Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Στις 12 Απριλίου γιορτάζουν…

  • Μεγάλη Τετάρτη – Της αλειψάσης τον Κύριον μύρω. 
Κατά την Μεγάλη Τετάρτη επιτελούμε ανάμνηση του γεγονότος της αλείψεως του Κυρίου με μύρο από μια πόρνη γυναίκα. Επίσης φέρεται στη μνήμη μας, η σύγκλιση του Συνεδρίου των Ιουδαίων, του ανωτάτου δηλαδή Δικαστηρίου τους, προς λήψη καταδικαστικής αποφάσεως του Κυρίου, καθώς και τα σχέδια του Ιούδα για προδοσία του Διδασκάλου του.
Δύο μέρες πριν το Πάσχα, καθώς ο Κύριος ανέβαινε προς τα Ιεροσόλυμα, κι ενώ βρισκόταν στο σπίτι στου λεπρού Σίμωνα, τον πλησίασε μια πόρνη γυναίκα κι άλειψε το κεφάλι Του με πολύτιμο μύρο. Η τιμή του ήταν γύρω στα τριακόσια δηνάρια, πολύτιμο άρωμα και γι’ αυτό οι μαθητές την επέκριναν και περισσότερο απ’ όλους ο Ιούδας. Γνώριζαν οι μαθητές καλά πόσο μεγάλο ζήλο έδειχνε πάντοτε ο Χριστός για την ελεημοσύνη προς τους φτωχούς. Ο Χριστός όμως την υπερασπίσθηκε, για να μην αποτραπεί απ’ το καλό της σκοπό. Ανέφερε μάλιστα και τον ενταφιασμό Του, προσπαθώντας να αποτρέψει τον Ιούδα από τη προδοσία, αλλά μάταια. Τότε απέδωσε στη γυναίκα την μεγάλη τιμή να διακηρύσσεται το ενάρετο έργο της σε ολόκληρο την οικουμένη. Ο Ιερός Χρυσόστομος υποστηρίζει ότι δύο ήταν οι γυναίκες που άλειψαν με μύρο τον Κύριο. Οι τρεις πρώτοι Ευαγγελιστές αναφέρουν μια και την ίδια γυναίκα, που πήρε την ονομασία πόρνη. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης όμως κάνει λόγο για άλλη γυναίκα, αξιοθαύμαστη και σεμνή, τη Μαρία την αδελφή του Λαζάρου, που άλειψε τα άχραντα πόδια Του σκουπίζοντας τα με τις τρίχες των μαλλιών της. 
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθής, ἵνα μῄ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς, ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.
(Μετάφραση Ανδρέας Θεοδώρου)
Να, ὁ Νυμφίος ἔρχεται στὸ μέσο τῆς νύχτας, κι εὐτυχισμένος θὰ εἶναι ὁ δοῦλος ποὺ θὰ τὸν βρεῖ (ὁ Νυμφίος) ξάγρυπνο νὰ τὸν περιμένει· ἀνάξιος ὅμως πάλι θὰ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τὸν βρεῖ ράθυμο καὶ ἀπροετοίμαστο. Βλέπε, λοιπόν, ψυχή μου νὰ μὴ βυθιστεῖς στὸν πνευματικὸ ὕπνο, γιὰ νὰ μὴν παραδοθεῖς στὸ θάνατο (τῆς ἁμαρτίας) καὶ νὰ μείνεις ἔξω τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἀνάνηψε κράζοντας· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶσαι ἐσὺ ὁ Θεὸς· σῶσε μας διὰ τῆς προστασίας τῶν ἐπουρανίων ἀσωμάτων δυνάμεων (τῶν Ἀγγέλων).
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Ὑπὲρ τὴν Πόρνην Ἀγαθὲ ἀνομήσας, δακρύων ὄμβρους οὐδαμῶς σοι προσῆξα, ἀλλὰ σιγῇ δεόμενος προσπίπτω σοι, πόθῳ ἀσπαζόμενος, τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ὅπως μοι τὴν ἄφεσιν, ὡς Δεσπότης παράσχῃς, τῶν ὀφλημάτων κράζοντι Σωτήρ. Ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαί με.
(Μετάφραση Ανδρέας Θεοδώρου)
Ἀγαθὲ Κύριε, ἂν καὶ ἁμάρτησα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν πόρνη ὅμως δέ σοῦ πρόσφερα (ὅπως ἐκείνη) βροχὴ δακρύων μετανοίας· ἀλλὰ πέφτω στὰ πόδια σου, σιωπηλὰ δεόμενος καὶ ἀσπαζόμενος τὰ ὁλοκάθαρα πόδια σου, νὰ μοῦ χορηγήσεις συγχώρηση τῶν πταισμάτων μου, κράζοντας Σωτῆρα μου: Λύτρωσέ με ἀπὸ τὸν ἠθικὸ βόρβορο τῶν ἁμαρτημάτων μου καὶ σῶσε με.
Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Πόρνη προσῆλθέ σοι, μύρα σὺν δάκρυσι, κατακενοῦσά σου ποσὶ Φιλάνθρωπε, καὶ δυσωδίας τῶν κακῶν, λυτροῦται τῇ κελεύσει σου, πνέων δὲ τὴν χάριν σου, μαθητής ὁ ἀχάριστος, ταύτην ἀποβάλλεται, καὶ βορβόρῳ συμφύρεται, φιλαργυρίᾳ ἀπεμπολῶν σε. Δόξα Χριστὲ τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου.
(Μετάφραση Ανδρέας Θεοδώρου)
Μιὰ πόρνη γυναίκα σὲ πλησίασε, φιλάνθρωπε Κύριε, καὶ ἄδειασε στὰ πόδια σου ἀρώματα ἀνακατεμένα μὲ δάκρυα. Καὶ τὴ στιγμὴ ἐκείνη λυτρώθηκε μὲ τὸ πρόσταγμά σου ἀπὸ τὴ δυσωδία τῶν ἁμαρτημάτων της. Ἀντίθετα ὁ Ἰούδας, ὁ ἀχάριστος μαθητής, ἂν καὶ ἀνέπνεε τὴν εὐωδία της χάριτός σου, ἀπέβαλε αὐτὴ καὶ ἀναμίχτηκε μὲ τὴν ἀναθυμίαση τοῦ βορβόρου τῆς ἁμαρτίας, πουλώντας σε ἀπὸ φιλαργυρία. Δόξα, Χριστέ, στὴν εὐσπλαχνία σου!
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἰούδας ὁ δόλιος, φιλαργυρίας ἐρῶν, προδοῦναί σε Κύριε, τὸν θησαυρὸν τῆς ζωῆς, δολίως ἐμελέτησεν. Ὅθεν καὶ παροινήσας, τρέχει πρὸς Ἰουδαίους, λέγει τοῖς παρανόμοις. Τί μοι θέλετε δοῦναι, κᾀγὼ παραδώσω ὑμῖν, εἰς τὸ σταυρῶσαι αὐτόν;
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἡ Πόρνη ἐν κλαυθμῷ, ἀνεβόα οἰκτίρμον, ἐκμάσσουσα θερμῶς, τοὺς ἀχράντους σου πόδας, θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς, καὶ ἐκ βάθους στενάζουσα. Μὴ ἀπώσῃ με, μηδὲ βδελύξῃ Θεέ μου, ἀλλὰ δέξαι με, μετανοοῦσαν, καὶ σῶσον, ὡς μόνος φιλάνθρωπος.
Ὁ Οἶκος
Ἡ πρῴην ἄσωτος Γυνή, ἐξαίφνης σώφρων ὤφθη, μισήσασα τὰ ἔργα, τῆς αἰσχρᾶς ἁμαρτίας, καὶ ἡδονὰς τοῦ σώματος, διενθυμουμένη τὴν αἰσχύνην τὴν πολλήν, καὶ κρίσιν τῆς κολάσεως, ἣν ὑποστῶσι πόρνοι καὶ ἄσωτοι, ὧν περ πρῶτος πέλω, καὶ πτοοῦμαι, ἀλλ’ ἐμμένω τῇ φαύλῃ συνηθείᾳ ὁ ἄφρων, ἡ Πόρνη δὲ γυνή, καὶ πτοηθεῖσα, καὶ σπουδάσασα ταχύ, ἦλθε βοῶσα πρὸς τὸν Λυτρωτήν· Φιλάνθρωπε καὶ οἰκτίρμον, ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαί με.
  • Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής Επίσκοπος Παρίου. 
Απτόητος πρόμαχος της τιμητικής προσκύνησης των εικόνων ο Βασίλειος, αποδοκίμασε με όλες του τις δυνάμεις τους εικονομάχους αυτοκράτορες. Η μεγάλη θεολογική του κατάρτιση σε συνδυασμό με την ενάρετη ζωή του, τον ανέδειξαν επίσκοπο της πόλης Παρίου στις ακτές της Προποντίδας.
Η στάση του όμως αυτή έναντι των εικονομάχων αυτοκρατόρων έγινε αιτία να διωχθεί σκληρά. Υπέστη πολλά δεινά και πέρασε «εν λιμώ και δίψει, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι» (Β’ προς Κορινθίους, ια’ 27), δηλαδή, με πείνα και δίψα, με νηστείες πολλές φορές, με κρύο και γυμνότητα. Αλλά ο Βασίλειος, όπου και αν τον εξόριζαν οι αυτοκράτορες, ποτέ δεν έχανε την ευκαιρία να υπερασπίζει την Ορθοδοξία. Αναφέρεται δε ότι κατά τους χρόνους της βασιλείας του Μιχαήλ του Τραυλού (820 – 829 μ.Χ.) και του Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.) διέμενε εξόριστος σε κάποιο μικρό νησί προ της Κωνσταντινουπόλεως. Τέλος, τον αξίωσε ο Θεός να δει το θρίαμβο της Ορθοδοξίας και συγχρόνως το ναυάγιο της εικονομαχίας. Όταν επέστρεψε στην επισκοπή του, τον υποδέχθηκαν με μεγάλες τιμές και εκεί παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στον Κύριο. Ο Άγιος Βασίλειος χειροτόνησε διάκονο και πρεσβύτερο τον μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Άγιο Ιγνάτιο Α’ (τιμάται 23 Οκτωβρίου). 
Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἱερεὺς τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, ὁμολογίας διαλάμπεις τὴ αἴγλη, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε Βασίλειε, τῶν εἰκονομάχων γάρ, τὴν ἀπάτην ἐλέγχων, πόνοις προσωμίλησας, ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ μεταστᾶς ἐν δόξῃ πρὸς Θεόν, τῶν σὲ τιμώντων, ἀπαύστως μνημόνευε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Βασίλειε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπέρ ἡμῶν.
Τὴν βασιλικήν, προσάγων ἱερουργίαν, τῷ Παμβασιλεῖ, Βασίλειε θεοφάντορ, ὁλοκάρπωμα θεῖον, τοὺς θείους ἀγῶνάς σου, ἱερῶς αὐτῷ προσέφερες, Ἱεράρχα πανσεβάσμιε, ἐκβοῶν τοῖς προσιοῦσί σοι· Ἡ τῆς Εἰκόνος τιμή, ἀνυψοῦται Χριστῷ.
  • Οσία Ανθούσα, θυγατέρα του Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου. 
Η Οσία Ανθούσα ήταν θυγατέρα του εικονομάχου βασιλιά Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου και της τρίτης συζύγου του Ευδοκίας. Γεννήθηκε μέσα στην ανακτορική δόξα και λαμπρότητα, αλλά αυτή ζήτησε άλλου την ευχαρίστηση και παρηγοριά της ψυχής της.
Μάταια ο βασιλιάς πατέρας της (741 – 775 μ.Χ.) θέλησε να την παντρέψει με νέο που είχε όλα τα πλεονεκτήματα του γένους, του κάλλους και του πλούτου. Αυτή έφερε στην καρδιά της βαθειά τη θλίψη, ότι ο πατέρας της ήταν εχθρός των εικόνων και δεν ήθελε σύζυγο που είχε τα ίδια φρονήματα μ’ αυτόν. Παρέμεινε λοιπόν άγαμη και χρησιμοποιούσε τον καιρό της σε έργα ελέους και φιλανθρωπίας.
Μετά το θάνατο του πατέρα της, μοίρασε τα υπάρχοντα της σε φτωχούς, φιλανθρωπικά ιδρύματα και ναούς και έγινε μοναχή από τον Πατριάρχη Ταράσιο μολονότι δέχθηκε πολλές παρακλήσεις και πιέσθηκε από την ευσεβέστατη αυγούστα Ειρήνη την Αθηναία (797 – 802 μ.Χ.) να μείνει μαζί της και να συμβασιλεύσει. Στο μοναστήρι η ζωή της ήταν ασκητική, γεμάτη ταπεινοφροσύνη και αγάπη. Το έτος 809 μ.Χ. και σε ηλικία 52 ετών έφυγε από τον κόσμο αυτό, σ’ όλα άξια του αμάραντου στεφάνου της αιώνιας βασιλείας, η παρθένος η σεμνή, που καταφρόνησε τις ψεύτικες λάμψεις και τις απατηλές τιμές των πρόσκαιρων βασιλειών της γης.
  • Άγιος Αρτέμων ο Ιερομάρτυρας. 
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Αρτέμων έζησε κατά τους χρόνους της βασιλείας του Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.) και ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας στη Λαοδικεία. Ένα χρόνο πριν το θάνατό του, μπήκε στο ναό των Ελλήνων με τον Επίσκοπο Σισίννιο και κατέστρεψε τα είδωλα. Όταν ο άρχοντας της χώρας πληροφορήθηκε από τους ειδωλολάτρες το γεγονός αυτό τον συνέλαβε. Ο Άγιος Αρτέμων τελειώθηκε μετά από λίγο διά ξίφους.
  • Όσιος Ακάκιος ο Νέος, ο Καυσοκαλυβίτης. 
Ο Όσιος Ακάκιος έζησε και ανεδείχθη κατά τους σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε μάλλον λίγα χρόνια μετά το έτος 1630 μ.Χ., στο χωριό Γόλιτσα των Αγράφων, της (τότε) επαρχίας Φαναρίου και Νεοχωρίου, στη σημερινή κοινότητα Αγίου Ακακίου του νομού Καρδίτσας. Οι γονείς του, ευσεβείς και ενάρετοι Χριστιανοί, με την εργασία τους κατόρθωσαν στα δύσκολα εκείνα χρόνια να εξασφαλίσουν τα αναγκαία της ζωής τους με αυτάρκεια και στοργικά είχαν αφοσιωθεί στην ανατροφή των δύο παιδιών τους που τους χάρισε ο Θεός. Όμως ο πρόωρος θάνατος του πατέρα συγκλόνισε την οικογένεια και επισκίασε την ευτυχία τους.

Ο Αναστάσιος, αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του Οσίου, έμεινε ορφανός σε πολύ μικρή ηλικία. Η μητέρα τους με τη βαθιά χριστιανική πίστη και την ευσέβειά της αγωνίζεται αγώνα σκληρό «πρὸς τὰ τῆς χηρείας δεινά» και αναλαμβάνει μόνη της το βάρος της οικογενειακής ευθύνης. Εργάζεται αγόγγυστα για να συντηρήσει τα δύο ανήλικα παιδιά της και να τα αναθρέψει με παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Πολύ σύντομα στο πλευρό της γυναίκας του βρέθηκε και ο μικρός Αναστάσιος, για να αναλάβει και εκείνος ένα μέρος από τις ευθύνες για τη συντήρηση της οικογένειάς του.
Ο λόγος του Ευαγγελίου είχε συγκλονίσει από νωρίς την καρδιά του Αναστασίου και η φλόγα της θείας αγάπης θέρμαινε την παιδική του ψυχή. Ένιωθε ζωηρά και πολύ έντονα την κλίση και τον ζήλο προς τον μοναχικό βίο. Γι’ αυτό απέφευγε τον θόρυβο του κόσμου και αναζητούσε συχνά την ησυχία σε τόπους ερημικούς. Εκεί, αφοσιωμένος στον Θεό, διέθετε όλο τον χρόνο του στην προσευχή και τη νηστεία. Σύντομα αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και σε ηλικία είκοσι τριών ετών έφυγε προς τα μέρη της Ζαγοράς Βόλου. Κατέληξε στο μοναστήρι της Σουρβιάς, που είχε χτίσει ο Όσιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή της Μακρυνίτσας Βόλου και είναι αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα.
Όταν έφθασε στο μοναστήρι τον υποδέχθηκαν με καλοσύνη. Παρουσιάσθηκε στον ηγούμενο και με όλο τον σεβασμό ανέφερε τον σκοπό της επισκέψεώς του. Εκείνος τον άκουσε με προσοχή και του εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια τις δυσκολίες της μοναχικής ζωής, αλλά και το αυστηρό πρόγραμμα της μονής. Ο Αναστάσιος όμως επέμενε, δίνοντας την υπόσχεση πως με την βοήθεια του Θεού θα υπερνικήσει όλα τα εμπόδια και θα ανταποκριθεί στα καθήκοντα που όριζε η μοναχική πολιτεία. Ο ηγούμενος, ως έμπειρος πνευματικός, διέγνωσε τον ένθεο ζήλο του Αναστασίου και διαπίστωσε την αμετακίνητη και σταθερή απόφασή του να μονάσει. Έτσι τον δέχθηκε στο μοναστήρι. Εκεί ο Αναστάσιος εκάρη μοναχός με το όνομα Ακάκιος. Και την ίδια νύχτα που δέχθηκε το αγγελικό σχήμα και περιεβλήθηκε το μοναχικό ένδυμα, αξιώθηκε με θεία οπτασία. Είδε σαν να βαστούσε στα χέρια του μια αναμμένη λαμπάδα, που είχε φως υπέρλαμπρο και φώτιζε όλο τον τόπο εκείνο.
Ο νέος μοναχός με την συμπεριφορά, την εργατικότητα και την πνευματικότητά του κέρδισε την αγάπη και την συμπάθεια όλων των πατέρων της μονής. Όμως, οι ανάγκες και οι απαιτήσεις του μοναστηριού δεν τον ικανοποιούσε πλέον, διότι πολύ σύντομα είχε κατακτήσει τις μοναχικές αρετές του απλού μοναχού και η ψυχή του αναζητούσε άλλο χώρο για απόλυτη ησυχία και μεγαλύτερη άσκηση.
Έτσι, μεταξύ των ετών 1660-1670 μ.Χ., αναχωρεί για το Άγιον Όρος. Αρχικά ο Όσιος κατευθύνθηκε στην περιοχή της Μεγίστης Λαύρας και κατέφυγε σε κάποιο σπήλαιο, κοντά στη «Σκήτη του Καυσοκαλύβη», όπου ασκήτεψε για ένα χρονικό διάστημα. Το ενδιαφέρον του για την όσο το δυνατόν καλύτερη μόρφωσή του, τον οδήγησε στο να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα ασκήσεως και πνευματικής εργασίας. Χωρίς καμιά καθυστέρηση επισκέπτεται μοναστήρια και σκήτες, ερημητήρια ησυχαστών και σπήλαια ασκητών και αναζητεί, «ὡς ἐλαφρῶς διψώσα ἐπὶ τᾶς πηγᾶς τῶν ὑδάτων», τους εκλεκτούς και δοκιμασμένους μοναχούς. Υποτάσσεται πρόθυμα σε αυτούς, συνεργάζεται μαζί τους και μαθητεύει με υπομονή κοντά τους.
Ο Όσιος φθάνει τελικά στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου και μετά από σύντομη επίσκεψη σε αυτό απομακρύνεται σε ερημική τοποθεσία επάνω στο μοναστήρι, για να ησυχάσει. Εκεί έμεινε πολύ καιρό και κάθε Σάββατο κατέβαινε στο μοναστήρι και εκκλησιαζόταν.
Επόμενος σταθμός του ήταν η σκήτη του Παντοκράτορος, όπου συναντήθηκε με τον γνωστό από το μοναστήρι της Σουρβιάς γέροντα πνευματικό του, που είχε έλθει από τη Ζαγορά του Βόλου για να σπουδάσει τη βυζαντινή μουσική. Ο γέροντας χάρηκε πάρα πολύ όταν συναντήθηκε με τον Όσιο και ζήτησε να τον πάρει μαζί του ως μοναχό. Εκείνος όμως ζήτησε την ευχή του και τον παρακάλεσε να μην επιμείνει, διότι ήθελε να ασκητέψει μόνος του.
Ύστερα από την συνάντηση αυτή ο Όσιος έφυγε από τη σκήτη του Παντοκράτορος προς άγνωστη κατεύθυνση και με συμβουλή του γέροντος πνευματικού Γαλακτίωνος ήλθε στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, επάνω στη Μεταμόρφωση, για να μονάσει. Εκεί ασκητεύοντας παρέμεινε είκοσι ολόκληρα χρόνια.
Κάποτε ο Όσιος Ακάκιος είδε τον Όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη (τιμάται 13 Ιανουαρίου), με κάτασπρη και αστραφτερή ιερατική στολή, να περιφέρεται και να θυμιατίζει όλο το ναό και ένα πλήθος μοναχών με την ίδια λευκή στολή να τον ακολουθούν. Και όταν ο Όσιος Ακάκιος ρώτησε, «ποιοι ήσαν αυτοί που τον συνόδευαν», ο Όσιος Μάξιμος απάντησε: «Είναι όλοι εκείνοι οι Όσιοι Πατέρες από την περιοχή των Καυσοκαλυβίων, οι οποίοι χάρις σε αυτόν ευρήκαν τη σωτηρία τους».
Επειδή τα χρόνια περνούσαν και η περιοχή που ασκήτευε ο Όσιος ήταν δύσβατη και άνυδρη, αναγκάσθηκε να μετακινηθεί χαμηλότερα προς τη θάλασσα, προς το ακρωτήρι της Αθωνικής Χερσονήσου, εκεί όπου βρίσκεται η σημερινή σκήτη των Καυσοκαλυβίων (Αγίας Τριάδος). Εκεί ο Όσιος αναζήτησε την κατοικία του σε ένα μικρό σπήλαιο, το οποίο μέχρι σήμερα φέρει το όνομά του. Με τις σπάνιες αρετές του αναδείχθηκε κατά τον υμνωδό «κορυφαίος των Ασκητών και Θεοφόρων Πατέρων το καύχημα».
Ο Όσιος Ακάκιος προέβλεψε και προείπε την κοίμησή του σε όλους τους υποτακτικούς που μόναζαν κοντά του. Ιδιαίτερα όμως στον μοναχό Αθανάσιο, ο οποίος έφθασε στο σπήλαιο του Οσίου από την σκήτη της Αγίας Άννης για να λάβει την ευχή του, είπε: «Εγώ τώρα Αθανάσιε, πηγαίνω στράτα μακρά και πλέον δεν θα βλέπουμε ο ένας τον άλλον. Να έχεις την ευχή της Παναγίας μας». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του. Ευλόγησε έπειτα τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και κοιμήθηκε με ειρήνη την Κυριακή των Μυροφόρων, το έτος 1730 μ.Χ. και σε ηλικία εκατό περίπου ετών. 
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀκακίᾳ ἐμπρέπων Πάτερ Ἀκάκιε, καὶ λαμπρότητι βίου ἀστὴρ ὡς πάμφωτος, τῶν Ὁσίων μιμητὴς τῶν πάλαι γέγονας, καὶ χαρισμάτων θεϊκῶν, δαψιλῶς ἀξιωθείς, μὴ παύσῃ καθικετεύων, τὴν Παναγίαν Τριάδα, διδόναι πᾶσι τὸ θεῖον ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Θαβωρείου φωτὸς ἐκζητῶν τὴν λαμπρότητα, ἐν τῷ ῎Αθω βιώσας ἀνεπαύσω πληρώτατα· Ἀκάκιε, Ἀγράφων τέκνον τὸ σεπτόν, ἀγλάϊσμα ὁσίων τὸ φαιδρόν· ὅτι εὐχαῖς σου καὶ ἁγίαις διδαχαῖς Μάρτυρας νέους καὶ ὁσίους ἀθλητὰς ἀνέδειξας. Δόξα τῷ σὲ αὐγάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ δείξαντί σε ἐν παντὶ διδάχον ἔνθεον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Πρός Χριστόν τόν Σωτῆρα Πάτερ Ἀκάκιε, σέ πρεσβευτήν καί μεσίτην ἡμεῖς κεκτήμεθα νῦν, συμπαράλαβε τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας, σούς φοιτητάς τόν Ρωμανόν καί τόν Παχώμιον ὁμοῦ Νικόδημον καί αἰτεῖτε, δωρηθῆναι πλημελημάτων, ἡμῶν τήν λύσιν καί παντοίων δεινῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐπεφάνης Ὅσιε τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς ἀστὴρ νεόφωτος, καταλαμπρύνων τηλαυγῶς, τῶν Ὀρθοδόξων τὸ πλήρωμα, τοῖς σοῖς ἀγῶσι, παμμάκαρ Ἀκάκιε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῖς ἐνθέοις λόγοις σου καὶ προσευχαῖς σου εὐσεβῶς ἐπαίδευσας τοῖς προσιοῦσι μαθηταῖς εἰς ἀρετῶν τελειότητα καὶ μαρτυρίου στεφάνους, Ἀκάκιε.
Μεγαλυνάριον
Τοῦ καλοῦ ἀγῶνος τὸν ἀθλητήν, εὐδρομούντων νέων ὁδηγόν τε καὶ παιδευτήν, Καυσοκαλυβίων τε καὶ Ἀγράφων σέβας, Ἀκάκιον τὸν νέον, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἀγγέλων τὸν βίον ἐπιποθῶν καὶ εὐλαβῶν νέων τὴν πορείαν καθοδηγῶν, χοροὺς τῶν ἁγίων κοσμεῖς τε καὶ πλουτίζεις, Ἀκάκιε θεόφρον, πιστοὺς βοήθησον.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Εἰς Χριστὸν σοφὸν τὸν παιδαγωγόν, Καυσοκαλυβίων τὸν ἀστέρα τὸν φαεινόν, τὸν τὴν ἀκακίαν βιοῦντα καὶ βοῶντα, Ἀκάκιον τὸν νέον, ἐγκωμιάσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ κοινωνός, καὶ τῶν Μοναζόντων, ἀπλανέστατος ὁδηγός· χαίροις ἀκακίας, κατάκαρπος ἐλαία, Ἀκάκιε παμμάκαρ, Ἄθωνος καύχημα.
  • Μεταφορά της Τιμίας Ζώνης της Θεοτοόκου στην Κωνσταντινούπολη. 
Η μετακόμιση έγινε από την επισκοπή Ζήλα (στην Καππαδοκία) στην Κωνσταντινούπολη το έτος 942 μ.Χ., όταν βασιλείς ήταν οι Κωνσταντίνος και Ρωμανός οι Προφυρογέννητοι. Κατόπιν εναποτέθηκε στην αγία σορό των Χαλκοπρατείων στίς 12 Απριλίου.
  • Άγιοι Δήμης και Πρωτίων. 
Οι Άγιοι Μάρτυρες Δήμης ή Δημής και Πρωτίων, άθλησαν μαζί με άλλους Χριστιανούς κατά τους χρόνους της βασιλείας του Μαξιμιανού (285 – 305 μ.Χ.). Παρέστησαν αυτόκλητοι στον ηγεμόνα της χώρας τους, ενώπιον του οποίου ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Τότε εκείνος έδωσε εντολή και τους βασάνισαν ποικιλοτρόπως. Τους γύμνωσαν και τους έδεσαν με αλυσίδες και, αφού τους έριξαν στη γη, τους κτυπούσαν αλύπητα, ώστε φάνηκαν τα σπλάχνα αυτών. Στη συνέχεια ο ηγεμόνας τους έκλεισε στη φυλακή, όπου τους άφησε χωρίς τροφή και νερό επί τριάντα ημέρες. Όμως Άγγελος Κυρίου τους γιάτρεψε τις πληγές και τους έδιδε τροφή από τον ουρανό, κατά τον λέγοντα «ἄρτον Ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωπος». Όταν ο ηγεμόνας τους κάλεσε και πάλι για να τους εξετάσει και να ελέγξει αν έχουν μεταστραφεί, τους είδε σώους και υγιείς. Μόλις τα πλήθη των ασεβών είδαν το θαύμα της διασώσεως των Αγίων, έπεσαν στα πόδια τους και κραύγαζαν: «Χριστιανοί εσμέν». Τότε ο ηγεμόνας έδωσε εντολή να αποκεφαλισθούν. Έτσι τελειώθηκε ο βίος των Αγίων Μαρτύρων, οι οποίοι έλαβαν το στέφανο του μαρτυρίου και της δόξας.
  • Άγιοι Μηνάς, Δαβίδ και Ιωάννης οι Οσιομάρτυρες. 
Οι Άγιοι Οσιομάρτυρες Μηνάς, Δαβίδ και Ιωάννης ήταν μοναχοί και τελειώθηκαν τοξευόμενοι.
  • Άγιος Σέργιος Β’ Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης. 
Η μνήμη του Αγίου Σέργιου αναφέρεται από τον Γεδεών στο Βυζαντινό Εορτολόγιο σελ. 91 και το έχει πάρει από χειρόγραφο Ευαγγέλιο (του Αγιοταφίτικου Μετοχίου 426), οπού και μόνο εκεί σημειώνεται. Όπως φαίνεται, γινόταν το μνημόσυνο του στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στη Μονή του Μανουήλ, της οποίας έκανε ηγούμενος, διότι πουθενά άλλου δεν αναφέρεται στους Συναξαριστές η μνήμη του. Ο Σέργιος λοιπόν, καταγόταν από επίσημη οικογένεια. Ήταν ανεψιός του Πατριάρχη Φωτίου, ενάρετος και πολύ μορφωμένος. Ο Άγιος ήταν τόσο ταπεινός, που όταν μετά τον θάνατο του Πατριάρχου Θεοφυλάκτου, 27 Φεβρουαρίου του έτους 956 μ.Χ., του πρότειναν να αποδεχθεί τον πατριαρχικό θρόνο, αρνήθηκε και υπέδειξε τον Πολύευκτο. Το 999 μ.Χ. και σε ηλικία σχετικά μεγάλη, κλήθηκε από τον αυτοκράτορα Βασίλειο τον Β’ (976 – 1025 μ.Χ.) στον Πατριαρχικό θρόνο, σε διαδοχή του Σισινίου του Β’. Κυβέρνησε τον πατριαρχικό θρόνο θεοφιλώς για 20 χρόνια και απεβίωσε ειρηνικά το 1019 μ.Χ. Αξίζει να σημειωθεί ότι επί των ημερών του μεταφράστηκαν στη Ρωσική γλώσσα οι εκκλησιαστικοί νόμοι χάριν των ιερέων της Ρωσίας.
  • Όσιος Νεόφυτος ο έγκλειστος που ασκήτευσε στην Κύπρο. 
Ο Όσιος Νεόφυτος έζησε τον 12ο αιώνα μ.Χ. Γεννήθηκε στην κωμόπολη Λεύκαρα της Κύπρου το 1134 μ.Χ. και σε νεαρά ηλικία, παρά τη θέληση των γονέων του, Αθανασίου και Ευδοξίας, ακολούθησε το μοναχικό βίο, φλεγόμενος από θείο ζήλο. Κατέφυγε κατ’ αρχάς στη μονή του Αγίου Χρυσοστόμου, στο όρος Κουτσοβέντη, όπου ζήτησε να μείνει και να ασκητέψει. Μετά από πέντε χρόνια στο διακόνημα της καλλιέργειας αμπελώνων της μονής, στη θέση «Γούπαις», με την ευλογία του Ηγουμένου, επισκέπτεται για προσκύνημα τους Αγίους Τόπους. Εκεί παρέμεινε για σύντομο χρονικό διάστημα και όταν επέστρεψε πάλι στην Κύπρο μόνασε στην μονή του Χρυσοστόμου (1152 – 1158 μ.Χ.). Ζήτησε από τον Ηγούμενο της μονής να γίνει ερημίτης, χωρίς όμως επιτυχία. Η άρνηση του Ηγουμένου οδηγεί τον Όσιο να εγκαταλείψει τη μονή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, για να πάει στο όρος Λάτρος της Μικράς Ασίας, που ήταν μεγάλο μοναστικό κέντρο. Γι αυτό τον σκοπό πήγε στην Πάφο με την ελπίδα να βρει πλοίο να τον μεταφέρει εκεί. Στο ναύσταθμό όμως της Πάφου συνελήφθη ως φυγάς και φυλακίσθηκε. Όταν, με την μεσιτεία ευσεβών ανθρώπων, αποφυλακίζεται την επομένη ημέρα, αναζητά ερημητήριο στα ενδότερα της Μεγαλονήσου.
Τον Σεπτέμβριο του 1159 μ.Χ., επέλεξε να λαξεύσει την εγκλείστρα του στη Πάφο, γνωρίζοντας ότι «οὐδὲν πλέον τούτου καθέξει, κὰν καὶ τοῦ ὅλου κόσμου φθάση κρατῆσαι». Ο Όσιος παρέμεινε κλεισμένος μέσα στην εγκλείστρα του επί σαράντα χρόνια. Εκεί μορφώθηκε κατά τη θεία και ανθρώπινη σοφία και εμυήθηκε στα μυστικά της πνευματικής ασκήσεως. Αυτήν την εμπειρία την διεφύλαξε με πολλή προσοχή σε όλη του τη ζωή και με τη Χάρη του Θεού την αύξησε και την εφάρμοσε απόλυτα. Η φήμη του διαδόθηκε ευρύτατα και πλήθος Χριστιανών συνέρρεε, για να λάβει την ευχή και την ευλογία του.
Για να αποφύγει τον κόσμο ελάξευσε μέσα στα βράχια νέα εγκλείστρα και επικοινωνούσε με τον κόσμο μόνο κάθε Κυριακή. Σ’ αυτήν την απόφαση συνετέλεσε και η χειροτονία του σε πρεσβύτερο, το 1170 μ.Χ., από τον Επίσκοπο Πάφου Βασίλειο Κίνναμο και η σύσταση της πρώτης αδελφότητος προς το τέλος του 1170 μ.Χ. ή αρχές του 1171 μ.Χ. Η ύπαρξη πλέον μοναχών διευκόλυνε τον Αγιο να εντείνει τον εγκλεισμό, καθόσον οι υποτακτικοί του θα ανελάμβαναν τις ποικίλες εξωτερικές εργασίες της μονής. Όμως ο Αγιος δεν ήταν διδάσκαλος μόνο του πληρώματος της Εκκλησίας της Κύπρου, αλλά ήταν διδάσκαλος κυρίως των υποτακτικών του με το βίο και το παράδειγμά του.
Εν τω μεταξύ είχαν συμβεί διάφορα δραματικά γεγονότα στην Κύπρο, τα οποία την απέκοψαν από το Βυζάντιο και έφεραν τη δυστυχία στην Εκκλησία και το λαό. Η φτώχεια και η δυστυχία του λαού οδήγησε πολλούς να ζητήσουν τροφή στα μοναστήρια, ένα από τα οποία ήταν και η εγκλείστρα του Οσίου Νεοφύτου.
Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως στα χέρια των Φράγκων τον Απρίλιο του 1204 μ.Χ. ήταν ένα συνταρακτικό γεγονός και για τον Όσιο Νεόφυτο. Θεωρεί την Αλωση της Πόλεως, της προστάτιδος των Ορθοδόξων, «αποκαλυπτικό» γεγονός και γι αυτό επιχειρεί την ερμηνεία της Αποκαλύψεως, καταβάλλοντας προσπάθεια να εξηγήσει γιατί κυριάρχησαν οι δυνάμεις του Αντιχρίστου σε βάρος της Εκκλησίας του Χριστού.
Ο Όσιος κοιμήθηκε σε βαθύτατο γήρας στις 12 Απριλίου. Ο ίδιος ενταφιάσθηκε στον τάφο που είχε ετοιμάσει ο ίδιος, σε ξύλινο φέρετρο από ξύλο πεύκου, κέδρου και κυπαρρίσου το οποίο είχε κατασκευάσει, όταν ζούσε. Το ιερό λείψανο του φυλάσσεται μέχρι σήμερα στην ομώνυμη μονή της Πάφου, στην Κύπρο, που είναι αφιερωμένη στη μνήμη του. Η μνήμη του Αγίου επαναλαμβάνεται στις 24 Ιανουαρίου και στις 28 Σεπτεμβρίου (Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων του). 
Ἀπολυτίκιον
Tῶν Λευκάρων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων τὸ καύχημα, μονῆς Ἐγκλείστρας, Πολιοῦχε θεοφόρε πατὴρ ἡμῶν Νεόφυτε, νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ καὶ ἔγκλειστος ἐν ἄντρῳ καρτερῶν, θείαν χάριν ἐκομίσω, ἣν πιστοῖς νῦν παρέχει θήκη λειψάνων σου. Δόξα τῷ ταύτῃ βραβεύσαντι ἡμῖν, δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
‘Ηχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Των Λευκάρων τον γόνον, και της Κύπρου το καύχημα, και Μονής Εγκλείστρας το κλέος, θεοφόρον Νεόφυτον, τιμήσωμεν εν ύμνοις και ωδαίς, ως σκεύος ουρανίων αρετών, και ως πρέσβυν ημών μέγαν προς τον Θεόν, από ψυχής κραυγάζοντες. δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου, πάσιν ιάματα.
  • Άγιος Σάββας ο Μάρτυρας εν Μπουζάου Ρουμανίας. 
Ο Άγιος Μάρτυς Σάββας μαρτύρησε το έτος 372 μ.Χ. για την πίστη του στον Χριστό στο Μπουζάου της Ρουμανίας.
  • Άγιος Δαμιανός Επίσκοπος Παβίας. 
Ο Άγιος Δαμιανός καταγόταν από επιφανείς γονείς και γεννήθηκε κατά το πρώτο ήμισυ του 7ου αιώνα μ.Χ. Έγινε μοναχός και το έτος 680 μ.Χ. ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Παβίας της Λομβαρδίας. Ως Επίσκοπος, αφού καταπολέμησε σφοδρώς τους αιρετικούς Μονοθελητές, εργάστηκε δραστήρια για τη συμφιλίωση Βυζαντίου και Λομβαρδών. Η διακονία του προς τους φτωχούς και τους ασθενείς, σε κάποια επιδημία που ενέσκηψε στη Λομβαρδία, υπήρξε αξιοθαύμαστα. Ο Άγιος Δαμιανός κοιμήθηκε με ειρήνη, το έτος 710 μ.Χ.
  • Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου εν Μούρωμ Ρωσίας. 
Η ιερά εικόνα της Παναγίας του Μούρωμ μεταφέρθηκε στην πόλη αυτή από τον Άγιο Κωνσταντίνο τον Πρίγκιπα (τιμάται 3 Ιουλίου), στις αρχές του 12ου αιώνα μ.Χ., όταν οι κάτοικοί της ήταν ακόμη ειδωλολάτρες. Ο Άγιος Κωνσταντίνος προσπαθούσε να τους διδάξει την αλήθεια και να κηρύξει το Ευαγγέλιο, αλλά αυτοί δεν πίστευαν μέχρι που αποφάσισαν να τον φονεύσουν. Ο Άγιος τότε προσευχήθηκε θερμά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η Μητέρα του Θεού άκουσε την ικεσία του και φώτισε τις καρδιές των κατοίκων του Μούρωμ, οι οποίοι δέχθηκαν τον λόγο του Θεού και βαπτίσθηκαν. Όταν την έδρα της Επισκοπής του Μούρωμ κατείχε ο Άγιος Βασίλειος (τιμάται 3 Ιουλίου), πήρε την εικόνα και κρατώντας την στα χέρια έπλευσε επάνω στα νερά, έχοντας για σχεδία τον μανδύα του μέχρι το Ριαζάν, όπου και τοποθέτησε την ιερά εικόνα σε ναό της πόλεως.
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Μπελινίτς της Ρωσίας. 
Η ιερά εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου φυλασσόταν αρχικά σε μία από τις εκκλησίες της περιοχής του Μογκίλεβ της Ρωσίας. Με την επικράτηση της Ουνίας, το έτος 1596 μ.Χ., αυτή περιήλθε στα χέρια των Ουνιτών και τοποθετήθηκε σε μία εκκλησία του Ρωμαιοκαθολικού μοναστηριού του Μπελινίτς, το οποίο ιδρύθηκε κατά τα έτη 1622 – 1624 μ.Χ. από τον στρατηγό της Μεγάλης Λιθουανίας Λεβ Σαπέγκα στις εκβολές του ποταμού Ντρούτα, 45 χιλιόμετρα από το Μογκίλεβ. Με τη Χάρη του Θεού η εικόνα αποδόθηκε στους Ορθοδόξους, το έτος 1876 μ.Χ., με την ανακαίνιση της μονής του Μπελινίτς. Εκεί, στις 12 Απριλίου του 1876 μ.Χ., τελέσθηκε από τον Ορθόδοξο Επίσκοπο η πρώτη Θεία Λειτουργία στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου