοναχούς και άλλους σκότωσε με βάρβαρα βασανιστήρια και άλλους, μεταξύ αυτών και τον Θεοστήρικτο, αφού πάλι σκληρά βασάνισε τους έστειλε στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης. Αργότερα, όταν ο Άγιος βγήκε από τη φυλακή, γέροντας πλέον, επέστρεψε στην κατεστραμμένη Μονή Πελεκητής, όπου συναντήθηκε με τον όσιο και ομολογητή Νικήτα, ηγούμενο της κοντινής Μονής Μηδικίου (βλέπε 3 Απριλίου). Ο όσιος Θεοστήρικτος. συνέθεσε και «Κανόνα Παρακλητικὸν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον». Έζησε σε βαθιά γεράματα και απεβίωσε ειρηνικά.
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Στηριγμὸς φερωνύμως τῶν πιστῶν ἐχρημάτισας, δι’ ὁμολογίας τῆς θείας, Θεοστήρικτε Ὅσιε· ὑπὲρ γὰς τῆς Εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, ὑπέμεινας κακώσεις καὶ δεσμά· διὰ τοῦτο καὶ Τριγλία ἡ σὴ πατρίς, τιμᾷ σε ἀνακράζουσα· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὀρθοδόξοις δόγμασι, λελαμπρυσμένος, ὡς ἀστὴρ πολύφωτος ὁμολογίας τῷ φωτί, καταπυρσεύεις ἑκάστοτε, τοὺς σὲ τιμῶντας, σοφὲ Θεοστήρικτε.
Χαίροις τῆς Τριγλίας θεῖος βλαστός, καὶ ὁμολογίας, Θεοστήρικτε λαμπηδών· χαίροις ὁ προστάτης, καὶ θεῖος ἀντιλήπτωρ, τῶν πίστει ἐκτελούντων, Πάτερ τὴν μνήμην σου.
- Άγιος Πατρίκιος
Ο Άγιος Πατρίκιος (Patrick) γεννήθηκε στην πόλη Γκλέβουμ της Σκωτίας, κοντά στην εκβολή των ποταμών Σέβερν και Άβον περί το 380 μ.Χ. Καταγόταν από βρεττανορωμαϊκή οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν διάκονος και δεκουρίονας και ονομαζόταν Καλφουρίνος και ο παππούς του ιερέας και ονομαζόταν Πότιτος. Το όνομα της μητέρας του ήταν Κονκέσσα. Σε ηλικία 16 ετών συνελήφθη αιχμάλωτος και μεταφέρθηκε στην Ιρλανδία, όπου και παρέμεινε έξι χρόνια. Οι ώρες της μοναξιάς, όταν ως σκλάβος έβοσκε το κοπάδι του, περνούσαν με προσευχή στον Θεό, τον Οποίο μέσα στην δοκιμασία του ο Άγιος είχε ανακαλύψει. Ο ίσιος ο Κύριος θα μιλήσει στον Άγιο, ενώ αυτός κοιμόταν και θα του πει να γυρίσει στην πατρίδα με ένα πλοίο που ήταν έτοιμο γι’ αυτόν. Αυτή η πρώτη φορά που του μίλησε ο Κύριος, δεν θα είναι και η τελευταία. Θα ακολουθήσει μια σειρά από καθοριστικές εμφανίσεις του Κυρίου στην ζωή του. Οι εμφανίσεις αυτές καθώς και οι προτροπές του Κυρίου είναι ένα στοιχείο που τονίζεται ιδιαίτερα στα γραπτά του Αγίου.
Ο Άγιος, το 402 μ.Χ., απέδρασε από εκεί, όπως του προείπε ο Θεός, αλλά η τρικυμία οδήγησε το πλοίο στις βορειοδυτικές ακτές της Γαλατίας, στην Αρμορική. Το πλοίο έφθασε στην Γαλατία, αλλά εκεί το πλήρωμά του δεν στάθηκε δυνατό να βρει τροφή. Τότε ο καπετάνιος παρακάλεσε τον Άγιο να προσευχηθεί στον Θεό, για να τους βοηθήσει. Ο Άγιος τους μίλησε για την παντοδυναμία και την φιλανθρωπία του Θεού, καλώντας τους να μεταστραφούν στον Κύριο και να μετανοήσουν και τους διαβεβαίωσε ότι την ίδια κιόλας ημέρα θα βρουν τροφή. Πράγματι, έτσι κι έγινε. Η περιπλάνηση του Αγίου συνεχίζεται στα νησιά του Τυρρηνικού πελάγους. Τελικά επέστρεψε στη Βρετανία, αλλά ένα όραμα που είδε τον κάλεσε να γυρίσει και πάλι στην Ιρλανδία, για να βοηθήσει τους Χριστιανούς. Αμέσως μετά μετέβη στην Γαλλία, στην πόλη της Ωξέρρης, όπου παρέμεινε επί πολλά έτη προετοιμαζόμενος για την ιεροσύνη. Λέγεται ότι γνώρισε τον Άγιο Μαρτίνο και τον Άγιο Γερμανό, ο οποίος τον απέστειλε στην Ιρλανδία το 432 μ.Χ. ως Επίσκοπο.
Το κήρυγμά του εκεί, είχε μεγάλη απήχηση στον λαό. Βάπτισε χιλιάδες πιστών, χειροτόνησε πολλούς ιερείς, ανήγειρε ναούς και επισκοπή. Ενθάρρυνε το μοναχισμό, ο οποίος μέχρι τότε είχε κέλτικο χαρακτήρα. Κατά την διάρκεια των ιεραποστολικών περιοδειών του, ο Άγιος συνήθιζε να μην ταξιδεύει από το βράδυ του Σαββάτου έως το πρωί της Δευτέρας. Προετοιμαζόταν για την Θεία Λειτουργία της Κυριακής και αφιέρωνε το χρόνο αυτό στον Κύριο.
Ο επίσκοπος Πατρίκιος μας άφησε γραπτά που σώζονται ως σήμερα. Σώζεται η Ομολογία του, η αυτοβιογραφία του, ένα γράμμα που καταδικάζει τη δουλεία και ο αξιοσημείωτος ύμνος του (breastplate), όπου ομολογεί την απόλυτη πίστη του στο Χριστό. Ήταν ένας εξαιρετικός ποιμένας ψυχών. Σύμφωνα με την παράδοση έδιωξε όλους τους δαίμονες και όλα τα φίδια από την Ιρλανδία. Μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί δηλητηριώδη φίδια στην Ιρλανδία.
Επίσης δίδαξε το μυστήριο της μίας και ομοουσίου Αγίας Τριάδος χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το τριφύλλι, ένα τοπικό φυτό του οποίου τα φύλλα αποτελούνται από τρία κομμάτια αλλά στην ουσία είναι ένα.
Ο λαός της Ιρλανδίας τον αγάπησε πολύ και εορτάζει την μνήμη του με λαμπρότητα. Ο Άγιος Πατρίκιος κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη το έτος 461 μ.Χ. (η κατ’ άλλους το 493 μ.Χ.), στο Σάουτ της Ουαλίας.
- Μνήμη της φοβεράς απειλής του σεισμού
Ο σεισμός έγινε το έτος 790 μ.Χ., επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του ΣΤ’ του Πορφυρογέννητου (780 – 798 μ.Χ.), υιού της Ειρήνης της Αθηναίας. Όπως αναφέρεται στο Λαυρεωτικό Κώδικα, όλη η γη κλονιζόταν επί πολλές ημέρες. Τότε κατέπεσε μεγάλο μέρος των τειχών της Κωνσταντινουπόλεως, ράγισαν ναοί και κατέπεσαν οικίες. Ο βασιλεύς μαζί με τον Πατριάρχη και τον λαό, έκαναν λιτανείες με τον Τίμιο Σταυρό, τα άγια λείψανα και τις ιερές εικόνες και προσεύχονταν με δάκρυα και νηστεία να τους ελεήσει ο Θεός και να αποστρέψει την οργή Του. Ο Κύριος έγινε ελπίδα για όλους και κατάπαυσε τον τρόμο της γης.
- Άγιος Παύλος ο Οσιομάρτυρας
Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Παύλος καταγόταν από την Κρήτη και μαρτύρησε επί του αρχισατράπου της νήσου Κρήτης, Θεοφάνους Λαρδοτύρου, όπως πληροφορούμαστε από τον βίο του Αγίου Στεφάνου του Νέου, του οποίου την μνήμη τιμά η Εκκλησία στις 28 Νοεμβρίου. Ο Στέφανος ήταν μοναχός στο όρος Αυξεντίου της Βιθυνίας, συνελήφθη ως εικονόφιλος και φυλακίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε’ του Κοπρώνυμου (740 – 775 μ.Χ.). Μέσα στην φυλακή βρήκε και άλλους 342 μοναχούς, που είχαν φυλακισθεί για τον ίδιο λόγο, μεταξύ των οποίων και έναν μοναχό από την Κρήτη με το όνομα Αντώνιος. Αυτός άρχισε να διηγείται στους άλλους φυλακισμένους μοναχούς περί της αγριότητας των διωγμών στην Κρήτη και περί του μαρτυρίου του Αγίου Παύλου. Ο αρχισατράπης Θεοφάνης, αφού οδήγησε τον Άγιο Παύλο στο Πραιτώριο του Ηρακλείου, τον εκβίαζε ή να ποδοπατήσει την εικόνα του Κυρίου, ο Οποίος σταυρώθηκε για τον άνθρωπο, ή να ακολουθήσει την οδό των βασανιστηρίων. Ο Άγιος όχι μόνο αρνήθηκε να το πράξει, αλλά γονάτισε και ασπάσθηκε την εικόνα. Εξαγριωμένος ο αρχισατράπης έδωσε εντολή να γδύσουν τον Άγιο και να τον δέσουν με σίδερα. Κατόπιν, αφού τον κρέμασε, τον έκαψε ζωντανό. Το μαρτύριό του τοποθετείται περί το 765 ή το 766 μ.Χ.
- Άγιος Μαρίνος
Ο Άγιος Μαρίνος έζησε στα χρόνια των διωγμών της Εκκλησίας. Χριστιανός από τη γέννηση του, ανατράφηκε με πολλή επιμελημένη ευσέβεια και με θερμότατο ζήλο για την πίστη. Όταν συνελήφθη σαν χριστιανός, ομολόγησε με θάρρος την πίστη του και ήλεγξε τους ειδωλολάτρες για τις ανόητες θυσίες τους, όταν αυτοί έβρισαν τη χριστιανική θρησκεία. Τότε τον βασάνισαν άγρια. Τον έδειραν με μαστίγια, του έσπασαν κατόπιν το στόμα και τα δόντια, και τελευταία πήρε το στεφάνι της μαρτυρικής τελείωσης με αποκεφαλισμό.
- Άγιος και Δίκαιος Λάζαρος ο φίλος του Χριστού
Τη μνήμη του αναφέρουν ο Συναξαριστής του Delehaye και ο Λαυριωτικός Κώδικας Ι 70. Στον ανωτέρω Κώδικα αναφέρεται το εξής: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ ἀνάστασις τοῦ ἁγίου καὶ δικαίου Λαζάρου τοῦ φίλου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὃν ἐκ νεκρῶν ἤγειρεν ἐν τῇ πόλει Βηθανίᾳ πλησίον Ἱεροσολύμων, ὅτε σαρκὶ περιεπολεύετο ἐν τῇ γῇ ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἡμῶν διὰ τὴν σωτηρίαν». Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε στις 17 Οκτωβρίου και στο Σάββατο του Λαζάρου.
- Όσιος Μακάριος ηγούμενος της μονής Κολγιαζίν της Ρωσίας
Ο Όσιος Μακάριος, κατά κόσμο Ματθαίος, γεννήθηκε το έτος 1402 μ.Χ. στο χωριό Κοζίνο της Ρωσίας, που βρισκόταν κοντά στην πόλη Καζίν. Ο πατέρας του Βασίλειος Κόζα, ήταν στρατιωτικός στην υπηρεσία του πρίγκιπα Βασιλείου Β’ του Οσκούρου. Κατόπιν επιμονής των γονέων του και παρά την μοναχική του κλίση, νυμφεύθηκε την Ελένη Γιαχόντοβα. Τα επόμενα τρία χρόνια πέθαναν οι γονείς του και η σύζυγός του. Έτσι ο Όσιος εισήλθε στη μονή του Αγίου Νικολάου του Κολμπούκωφ, όπου εκάρη μοναχός. Με την ευλογία του ηγουμένου άφησε τη μονή και ασκήτευε σε ερημική περιοχή κοντά σε δύο λίμνες της περιοχής του Καζίν. Αργότερα έγινε ηγούμενος της μονής Κολγιαζίν. Εδώ συνέχισε τον πνευματικό του αγώνα. Ήταν απλός και πολλές φορές αποσυρόταν στην έρημο, για να ζήσει ησυχαστικά. Μέσα στο δάσος συνομιλούσε με τα άγρια θηρία, τα οποία έπαιρναν την τροφή τους από το χέρι του Αγίου. Ο Όσιος Μακάριος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1483 μ.Χ.
- Άγιος Γαβριήλ ο Μικρός ο Οσιομάρτυρας
- Άγιος Θεόδουλος ο Ιερομάρτυρας ο Σιναΐτης
- Άγιος Παύλος ο Οσιομάρτυρας ο ἐν Κύπρῳ ἀθλήσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου