- Προεόρτια Χριστουγέννων
- Αγία Ευγενία η Οσιοπαρθενομάρτυς
- Άγιος Φίλιππος
- Άγιος Αχμέτ ο Κάλφας ο Νεομάρτυρας
- Αγία Βασίλα
- Άγιοι Πρωτάς και Υάκινθος
- Όσιος Νικόλαος «ὁ ἀπὸ στρατιωτῶν» και διήγησις ωφέλιμος
- Άγιος Αχαϊκός
- Όσιος Αντίοχος
- Όσιος Βιτιμίων
- Όσιος Αφροδίσιος
- Άγιοι Σόσσιος και Θεόκλειος
- Άγιος Καστούλος
- Όσιος Αγάπιος ο νεώτερος
***********************************************************************************
- Προεόρτια Χριστουγέννων
Σήμερα είναι τα προεόρτια (παραμονή) των Χριστουγέννων.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Ἀπεγράφετο ποτέ, σῦν τῷ πρεσβύτῃ Ἰωσήφ, ὡς ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, ἐν Βηθλεὲμ ἡ Μαριάμ, κυοφοροῦσα τὴν ἄσπορον κυοφορίαν· Ἐπέστη δὲ καιρὸς ὁ τῆς Γεννήσεως, καὶ τόπος ἦν οὐδεὶς τῷ καταλύματι· ἀλλ᾽ ὡς τερπνὸν παλάτιον τὸ Σπήλαιον, τῇ Βασιλίδι ἐδείκνυτο. Χριστός γεννᾶται τὴν πρὶν πεσοῦσαν, ἀναστήσων εἰκόνα.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’.
Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν προαιώνιον Λόγον, ἐν Σπηλαίῳ ἔρχεται, ἀποτεκεῖν ἀποῤῥήτως· Χόρευε ἡ οἰκουμένη ἀκουτισθεῖσα, δόξασον μετὰ Ἀγγέλων καὶ τῶν Ποιμένων· βουληθέντα ἐποφθῆναι, παιδίον νέον, τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν.
- Αγία Ευγενία η Οσιοπαρθενομάρτυς
Η Αγία Ευγενία η Οσιοπαρθενομάρτυς έζησε στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. Καταγόταν από τη Ρώμη και οι γονείς της ονομάζονταν Φίλιππος και Κλαυδία. Επίσης, είχε και δύο άλλα αδέλφια, τον Αβίτα και το Σέργιο. Ο πατέρας της διορίστηκε έπαρχος στην Αλεξάνδρεια και πήγε εκεί με όλη του την οικογένεια. Εκεί η Ευγενία σπούδασε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο και έμαθε άριστα την ελληνική και ρωμαϊκή φιλολογία. Όταν τελείωσε τις σπουδές της, ψάχνοντας για περισσότερη γνώση πήρε στα χέρια της από μια χριστιανή κόρη τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Όταν τις διάβασε, εντυπωσιάσθηκε πολύ. Εκεί μέσα δεν υπήρχαν θεωρίες και φιλοσοφικές δοξασίες. Οι γραμμές τους ενέπνεαν ζωή και ελπίδα. Εκείνη την περίοδο, οι γονείς της ήθελαν να τη δώσουν σύζυγο σε κάποιο Ρωμαίο αξιωματούχο, τον Ακυλίνα. Τότε η Ευγενία, αρνούμενη να δεχθεί αυτή την πρόταση των γονέων της, κάποια νύχτα ντύθηκε ανδρικά και έφυγε σε άλλη πόλη. Εκεί κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε χριστιανή και έλαβε συγχρόνως το μοναχικό σχήμα. Μετά από χρόνια, επέστρεψε στο σπίτι της και η αναγνώριση από τους γονείς της έγινε μέσα σε δάκρυα και ανέκφραστη χαρά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και όλοι στο σπίτι της Ευγενίας δέχθηκαν το χριστιανισμό. Από μίσος τότε οι ειδωλολάτρες τραυμάτισαν θανάσιμα τον πατέρα της. Και όταν η Ευγενία επέστρεψε στη Ρώμη, επειδή δε θυσίαζε στα είδωλα, την αποκεφάλισαν, τερματίζοντας έτσι ένδοξα «τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως» (Α’ προς Τιμόθεον, στ’ 12), μαζί με την επίγεια ζωή της.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος τῇ ὑμνωδίᾳ, φῶς προσέλαβες θεογνωσίας, Εὐγενία Χριστοῦ καλλιπάρθενε· καὶ ἐν ὁσίων χορείᾳ ἐκλάμψασα, ἀθλητικῶς τὸν ἐχθρὸν ἐθριάμβευσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὴν τοῦ κόσμου πρόσκαιρον, φυγοῦσα δόξαν, τὸν Χριστὸν ἐπόθησας, τὸ εὐγενές σου τῆς ψυχῆς, ἀδιαλώβητον σῴζουσα, Μάρτυς θεόφρον, Εὐγενία πανεύφημε.
- Άγιος Φίλιππος
Ο Άγιος Φίλιππος ήταν πατέρας της Αγίας Ευγενίας και μαρτύρησε, αφού θανατώθηκε με μαχαίρι.
- Άγιος Αχμέτ ο Κάλφας ο Νεομάρτυρας
Ο Άγιος Αχμέτ (ή Αχμέδ) καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και ασκούσε το επάγγελμα του γραφέα του αρχιλογιστού «δευτεράρη». Κατά το θρήσκευμα στην αρχή ήταν Μουσουλμάνος και Τούρκος στην καταγωγή. Κατά τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο Αχμέτ στό σπίτι του είχε δύο Ορθόδοξες Χριστιανές σκλάβες, Ρωσίδες στην καταγωγή. Τη νέα, την είχε ως «σύζυγο», μία και ήταν άγαμος και την ηλικιωμένη ως υπηρέτρια. Στην τελευταία επέτρεπε να πηγαίνει τις γιορτές στην εκκλησία των Ορθοδόξων. Αυτή, όταν επέστρεφε στό σπίτι έφερνε και στη νέα αντίδωρο και πολλές φορές αγιασμό. Η νέα, χωρίς καμία προφύλαξη από τον Αχμέτ έτρωγε το αντίδωρο και έπινε τον αγιασμό.
Όταν ο Αχμέτ συζητούσε με την «σύζυγό» του, αισθανόταν να βγαίνει από το στόμα της άρρητη ευωδία. Η ευωδία αυτή τον είχε προβληματίσει, γι’ αυτό και ζητούσε επιμόνως να μάθει από πού προερχόταν. Αυτή, μη γνωρίζοντας το συμβαινόμενο, του απαντούσε, ότι δεν έτρωγε ποτέ κάτι, που νά είχε κάποια ιδιαίτερη ευωδία. Ο Αχμέτ όμως, με κανένα λόγο δεν μπορούσε να πιστέψει, γι’ αυτό και επέμενε να μάθει από που προερχόταν αυτή η παράξενη ευωδία. Η μοσχοβολιά ήταν χαρακτηριστική και η ίδια πάντοτε. Η στενοχώρια του ήταν μεγάλη, γιατί δεν μπορούσε να μάθει τι έτρωγε η «συζυγός» του.
Μια μέρα, που κατάλαβε κι αυτή, ότι η ευωδία οπωσδήποτε προερχόταν από το αντίδωρο που έτρωγε στην Εκκλησία, του εξήγησε καθαρά, λέγοντας: «αυτό που τρώγω και αισθάνεσαι εσυ εύωδία, όταν συζητάμε, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το αντίδωρο που παίρνω στην Εκκλησία των Χριστιανών, όταν τελειώνει η θεία λειτουργία. Το αντίδωρο είναι αγιασμένο ψωμί από το Χριστό, που το μοιράζει ο Πατριάρχης ή οι ιερείς στους πιστούς, όταν τελειώνει το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Πρέπει ακόμη να σου διευκρινίσω, ότι μετά το αντίδωρο – πολλές φορές – πίνω και αγιασμό». Ο Αχμέτ, δεν πίστεψε στα λεγόμενα της και την ρώτησε πως μπορεί να συμβαίνει ένα τέτοιο θαύμα και εκείνη του απάντησε: «Η θρησκεία μας είναι ζωντανή. Για μας τους Χριστιανούς, Θεός μας, είναι ο Χριστός. Είναι ο γιος του Θεού, που κατέβηκε απ’ τον ουρανό και έγινε άνθρωπος Για να μας σώσει από την αμαρτία. Όταν ζούσε στη γη έκανε αμέτρητα θαύματα. Το σπουδαιότερο, το οποίο και πρέπει, αν θέλεις να κρατήσεις στο μυαλό σου, είναι ότι, από αγάπη για μας, σταυρώθηκε άδικα από τους Εβραίους και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε. Η Ανάστασή Του είναι το μεγαλύτερο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας. Σ’ εμάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, με τη δύναμη του Χριστού τα θαύματα συνεχίζονται και σήμερα. Στο Χριστό μας όλα είναι δυνατά. Στο θαύμα, που διαπίστωσες τόσες φορές με το αντίδωρο, έχω να προσθέσω και ένα άλλο πιο απλό και ξεκάθαρο. Το νερό που πίνουμε πολλές φορές στην εκκλησία – θα σου φανεί παράδοξο – είναι αγιασμένο. Δηλαδή δεν αλλοιώνεται, δε βρωμίζει, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Το νερό αυτό, που εμείς το λέμε αγιασμό, απόκτα αυτή την ιδιότητα, μετά από ειδικές ευχές που διαβάζει ο Πατριάρχης ή οι Ιερείς. Μάλιστα, το κρατάμε σε μπουκαλάκια για ευλογία – στα εικονοστάσια των σπιτιών μας και πίνουμε, αφού προετοιμασθούμε κατάλληλα, προς καθαρισμό ψυχών και σωμάτων. Το θαύμα τούτο, αν θέλεις, μπορείς να το δεις και να το ερευνήσεις. Είναι ένα ακόμα ζωντανό θαύμα της πίστεώς μας, κυρίως, για μας τούς απλοϊκούς». Ο Αχμέτ, μόλις άκουσε όλα αυτά, έμεινε κατάπληκτος. «Συμβαίνουν τέτοια πράγματα στη θρησκεία σας; Ειλικρινά, εγώ δεν μπορώ να τα καταλάβω», είπε και απομακρύνθηκε.
Πέρασαν ημέρες και νύχτες αρκετές, χωρίς να παύσει να σκέπτεται, όσα άκουσε από τη Χριστιανή «σύζυγο» του και τελικά αποφάσισε να ερευνήσει το παράδοξο γι’ αυτόν γεγονός. Έτσι ντύθηκε με ρούχα χριστιανικά και πήγε στην Εκκλησία του Πατριαρχείου για να παρακολουθήσει πως γίνονταν η Θεία Λειτουργία των Χριστιανών.
Καθώς, λοιπόν, βρισκόταν στο Ναό και παρακολουθούσε τη θεία λειτουργία, με ξεχωριστό θαυμασμό και αναρίθμητες απορίες, είδε, σε μια στιγμή, τον ιερέα, καθώς πήγαινε προς την Ωραία Πύλη, «υπερυψωμένων υπεράνω του δαπέδου της Εκκλησίας και ολόφωτων», τον δε Πατριάρχη να «εκπέμπει» από τα δάκτυλά του, οσάκις ευλογούσε τούς Χριστιανούς, φωτεινές ακτίνες, που έπεφταν επάνω στα κεφάλια τους. Εκείνο όμως, που πραγματικά τον συγκλόνισε, ήταν το ότι, οι ακτίνες φώτιζαν μόνο τα κεφάλια των Χριστιανών και δε φώτιζαν το δικό του κεφάλι. Παρ’ ότι αυτό συνέβη δύο – τρεις φορές, το αποτέλεσμα, που με αγωνία και δέος διαπίστωνε, ήταν το ίδιο. Αμέσως, ήλθαν στο μυαλό του, όλα όσα είχε ακούσει από τη «σύζυγό» του περί της πίστεώς της. «Αλήθεια, σκεπτόταν, είχε δίκαιο. Είναι ζωντανή η θρησκεία των Χριστιανών. Τι χαρά είναι αυτή που αισθάνομαι τώρα!». Βγαίνοντας από την εκκλησία, τόσο είχε συγκλονισθεί με όλα τα θαυμαστά που είχε δει, ώστε νόμιζε ότι δεν ήταν ο παλαιός Αχμέτ.
Μετά τα θαύματα αυτά, ο Αχμέτ, συνεπαρμένος – όπως ήταν – δεν ήθελε άλλες αποδείξεις για να πιστέψει στο Χριστό και να απαρνηθεί τη μωαμεθανική θρησκεία. Έτσι, χωρίς κανένα δισταγμό, γεμάτος χαρά, πήγε κρυφά στον ιερέα της περιοχής του και ζήτησε να βαπτισθεί. Ο Ιερέας, αφού είδε την μετάνοιά του και την ακλόνητη πίστη του και απόφαση του να γίνει Χριστιανός, τον κατήχησε και μετά τον βάπτισε εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Μετά τη βάπτισή του έζησε βίο ενάρετο και με ιδιαίτερα χαρά και συγκίνηση κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια και λάμβανε αντίδωρο και αγιασμό. Δυστυχώς, δε διασώθηκε πoιο χριστιανικό όνομα του δόθηκε κατά το μυστήριο του Βαπτίσματος. Πάντως, μετά την αναγέννησή του, ο νεοφώτιστος, πρώην μωαμεθανός, δοξολογούσε τον Κύριο, διότι τον είλκυσε με τη χάρη του και τον οδήγησε στην ορθή πίστη. Ο νους του, όταν προσευχόταν, μετεωρίζετο και ζούσε, καθαρά και ζωντανά, τα θαύματα που αξιώθηκε να δει, την εύλογη μένη εκείνη ημέρα που εκκλησιάσθηκε, ως αλλόθρησκος και μολυσμένος στον Ιερό Ναό του Πατριαρχείου. Καίτοι μετά το βάπτισμά του έζησε ως πιστός Χριστιανός, έχοντας μυστηριακή ζωή, εν τούτοις μέχρι του μαρτυρίου του παρέμεινε ως κρυπτοχριστιανός. Αυτός ίσως είναι και ο λόγος που δέ διασώθηκε μέχρι σήμερα το Χριστιανικό του όνομα. Αυτό το γνώριζαν ελάχιστοι. Ο Ιερέας, η Χριστιανή σκλάβα του και ενδεχομένως μετρημένοι κληρικοί και Χριστιανοί.
Μια μέρα, οι μεγιστάνες μωαμεθανοί της Κωνσταντινούπολης είχαν συγκέντρωση και βρισκόταν σ’ αυτή και ο Αχμέτ. Για να ευρίσκεται δε και ο Αχμέτ σε μια τέτοια συγκέντρωση, πρέπει να δεχθούμε, ότι ο Αχμέτ δεν ήταν ένας τυχαίος Τούρκος μουσουλμάνος. Ήταν μεγιστάνας, πλούσιος. Ήταν εκλεκτό μέλος της κοινωνίας της Κωνσταντινουπόλεως. Τον ρώτησαν λοιπόν, «περί του τι είναι το μεγαλύτερο πράγμα εις τον κόσμον» και τότε, ο Αχμέτ, με δυνατή φωνή είπε: «Μεγαλωτάτη από όλα είναι η πίστη των Χριστιανών».
Η ομολογία του, ότι είναι Χριστιανός, κεραυνοβόλησε τους πρώην ομοθρήσκους του. Χωρίς, πια, κανένα φόβο, άρχισε να ελέγχει το ψεύδος και την πλάνη των μωαμεθανών. Τότε, κατόπιν διαταγής του τοπικού άρχοντα, αφού τον συνέλαβαν, τον βασάνισαν και τον αποκεφάλισαν στις 3 Μάιου του έτους 1682 μ.Χ., στην τοποθεσία που ονομαζόταν Κεαπχανέ – Μπαξέ.
- Αγία Βασίλα
Για την Αγία Βασίλα στους Συναξαριστές σημειώνεται μόνο, ότι συμμαρτύρησε με την Αγία Ευγενία (βλέπε ίδια ημέρα) και θανατώθηκε δια αποκεφαλισμού. Ο Σ. Ευστρατιάδης όμως, νομίζει ότι η Αγία αύτη είναι η μητέρα της Αγίας Ευγενίας, διότι μαζί μ’ αυτή αναφέρεται και η μνήμη του πατέρα της Αγίας Ευγενίας, Φιλίππου, καθώς και των υπηρετών της, Πρώτα και Υακίνθου, που όλοι μαζί μαρτύρησαν στην Ρώμη επί Κομόδου (180 – 192 μ.Χ.). Αλλά ο Γαλανός στους «Βίους των Αγίων» αναφέρει ότι τη Βασίλα προσήλκυσε στο χριστιανισμό η Αγία Ευγενία στη Ρώμη. Ο μνηστήρας όμως της Αγίας Βασίλας, Πομπήιος, ήταν ειδωλολάτρης και κατέδωσε στις αρχές την Αγία Βασίλα και την Αγία Ευγενία, με αποτέλεσμα, η μεν πρώτη να αποκεφαλιστεί, η δε δεύτερη αφού πρώτα ρίχτηκε στον ποταμό Τίβερη και διασώθηκε, κατόπιν να αποκεφαλιστεί και αυτή.
- Άγιοι Πρωτάς και Υάκινθος
Οι Άγιοι Πρωτάς και Υάκινθος ήταν υπηρέτες και αργότερα συνασκητές της Αγίας Ευγενίας (βλέπε ίδια ημέρα), οι οποίοι μαρτύρησαν δια ξίφους στη Ρώμη.
- Όσιος Νικόλαος «ὁ ἀπὸ στρατιωτῶν» και διήγησις ωφέλιμος
Αυτός ο Άγιος ήταν στρατιώτης και πήρε μέρος στον πόλεμο κατά των Βουλγάρων, επί Νικηφόρου του Λογοθέτου (802 – 811 μ.Χ.). Σε μια οδοιπορία διανυκτέρευσε σε ένα ξενοδοχείο. Τη νύχτα όμως, η κόρη του ξενοδόχου τον επιτέθηκε με αμαρτωλές προθέσεις. Αλλά ο Νικόλαος συγκρατήθηκε και δεν μόλυνε το σώμα του από την αισχρή πράξη, στην οποία τον καλούσε και τον ερέθιζε η πονηρή κόρη. Τότε αξιώθηκε νυκτερινής οπτασίας, που επιβράβευσε την αγνότητά του. Όταν επέστρεψε από τον πόλεμο σώος και αβλαβής, αποσύρθηκε σε κάποια Μονή, όπου έγινε μοναχός. Και αφού έζησε ζωή οσία, πέθανε ειρηνικά.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει αναλυτικότερα:
«Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Nικόλαος έγινε στρατιώτης κατά τους χρόνους Nικηφόρου του βασιλέως, του Πατρικίου και Σταυρακίου επικαλουμένου, εν έτει ωβ΄ [802]. Kαι όταν εκείνος εσύναξε στρατεύματα διά να πολεμήση τους Bουλγάρους, τότε και αυτός ευγήκε μαζί με το στράτευμα. Kαι διαπερνώντας από ένα τόπον, επειδή ήτον βράδυ, έμεινεν εις ένα πανδοχείον, ήγουν χάνι. Kαι αφ’ ου εδείπνησε μαζί με τον πανδοχέα, έκαμε την προσευχήν του και επλαγίασε διά να κοιμηθή. Kατά δε τας έξ, ή και επτά ώρας της νυκτός, η θυγάτηρ του πανδοχέως τρωθείσα από σατανικόν έρωτα, επήγεν εκεί, όπου εκοιμάτο ο Όσιος, και τον εκέντησε, τραβίζουσα αυτόν εις αισχράν μίξιν. O δε Άγιος είπε προς αυτήν. Παύσαι, ω γύναι, από τον σατανικόν και άθεσμον έρωτα. Kαι μη θελήσης και εσύ να μολύνης την παρθενίαν σου, και εμένα τον ταλαίπωρον να καταβιβάσης εις του Άδου το πέταυρον. Eκείνη δε ανεχώρησε μεν προς ολίγον. Aλλά πάλιν μετά ολίγην ώραν, επήγε και ενώχλει τον δίκαιον. O δε Όσιος απέβαλεν αυτήν και το δεύτερον, ελέγξας και επιτιμήσας αυτήν δυνατά. Eκείνη δε πάλιν ανεχώρησε, και πάλιν εγύρισε, μεθυσμένη ούσα από τον έρωτα.
Tότε ο Άγιος λέγει προς αυτήν. Tαλαίπωρε και γεμάτη από κάθε αδιαντροπίαν, δεν βλέπεις πως οι δαίμονες σε ταράττουσιν, ίνα και την παρθενίαν σου φθείρωσι, και την ψυχήν σου κολάσωσι; και ακολούθως ποιήσωσί σε εις όλους τους ανθρώπους γέλωτα και όνειδος; Δεν βλέπεις, πως και εγώ ο ελάχιστος πηγαίνω εις έθνη βάρβαρα, και εις πόλεμον και αιματοχυσίαν, με του Θεού την βοήθειαν; Πώς λοιπόν να μολύνω την σάρκα μου, εις καιρόν οπού πηγαίνω εις πόλεμον; Tαύτα και άλλα όμοια επιπληκτικά λόγια ειπών ο δίκαιος προς την γυναίκα, και αποβαλών αυτήν, εσηκώθη επάνω. Kαι αφ’ ου έκαμε την προσευχήν του, επήγεν εις την προκειμένην υπηρεσίαν του. Tην δε ερχομένην νύκτα, καθώς εκοιμήθη, βλέπει πως εστέκετο εις ένα υψηλόν και περίοπτον τόπον. Kοντά του δε, βλέπει πως εκάθητο ένας κριτής, όστις είχε το δεξιόν του ποδάρι βαλμένον επάνω εις το αριστερόν, και έλεγε προς αυτόν. Bλέπεις τα στρατεύματα του ενός μέρους των Pωμαίων, και του άλλου μέρους των Bουλγάρων; O δε Nικόλαος απεκρίνατο. Nαι Kύριε, βλέπω, ότι οι Pωμαίοι συγκόπτουσι και νικώσι τους Bουλγάρους. Tότε ο φαινόμενος λέγει προς τον δίκαιον. Bλέπε εις εμέ. O δε επιστρέψας τους οφθαλμούς του προς αυτόν, είδεν οπού, το μεν δεξιόν του ποδάρι, είχεν επάνω, εις την γην. Tο δε αριστερόν, είχεν επάνω εις το δεξιόν. Έπειτα γυρίσας τους οφθαλμούς του εις τα στρατεύματα, βλέπει, πως οι εχθροί Bούλγαροι κατέκοπτον τους Pωμαίους.
Aφ’ ου δε έπαυσεν η συγκοπή και ο πόλεμος, λέγει ο φαινόμενος κριτής προς τον δίκαιον. Στοχάσου καλά τους τόπους των φονευθέντων σωμάτων, και λέγε μοι τι βλέπεις. O δε Nικόλαος στοχασθείς καλώς, είδεν όλην την γην εκείνην γεμάτην από νεκρά σώματα των φονευθέντων Pωμαίων. Aναμεταξύ δε αυτών, βλέπει και ένα τόπον πράσινον και ωραίον διάστημα έχοντα έως μιάς κλίνης ενός ανθρώπου. Tότε ο φαινόμενος φοβερός είπεν εις τον στρατιώτην Nικόλαον. Kαι τίνος λογιάζεις να ήναι η μία κλίνη εκείνη; O δε Nικόλαος απεκρίθη. Iδιώτης και αμαθής είμαι, αυθέντα μου, και δεν ηξεύρω. Λέγει προς αυτόν πάλιν εκείνος ο φοβερός. H μία κλίνη οπού βλέπεις, είναι εδική σου. Kαι εις αυτήν έμελλες να πέσης και συ, μαζί με τους άλλους φονευθέντας συστρατιώτας σου. Eπειδή δε κατά την περασμένην νύκτα, απετίναξας επιτηδείως, και ενίκησας τον τρίπλοκον όφιν, ήγουν την γυναίκα, οπού σε επολέμησε τρεις φοραίς, παρακινώντας σε εις αισχράν μίξιν, διά τούτο εσύ ο ίδιος ελύτρωσες τον εαυτόν σου από την συγκοπήν ταύτην και τον θάνατον, και έσωσας την ψυχήν σου μαζί και το σώμα σου. Λοιπόν ουδέ φυσικός θάνατος θέλει σε κυριεύσει, ανίσως με δουλεύσης γνησίως.
Tαύτα θεασάμενος ο δίκαιος, και γενόμενος έμφοβος, εξύπνισε. Kαι σηκωθείς από την κλίνην του, επροσευχήθη. Γυρίσας δε οπίσω μιάς ημέρας τόπον, ανέβη εις ένα βουνόν, και εκεί επροσηύχετο μετά ησυχίας προς τον Θεόν, διά το Pωμαϊκόν στράτευμα. Eπειδή δε ο βασιλεύς επήγεν εις τας κλεισούρας της Bουλγαρίας, ανέβηκαν και οι Bούλγαροι εις το βουνόν, αφήσαντες εις φύλαξιν του τόπου, δεκαπέντε χιλιάδας στράτευμα, ή και περισσότερόν τι, ή και ολιγώτερον, τους οποίους οι Pωμαίοι κατέσφαξαν. Όθεν υπερηφανευθέντες διά την νίκην αυτήν, αμέλησαν. Kαι λοιπόν εις ένα καιρόν, οπού όλοι οι Pωμαίοι αμερίμνως και αφυλάκτως εκοιμώντο, ήλθον την νύκτα κατ’ επάνω των οι Bούλγαροι, και όλους σχεδόν, μαζί με τον βασιλέα Nικηφόρον, τους επέρασαν εν στόματι μαχαίρας. Tότε ο δίκαιος Nικόλαος ενθυμηθείς την οπτασίαν οπού είδεν, ευχαρίστησε τω Θεώ, και εγύρισεν οπίσω κλαίων και οδυρόμενος. Έπειτα πηγαίνωντας εις ένα Mοναστήριον, έλαβε το αγγελικόν σχήμα των Mοναχών. Kαι δουλεύσας γνησίως εις τον Θεόν χρόνους αρκετούς, έγινε διακριτικώτατος και μέγας Πατήρ».
- Άγιος Αχαϊκός
Ο Άγιος Αχαϊκός μαρτύρησε δια ξίφους.
- Όσιος Αντίοχος
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης υποθέτει ότι ο Όσιος αυτός είναι ο λεγόμενος Πάνδεκτος (δηλαδή ο συγγραφέας της Πανδέκτου), που έζησε στα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ. και καταγόταν από τη Γαλατία και ήταν μοναχός στη Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα. Αυτός μάλιστα, περιέγραψε και την άλωση της Ιερουσαλήμ από τους Άραβες και θρήνησε το φόνο των μοναχών της Λαύρας από τους επιδρομείς. Για τον Αντίοχο καλή μελέτη έγραψε ο Αρχιμανδρίτης Κάλλιστος (1910 μ.Χ.) και ο Ι. Φωκυλίδης στο έργο του «Ἡ Ἱερὰ Λαύρα Σάββα τοῦ ἡγιασμένου».
- Όσιος Βιτιμίων
Ο Όσιος Βιτιμίων ήταν ασκητής της ερήμου που απεβίωσε ειρηνικά. Γράφει περί αυτού ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του: «O Όσιος ούτος φαίνεται εις τον Παράδεισον των Πατέρων, ότι ονομάζεται Bιτίμιος. Eις τούτον έδωκαν μίαν φοράν μήλα διά να τα δώση εις τους εν τη Σκήτη γέροντας. Aπελθών δε και κτυπήσας την πόρταν του κελλίου του Aββά Aχιλλά, ηθέλησε διά να δώση εις αυτόν από τα μήλα. O δε Aχιλλάς απεκρίθη αυτώ. Kατ’ αυτήν την ώραν δεν ήθελα, αδελφέ, να κτυπήσης εις την πόρταν μου, καν και ήθελες να μοι δώσης μάννα Oυράνιον. Όθεν ουδέ εις άλλου κελλίον μη υπάγης. O Bιτίμιος λοιπόν επήγε μεν τα μήλα εις την Eκκλησίαν, αυτός δε ανεχώρησεν εις το κελλίον του».
- Όσιος Αφροδίσιος
Ο Όσιος Αφροδίσιος ήταν μάλλον ασκητής της ερήμου που απεβίωσε ειρηνικά.
- Άγιοι Σόσσιος και Θεόκλειος
Άγνωστοι στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου. Αναφέρονται στον Παρισινό Κώδικα 1621, με λίγα βιογραφικά στοιχεία. Μαρτύρησαν επί Μαξιμιανού (286 – 305 μ.Χ.) και Μαγνεντίου. Συνελήφθησαν σαν χριστιανοί από τον ηγεμόνα Βαύδο (που ήταν ηγεμόνας της Αδριανούπολης της Μακεδονίας) και επειδή δεν πείστηκαν ν’ αρνηθούν τον Χριστό, βασανίστηκαν ανελέητα με τον πιο φρικτό τρόπο. Τόσα πολλά είναι τα βασανιστήριά τους, που είναι αδύνατο να απαριθμηθούν και απορεί κανείς πως κατόρθωσαν να επιζήσουν. Τελικά τους αποκεφάλισαν και έτσι έλαβαν τα άφθαρτα στεφάνια του μαρτυρίου.
- Άγιος Καστούλος
Ο Άγιος Καστούλος είναι άγνωστος στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου και τα έντυπα Μηναία. Αναφέρεται στον Παρισινό Κώδικα 1621 με σύντομο βιογραφικό υπόμνημα. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτό, ο Άγιος αυτός μαρτύρησε στα χρόνια του βασιλιά Λικινίου (307 – 323 μ.Χ.), στον οποίο καταγγέλθηκε σαν χριστιανός. Αφού τον συνέλαβαν, τον κρέμασαν και του έγδαραν το δέρμα. Κατόπιν τον παρέδωσαν στον ηγεμόνα Ζηλικίνθιο και επειδή δεν κατάφερε κι’ αυτός να αλλαξοπιστήσει τον μάρτυρα, τον βασάνισε σκληρά και στο τέλος τον αποκεφάλισε.
- Όσιος Αγάπιος ο νεώτερος
Ο Όσιος Αγάπιος ο νεώτερος, κατά κόσμον Αντώνιος Αντωνόπουλος, γνωστός και ως Αγάπιος Παπαντωνόπουλος (Δημητσάνα, 1753 – 1812 μ.Χ.). Φοίτησε στη σχολή της γενέτειράς του, όπου είχε διδασκάλους τον Αγάπιο Λεονάρδο και τον Γεράσιμο Γούνα.
Όταν με τα Ορλοφικά η σχολή έκλεισε, ο Αγάπιος ακολούθησε τον Γεράσιμο Γούνα στη Σμύρνη, όπου συνέχισε τις σπουδές του στη φημισμένη σχολή της πόλης με σχολάρχη τον Ιερόθεο Δενδρινό. Στη Σμύρνη πήρε και το σχήμα του μοναχού. Αργότερα ακολούθησε τον Γεράσιμο Γούνα στη Χίο και τελικά επέστρεψε στη γενέτειρά του Δημητσάνα, όπου τον Αύγουστο του 1781 μ.Χ. ανέλαβε τη διεύθυνση της παλιάς σχολής του.
Τη φήμη της η σχολή της Δημητσάνας την οφείλει κατά κύριο λόγο στον Αγάπιο τον νεώτερο, ο οποίος επί 32 ολόκληρα χρόνια άσκησε τα καθήκοντα του σχολάρχη με μοναδική ευσυνειδησία, εργατικότητα και εντιμότητα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Αγάπιου, που μας αποκαλύπτεται στην αλληλογραφία του, είναι η απλότητα και λιτότητα της ζωής του: «… ζῶμεν δημητσανίτικα», γράφει στον Άνθιμο Καράκαλλο, που ένθερμα υποστήριζε το έργο της σχολής, «πότε μὲ μολόχες, πότε μὲ τζικνίδες, πότε μὲ ἁβρονιές, πότε μὲ ἀριάνι, πότε μὲ μοναχὸ ψωμί».
Συγγραφικό έργο του Αγάπιου δεν έχουμε. Η διδασκαλία του όμως, ήταν ο σπόρος από τον οποίο βλάστησαν πολλοί έξοχοι διδάσκαλοι και κληρικοί της εποχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου