- Μεγάλη Πέμπτη – Ο Μυστικός Δείπνος.
Κατά τη Μεγάλη Πέμπτη επιτελούμε ανάμνηση: Της νίψεως των ποδών των Αποστόλων υπό του Κυρίου, Του Μυστικού Δείπνου, δηλαδή της παραδόσεως σ’ εμάς υπό του Κυρίου του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, της θαυμαστής προσευχής του Κυρίου προς τον Πατέρα Του και της προδοσίας του Κυρίου υπό του Ιούδα.
Εκείνο το βράδυ της Πέμπτης, πριν ν’ αρχίσει το δείπνο ο Ιησούς σηκώνεται από το τραπέζι, αφήνει κάτω τα ιμάτιά του, βάζει νερό στο νιπτήρα και τα κάνει όλα μόνος Του, πλένοντας τα πόδια των Μαθητών Του. Με τον τρόπο αυτό θέλει να δείξει σ’ όλους ότι δεν πρέπει να επιζητούμε τα πρωτεία. Μετά τη νίψη των ποδιών λέγει: «όποιος θέλει να είναι πρώτος, να είναι τελευταίος απ’ όλους».
Πρώτα πήγε στον Ιούδα και μετά στό Πέτρο, ο οποίος ήταν ο πιο ορμητικός απ’ όλους και στην αρχή σταματάει το Διδάσκαλο, αλλά ύστερα όταν τον έλεγξε, υποχωρεί με τη καρδιά του. Αφού έπλυνε τα πόδια όλων, πήρε τα ιμάτιά Του και ξανακάθησε.
Άρχισε κατόπιν να τους νουθετεί να αγαπούν ο ένας τον άλλον και να μη επιζητούν το ποιός θα είναι πρώτος. Στη συνέχεια τους μίλησε για την προδοσία και επειδή θορυβήθηκαν, στρέφεται με ήρεμο τρόπο στον Ιωάννη και τον υπέδειξε.
Κατόπιν πήρε ψωμί στα χέρια Του και είπε: «Λάβετε φάγετε». Το ίδιο έκανε και με το ποτήρι του κρασιού λέγοντας: «Πιέστε απ’ αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το αίμα Μου, της νέας Συμφωνίας. Αυτό να κάνετε για να Με θυμάστε». Μετά από αυτή τη στιγμή ο Ιούδας, μόλις έφαγε τον άρτο έφυγε και συμφώνησε με τους αρχιερείς να τους Τον παραδώσει.
Μετά το δείπνο βγήκαν όλοι στο όρος των Ελαιών, όπου ο Χριστός τους δίδαξε τα ανήκουστα και τελευταία μαθήματα και αρχίζει να λυπάται και να ανυπομονεί. Αναχωρεό μόνος Του και, γονατίζοντας, προσεύχεται εκτενώς. Από την πολλή αγωνία γίνεται ο ιδρώτας Του σαν σταγόνες πηχτού αίματος, οι οποίες έπεφταν στη γη. Μόλις συμπληρώνει την εναγώνια εκείνη προσευχή, φθάνει ο Ιούδας με ένοπλους στρατιώτες και πολύ όχλο και αφού χαιρετάει και φιλάει πονηρά το δάσκαλό Του, Τον παραδίδει.
Συλλαμβάνεται λοιπόν ο Ιησούς και τον φέρνουν δέσμιο στους Αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Οι μαθητές σκορπίζονται και ο θερμότερος των άλλων ο Πέτρος τον ακολούθησε ως την αρχιερατική αυλή και αρνείται και αυτός ότι είναι μαθητής Του.
Εν τω μεταξύ ο θείος διδάσκαλος παρουσιάζεται μπροστά στο παράνομο συνέδριο, εξετάζεται για τους μαθητές και τη διδασκαλία Του, εξορκίζεται στο Θεό για να πεί εάν Αυτός είναι πράγματι ο Χριστός και αφού είπε την αλήθεια, κρίνεται ως ένοχος θανάτου, επειδή τάχα βλασφήμησε. Από ‘κει και πέρα τον φτύνουν στο πρόσωπο, τον χτυπάνε, τον εμπαίζουν με κάθε τρόπο κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, ως το πρωϊ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν ἄρτον λαβών, εἰς χεῖρας ὁ προδότης, κρυφίως αὐτάς, ἐκτείνει καὶ λαμβάνει, τὴν τιμὴν τοῦ πλάσαντος, ταῖς οἰκείαις χερσὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἀδιόρθωτος ἔμεινεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Ἦχος πλ. δ’.
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν ἄρτον λαβών, εἰς χεῖρας ὁ προδότης, κρυφίως αὐτάς, ἐκτείνει καὶ λαμβάνει, τὴν τιμὴν τοῦ πλάσαντος, ταῖς οἰκείαις χερσὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἀδιόρθωτος ἔμεινεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν Τάφον σου Σωτὴρ.
Ὁ λίμνας καὶ πηγάς, καὶ θαλάσσας ποιήσας, ταπείνωσιν ἡμᾶς, ἐκπαιδεύων ἀρίστην, λεντίῳ ζωννύμενος, Μαθητῶν πόδας ἔνιψε, ταπεινούμενος, ὑπερβολῇ εὐσπλαγχνίας, καὶ ὑψῶν ἡμᾶς, ἀπὸ βαράθρων κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Ἦχος α’. Τὸν Τάφον σου Σωτὴρ.
Ὁ λίμνας καὶ πηγάς, καὶ θαλάσσας ποιήσας, ταπείνωσιν ἡμᾶς, ἐκπαιδεύων ἀρίστην, λεντίῳ ζωννύμενος, Μαθητῶν πόδας ἔνιψε, ταπεινούμενος, ὑπερβολῇ εὐσπλαγχνίας, καὶ ὑψῶν ἡμᾶς, ἀπὸ βαράθρων κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(Μετάφραση Ανδρέας Θεοδώρου)
Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὶς λίμνες, τὶς πηγὲς καὶ τὶς θάλασσες, θέλοντας νὰ μᾶς διδάξει τὴν πιὸ τέλεια ταπείνωση, ἀφοῦ ζώστηκε τὸ λέντιο (ποδιά), ἔνιψε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν, ταπεινούμενος ἀπὸ ὑπερβολικὴ εὐσπλαχνία, καὶ ἀνυψώνοντας ἐμᾶς ἀπὸ τὰ βάραθρα τῆς κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὶς λίμνες, τὶς πηγὲς καὶ τὶς θάλασσες, θέλοντας νὰ μᾶς διδάξει τὴν πιὸ τέλεια ταπείνωση, ἀφοῦ ζώστηκε τὸ λέντιο (ποδιά), ἔνιψε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν, ταπεινούμενος ἀπὸ ὑπερβολικὴ εὐσπλαχνία, καὶ ἀνυψώνοντας ἐμᾶς ἀπὸ τὰ βάραθρα τῆς κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ταπεινούμενος, δι’ εὐσπλαγχνίαν, πόδας ἔνιψας, τῶν Μαθητῶν σου, καὶ πρὸς δρόμον θεῖον τούτους κατεύθυνας, ἀπαναινόμενος Πέτρος δὲ νίπτεσθαι, αὖθις τῷ θείῳ ὑπείκει προστάγματι, ἐκνιπτόμενος, καὶ σοῦ ἐκτενῶς δεόμενος, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ταπεινούμενος, δι’ εὐσπλαγχνίαν, πόδας ἔνιψας, τῶν Μαθητῶν σου, καὶ πρὸς δρόμον θεῖον τούτους κατεύθυνας, ἀπαναινόμενος Πέτρος δὲ νίπτεσθαι, αὖθις τῷ θείῳ ὑπείκει προστάγματι, ἐκνιπτόμενος, καὶ σοῦ ἐκτενῶς δεόμενος, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Συνεσθίων Δέσποτα, τοῖς Μαθηταῖς σου, μυστικῶς ἐδήλωσας, τὴν παναγίαν σου σφαγήν, δι’ ἧς φθορᾶς ἐλυτρώθημεν, οἱ τὰ σεπτά σου, τιμῶντες Παθήματα.
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Συνεσθίων Δέσποτα, τοῖς Μαθηταῖς σου, μυστικῶς ἐδήλωσας, τὴν παναγίαν σου σφαγήν, δι’ ἧς φθορᾶς ἐλυτρώθημεν, οἱ τὰ σεπτά σου, τιμῶντες Παθήματα.
Ὁ Οἶκος
Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ, προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τοὺς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καὶ ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καὶ ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες, καὶ ἀλλήλων τοὺς πόδας ἐκπλύνοντες· αὐτὸς γὰρ ὁ Χριστὸς οὕτως ἐκέλευσε, τοῖς αὐτοῦ Μαθηταῖς ὡς προέφησεν, ἀλλ’ οὐκ ἤκουσεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ, προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τοὺς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καὶ ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καὶ ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες, καὶ ἀλλήλων τοὺς πόδας ἐκπλύνοντες· αὐτὸς γὰρ ὁ Χριστὸς οὕτως ἐκέλευσε, τοῖς αὐτοῦ Μαθηταῖς ὡς προέφησεν, ἀλλ’ οὐκ ἤκουσεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
- Άγιος Μαρτίνος πάπας Ρώμης και δύο Επισκόπων.
Ο Άγιος Μαρτίνος, Επίσκοπος Ρώμης, γεννήθηκε στην κεντρική Ιταλία, στο Τόδι της Ομβρικής. Έγινε Πάπας Ρώμης την εποχή που την Εκκλησία ταλαιπωρούσε η αίρεση των Μονοθελητών. Δυστυχώς, τότε και η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης είχε πέσει στα δίχτυα αυτής της αίρεσης, διότι ο Πατριάρχης Παύλος ο Β’ ήταν υπέρμαχος του Μονοθελητισμού, μαζί με τον αυτοκράτορα Κώνστα τον Β’ . Ο Πάπας Μαρτίνος, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας, προσπάθησε με επιστολή του, αλλά και με ειδικούς απεσταλμένους κληρικούς, να επαναφέρει τον Πατριάρχη Παύλο στο ορθόδοξο δόγμα. Μάταια, όμως. Ο Πατριάρχης, επηρεαζόμενος από τον αυτοκράτορα, επέμενε στο Μονοθελητισμό και εξόρισε τους απεσταλμένους του Μαρτίνου σε διάφορα νησιά. Μάλιστα, ο Κώνστας ο Β’ έστειλε και συνέλαβαν με δόλο και τον ίδιο το Μαρτίνο. Και αφού τον οδήγησαν αιχμάλωτο στην Κωνσταντινούπολη, κατόπιν τον εξόρισαν στη Χερσώνα. Εκεί, πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου του 655 μ.Χ., αφού κυβέρνησε την εκκλησία του έξι χρόνια. Το σπουδαιότερο, όμως, είναι ότι ο θάνατος τον βρήκε αγωνιζόμενο στις επάλξεις της Ορθοδοξίας, ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας. Δηλαδή, να διδάσκει ορθά, χωρίς πλάνη, το λόγο της αλήθειας. (Η μνήμη του, από ορισμένους Συναξαριστές, επαναλαμβάνεται στις 20 Σεπτεμβρίου). Μαζί με τον Άγιο Μαρτίνο εξορίστηκαν στη Χερσώνα και δυο ακόμα Επίσκοποι, όπου μετά από πολλές ταλαιπωρίες πέθαναν.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείοις δόγμασι, τῆς εὐσέβειας, ὑπεστήριξας, τὴν Ἐκκλησίαν, ὦ Μαρτίνε ἱεράρχα Θεόσοφε, τὸν γὰρ Χριστὸν διπλοῦν ὄντα ταὶς φύσεσιν, ὁμολογήσας τὴν πλάνην κατήσχυνας. Πάτερ Ὅσιε Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς Ἱεράρχης τῶν ἀῤῥήτων και διδάσκαλος, Θεολογίας ἀληθοῦς ἐκφάντωρ πέφηνας, καὶ ἀνέβλυσας Μαρτῖνε δογμάτων ρεῖθρα· Τὸν Χριστὸν γὰρ ἐν δυσί τελείαις φύσεσι, καὶ θελήσεσι πανσόφως ἐδογμάτισας, τοῖς βοῶσί σοι, χαίροις Πάτερ πανόλβιε.
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείοις δόγμασι, τῆς εὐσέβειας, ὑπεστήριξας, τὴν Ἐκκλησίαν, ὦ Μαρτίνε ἱεράρχα Θεόσοφε, τὸν γὰρ Χριστὸν διπλοῦν ὄντα ταὶς φύσεσιν, ὁμολογήσας τὴν πλάνην κατήσχυνας. Πάτερ Ὅσιε Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς Ἱεράρχης τῶν ἀῤῥήτων και διδάσκαλος, Θεολογίας ἀληθοῦς ἐκφάντωρ πέφηνας, καὶ ἀνέβλυσας Μαρτῖνε δογμάτων ρεῖθρα· Τὸν Χριστὸν γὰρ ἐν δυσί τελείαις φύσεσι, καὶ θελήσεσι πανσόφως ἐδογμάτισας, τοῖς βοῶσί σοι, χαίροις Πάτερ πανόλβιε.
- Άγιος Ζωΐλος ο Ρωμαίος.
Ο Άγιος Ζωΐλος μαρτύρησε αφού τον κρέμασαν επάνω σε ξύλο.
- Άγιοι Κυντιλλιανός, Μάξιμος και Δάδας.
Οι Άγιοι αυτοί, έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (285 – 305 μ.Χ.) και Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.) και των υπάτων Γαβιβίου και Ταρκυΐνου. Κατάγονταν από την Οζοβία και ήταν αναγνώστες της Εκκλησίας. Όταν έγινε ο διωγμός κατά των χριστιανων, φυλακίστηκαν. Κατόπιν τους κτύπησαν σκληρά και τους έριξαν πάλι στη φυλακή. Εκεί οι ειδωλολάτρες, κατέβαλαν πολλές και ποικίλες προσπάθειες, για να τους παρασύρουν στην άρνηση του Χριστού. Αυτοί όμως έμειναν πιστοί μέχρι τέλους και αξιώθηκαν του μαρτυρικού στεφάνου, αφού αποκεφαλίστηκαν για την πίστη τους. Οι Χριστιανοί περισυνέλεξαν με ευλάβεια τα ιερά λείψανα αυτών και τα μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη, στο ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου «ἐν τοὶς Βιγλεντίου», όπου ετελείτο και η Σύναξη αυτών.
- Άγιος Ελευθέριος ο Πέρσης.
Ο Άγιος αυτός ήταν χριστιανός από την Περσία και πήγε στον επίσκοπο Συμεών για να διδαχθεί τελειότερα τον λόγο της αληθείας. Όταν επέστρεφε στο σπίτι του, στο δρόμο, δίδασκε στους προσερχόμενους σ’ αυτόν τα περί της οικονομίας του Χριστού. Έτσι κατόρθωσε να φέρει στη Χριστιανική πίστη πολλούς άπιστους και να τους βαπτίσει. Οι πυρολάτρες όμως Πέρσες τον κατάγγειλαν στον βασιλιά, ο όποιος τον συνέλαβε και αφού δεν μπόρεσε να τον μεταπείσει ο ίδιος, τον παρέδωσε στους αρχιμάγους για να τον πείσουν αυτοί ν’ αρνηθεί τον Χριστό. Αφού και αυτοί, κατόπιν πολλών βασανιστηρίων, δεν μπόρεσαν να το κατορθώσουν, τελικά τον αποκεφάλισαν και έτσι πήρε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.
- Άγιος Θεοδόσιος.
Ο Άγιος Θεοδόσιος μαρτύρησε δια ξίφους.
- Ανακομιδή ιερών λειψάνων του Αγίου Νεομάρτυρα Γεωργίου του Κυπρίου.
Τα ιερά λείψανα του Αγίου Νεομάρτυρα Γεωργίου του Κυπρίου, ανεκομίσθηκαν από την Άκκρα (Πτολεμαΐδα) και κατατέθηκαν στον ιερό ναό του Αγίου Ιωάννου Λευκωσίας το έτος 1967 μ.Χ. Η μνήμη του Αγίου τιμάται 23 Απριλίου. Ο Άγιος Νεομάρτυρας Γεώργιος καταγόταν από την Κύπρο. Αφού αναχώρησε από την πατρίδα του έφθασε στην Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης (σημερινή Άκκρα), όπου υπηρετούσε κοντά σε κάποιο ευρωπαίο πρόξενο. Εκεί, προσφέροντας τις υπηρεσίες του προς τον αφέντη του, επισκεπτόταν συχνά το σπίτι μιας φτωχής μωαμεθανής, η οποία είχε μια νεαρή θυγατέρα και αγόραζε αυγά. Κάποιες τουρκάλες γειτόνισσες, επειδή ο Γεώργιος δεν αγόραζε αυγά από αυτές, τον συκοφάντησαν ότι είχε αθέμιτες σχέσεις με τη νεαρή μωαμεθανή και με κραυγές συγκέντρωσαν μπροστά στο σπίτι της μωαμεθανής τον τουρκικό όχλο.
Ο Γεώργιος, διαμαρτυρόμενος για την προσαπτόμενη ψευδή κατηγορία, οδηγήθηκε βίαια στον ιεροδικαστή. Εκείνος μάταια προσπάθησε να τον πείσει να γίνει μουσουλμάνος προς αποφυγήν της τιμωρίας. Παρά τις προσπάθειες του κριτή και τις κολακείες ή φοβέρες του όχλου, ο Μάρτυρας παρέμεινε αμετάθετος στην πίστη, δηλώνοντας ότι Χριστιανός γεννήθηκε και Χριστιανός θέλει να πεθάνει.
Τότε ο κριτής διέταξε, το έτος 1752 μ.Χ., τον θάνατό του. Ο Μάρτυρας Γεώργιος οδηγήθηκε σε τόπο κοντά στην θάλασσα. Οι δήμιοι ανάγνωσαν την καταδίκη του σε θάνατο και προσπάθησαν πάλι με κολακείες και υποσχέσεις να επιτύχουν τον εξισλαμισμό του. Ο Μάρτυς ύψωσε τότε τα αλυσοδεμένα χέρια του στον ουρανό και ανεβόησε με φωνή μεγάλη: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου και αξίωσέ με της Βασιλείας Σου». Οι Τούρκοι τον πυροβόλησαν και ορμώντας εναντίον του διαμέλισαν το τίμιο λείψανό του διά μαχαίρας. Τότε ξαφνικά έγινε θύελλα, που συντάραξε την θάλασσα. Τα κύματα έφθασαν μέχρι το σημείο όπου έκειτο το ιερό λείψανο του Αγίου. Οι Τούρκοι φοβούμενοι απομακρύνθηκαν, οι δε Χριστιανοί παρέλαβαν το σκήνωμα του Μάρτυρος και ενταφίασαν αυτό στο ναό της Πτολεμαΐδος. Στις 13 Απριλίου 1967 μ.Χ. τα σεπτά λείψανα του νεομάρτυρα μεταφέρθηκαν με τιμή στη Λευκωσία της Κύπρου και τοποθετήθηκαν στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννου.
- Αγία Θεοδοσία η βασίλισσα και Γερόντιος ο υπηρέτης της.
Η μνήμη τους δεν φαίνεται πουθενά στους Συναξαριστές. Τους συναντάμε στο Λαυριωτικό Κώδικα Ι 70, όπου υπάρχει σχετικό υπόμνημα. Σύμφωνα με αυτό η Θεοδοσία ήταν κόρη του βασιλιά Αδριανού (117 – 138 μ.Χ.) και επειδή δεν ήθελε να έλθει σε γάμο κοινωνία, όπως ήθελαν οι γονείς της, εγκατέλειψε το παλάτι μαζί με τον υπηρέτη της Γερόντιο και έφυγε από την πόλη μεταμφιεσμένη σε ζητιάνα. Πήγε στην Ιερουσαλήμ, προσκύνησε τους Αγίους Τόπους και περιηγήθηκε όλα τα εκεί μοναστήρια, όπου γνώρισε όλες τις αρετές των Όσιων. Κατόπιν κλείστηκε σ’ ένα κελί και έκανε αυστηρή άσκηση με αγρυπνίες, νηστείες και προσευχή. Τον δε υπηρέτη της τον έβαλε σε μοναστήρι, όπου έγινε μοναχός και αφού έφτασε σε μεγάλα ύψη αρετής απεβίωσε ειρηνικά. Η δε Άγια, αφού και αυτή έφτασε σε μεγάλα ύψη αρετής, απέκτησε προορατικό χάρισμα και προείδε το τέλος της. Έτσι, φώναξε τον εκεί επίσκοπο, κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και παρέδωσε το πνεύμα της στον Θεό. Το Συναξάρι όμως αυτό, μάλλον είναι φανταστικό και συγχέεται με αυτό των Αγίων Γερόντιου και Βασιλείδη της 1ης Απριλίου.
- Άγιος Αρσένιος Αρχιεπίσκοπος Ελασσώνος.
Ο Άγιος Αρσένιος γεννήθηκε στην Ευρυτανία, το έτος 1548 μ.Χ., από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους, τον Θεόδωρο και την Χριστοδούλη. Το συγγραφικό του έργο, η γλωσσομάθειά του και η θητεία του ως διδασκάλου, δείχνουν ότι ήταν πολύ μορφωμένος. Που έμαθε τα γράμματα δεν μας είναι γνωστό. Το έτος 1574 μ.Χ. ο Άγιος Αρσένιος εξελέγη Επίσκοπος «Δημονίκου και Ελασσώνος» και διαδέχθηκε τον Δαμασκηνό Β’ (1570 – 1574 μ.Χ.). Τον ίδιο χρόνο δέχθηκε την επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Β’ του Τρανού, που πραγματοποιούσε περιοδεία στη Ρούμελη και την Πελοπόννησο. Ο Πατριάρχης Ιερεμίας φιλοξενήθηκε στο μοναστήρι της Ολυμπιώτισσας.
Το γεγονός ότι περίπου από το έτος 1580 μ.Χ. λειτουργούσε στην Ολυμπιώτισσα κρυφό σχολειό, μας κάνει να θεωρούμε ότι ο Άγιος Αρσένιος ενδιαφέρθηκε ζωηρά και για την στοιχειώδη μόρφωση των νέων της Επισκοπής του. Γι’ αυτό και σε συνεννόηση και συνεργασία με τον ηγούμενο και τους μοναχούς της Ολυμπιώτισσας οργάνωσε το σχολείο αυτό και παρακίνησε και ενθάρρυνε τα Ελληνόπουλα της Ελασσώνος, που είχαν ζήλο για τα γράμματα, να ανεβαίνουν στο μοναστήρι και εκεί να μαθαίνουν ανάγνωση και γραφή επάνω στα ιερά κείμενα.
Κατά το έτος 1588 μ.Χ. ο Άγιος συνόδευσε, μαζί με τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας Ιερόθεο, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Β’ στη Μόσχα, όπου στις 26 Ιανουαρίου 1589 μ.Χ. αναγόρευσαν και εγκατέστησαν τον Μητροπολίτη Ιώβ ως Πατριάρχη Βλαδιμηρίας, Μόσχας και απάσης Ρωσίας και απασών των βορείων Χωρών. Την τελετή και τις εκδηλώσεις της ενθρονίσεως του Μητροπολίτη Ιώβ τις περιέγραψε ο Άγιος Αρσένιος με στίχους στη δημοτική γλώσσα, με τίτλο «Κόποι και διατριβή του ταπεινού Αρχιεπισκόπου Αρσενίου».
Ο Άγιος δεν ξαναγύρισε στην Επισκοπή Ελασσώνος, αλλά έμεινε οριστικά στη Ρωσία, όπου και κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1625 μ.Χ.
Σχετικά με τη ζωή και τη δράση του στη Ρωσία, γνωρίζουμε ότι δίδαξε στο Κοινοτικό Ελληνικό σχολείο του Λβωφ της Ρουθηνίας, όπου υπήρχε πολυμελής και ακμαία Ελληνική παροικία, κυρίως εμπόρων, μεταξύ των οποίων και ο Κρητικός κρασέμπορας Κωνσταντίνος Κορνιακτός.
Αργότερα ο Άγιος διετέλεσε διοικητής της επαρχίας Σουζδαλίας, από όπου αλληλογραφούσε συχνά με τον Πατριάρχη Αλαξενδρείας Άγιο Μελέτιο τον Πηγά. Στο διάστημα της πολύχρονης διαμονής του στη Ρωσία ο Άγιος Αρσένιος δεν λησμόνησε την γενέτειρά του και τα μοναστήρια, όπου μάλλον είχε περάσει τα νεανικά του χρόνια. Αφιέρωσε πολλά βιβλία, εικόνες και ιερά σκεύη στη μονή Τατάρνης και στα Μετέωρα.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ελασσώνος ποιμένα Θετταλίας το κλέισμα και της Μοσχοβίας απάσης περιβόητον άκουσμα. Αρσένιον υμνήσωμεν πιστοί, βοώντες μετά πόθου ευλαβώς· φύλαττε και σκέπε πάτερ αεί τους πίστει σοι κραυγάζοντας· δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστό, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω δωρουμένω δια σου χάριν και έλεος.
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ελασσώνος ποιμένα Θετταλίας το κλέισμα και της Μοσχοβίας απάσης περιβόητον άκουσμα. Αρσένιον υμνήσωμεν πιστοί, βοώντες μετά πόθου ευλαβώς· φύλαττε και σκέπε πάτερ αεί τους πίστει σοι κραυγάζοντας· δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστό, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω δωρουμένω δια σου χάριν και έλεος.
- Άγιος Χριστόφορος ο Οσιομάρτυρας.
Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Χριστόφορος, άσκησε στη μονή του Αγίου Σάββα. Δεν έχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τον βίο και το Μαρτύριο του Αγίου.
- Άγιος Στέφανος ο Νέος ο Ιερομάρτυρας.
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Στέφανος, κατά κόσμον Βαλέριος Στεπάνοβιτς Μπεκχ, γεννήθηκε το έτος 1872 μ.Χ. στο Ζιτομίρ, κοντά στην περιοχή Βολογκντά. Παρακολούθησε μαθήματα στο σεμινάριο της Αγίας Πετρουπόλεως και το έτος 1903 μ.Χ. εισήχθη στη θεολογική ακαδημία της Μόσχας. Στις 20 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Στέφανος. Όταν τελείωσε τις σπουδές του, διορίσθηκε σχολάρχης της θεολογικής σχολής του Σόλιγκαμ και αργότερα της Μενγκρελίας και του Μπεζχέτσκ. Στις 8 Οκτωβρίου του 1914 μ.Χ. εγκατέλειψε την διεύθυνση της θεολογικής σχολής και παρουσιάσθηκε στο στρατό, προκειμένου να διακονήσει τις θρησκευτικές ανάγκες των στρατιωτών. Από τα τέλη του έτους 1915 μ.Χ. μέχρι το 1918 μ.Χ. διηύθυνε τη θεολογική σχολή του Καργκοπόλ και διακόνησε ως Αρχιμανδρίτης στη Λαύρα του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι. Στις 9 Οκτωβρίου του 1921 μ.Χ. εξελέγη Επίσκοπος του Ιζχέβσκ, που εκκλησιαστικά ανήκε στην δικαιοδοσία του Σαραπούλ. Η ιεραποστολική δράση του οδήγησε στη σύλληψή του. Έτσι το έτος 1924 μ.Χ., φυλακίζεται στη φυλακή Ταγκάνκα της Μόσχας. Από το 1924 μ.Χ. μέχρι το 1926 μ.Χ. φυλακίζεται στην περιοχή του Σολόφκι, για να αφεθεί ελεύθερος λίγο αργότερα. Το έτος 1929 μ.Χ. συλλαμβάνεται και πάλι από τις αρχές και περιορίζεται στο χωριό Πομοζντίνο. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1932 μ.Χ. τον κλείνουν και πάλι στη φυλακή, όπου μετά από κακουχίες και βασάνους, το έτος 1933 μ.Χ., παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου