Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Σήμερα 12 Μαρτίου γιορτάζουν…

Β΄ Κυριακή των Νηστειών – Γρηγορίου του Παλαμά. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν δεινός θεολόγος και διαπρεπέστατος ρήτορας και φιλόσοφος. Δεν γνωρίζουμε το χρόνο και τον τόπο της γέννησής του. (Ο Σ. Ευστρατιάδης όμως, στο αγιολόγιο του, αναφέρει ότι ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 1296 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, από τον Κωνσταντίνο τον Συγκλητικό και την ευσεβέστατη Καλλονή). Ξέρουμε όμως, ότι κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα μ.Χ. ήταν στην αυτοκρατορική αυλή της Κωνσταντινούπολης, απ’ οπού και αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος χάρη ησυχότερης ζωής, και αφιερώθηκε στην ηθική του τελειοποίηση και σε διάφορες μελέτες.
Το 1335 μ.Χ. με τους δύο αποδεικτικούς λόγους του «Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», ήλθε σε σύγκρουση με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, ο οποίος δίδασκε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό, κι ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να ενωθεί μαζί Του. Κατά τα λεγόμενα του Βαρλαάμ, ο Θεός είναι «κλειστός στον εαυτό του» και δεν μπορεί να ενωθεί με τους ανθρώπους. Επομένως, οι «ησυχαστές», οι μοναχοί δηλαδή εκείνοι που έλεγαν ότι μπορεί ο άνθρωπος, αν έχει καθαρή καρδιά και αν συγκεντρωθεί στην «καρδιακή προσευχή» (το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με»), να ενωθεί με το Θεό και να φωτισθεί και να δει το Άκτιστο φως, ασχέτως της μόρφωσής του, δεν ήταν Ορθόδοξοι αλλά «μεσσαλιανιστές» και «ομφαλόψυχοι». Μετά από αυτές τις τοποθετήσεις του Βαρλαάμ, ο Παλαμάς εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη από όπου και άρχισε τον αγώνα «υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων», δηλ. αυτών που ασκούσαν τον ησυχασμό, συγγράφοντας μάλιστα και τους ομώνυμους λόγους του. Το ζητούμενο της πάλης αυτής ήταν κυρίως το μεθεκτικόν ή αμέθεκτον της θείας ουσίας. Ο Γρηγόριος, οπλισμένος με μεγάλη πολυμάθεια και ισχυρή κριτική για θέματα αγίων Γραφών, διέκρινε μεταξύ θείας ουσίας αμεθέκτου και θείας ενεργείας μεθεκτής. Και αυτό το στήριξε σύμφωνα με το πνεύμα των Πατέρων και η Εκκλησία επικύρωσε την ερμηνεία του με τέσσερις Συνόδους. Στην τελευταία, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1351 μ.Χ., ήταν και ο ίδιος ο Παλαμάς. Αλλά ο Γρηγόριος έγραψε πολλά και διάφορα θεολογικά έργα, περίπου 60.
Αργότερα ο Πατριάρχης Ισίδωρος, τον εξέλεξε αρχικά επίσκοπο Θεσσαλονίκης. Λόγω όμως των τότε ζητημάτων, αποχώρησε πρόσκαιρα στη Λήμνο. Αλλά κατόπιν ανέλαβε τα καθήκοντα του. Πέθανε το 1360 μ.Χ. και τιμήθηκε αμέσως σαν Άγιος. Ο Πατριάρχης Φιλόθεος, έγραψε το 1376 μ.Χ. εγκωμιαστικό λόγο στο Γρηγόριο Παλαμά, μαζί και ακολουθία και όρισε την εκκλησιαστική μνήμη του στη Β’ Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής.
Το τίμιο σώμα του, μετά από την εκταφή, υπήρξε άφθαρτο, δηλαδή δέν σάπισε, αλλά ευωδίαζε και θαυματουργούσε. Στούς λατίνους όμως, τους υποτελείς του Πάπα, ήταν χονδρό αγκάθι η ενθύμιση του Αγίου και μάλιστα ολόσωμου. Γι αυτό πολλες φορές τον συκοφαντούσαν λέγοντας, πως για τα αμαρτήματά του έμεινε «άλυωτος», δέν δέχθηκε από απέχθεια η γη να τον διαλύσει «στα εξ ων συνετέθη»! Τον 19ο αιώνα μ.Χ. ο ναός του Αγίου καταστράφηκε από φωτιά και το τίμιο σκήνωμά του κάηκε αφήνοντας μόνον τα οστά ανέπαφα!
Τόσο γινάτι κράτησαν οι καθολικοί που όταν τυπώνονταν οι εκκλησιαστικές μας ακολουθίες στην Βενετία – κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας – ο Δόγης έδινε την άδειά του για την έκδοση, μόνον εφόσον δέν υπήρχε σχετική αναφορά στον Αγιο. Έτσι για αρκετά χρόνια που κυκλοφορούσαν τα έντυπα από την Βενετία, η γιορτή του είχε σχεδόν ξεχαστεί. Περί τα μέσα και τέλη του 20ου αιώνα, επανήλθε η μνήμη των ενδόξων αγώνων του και έλαβε την πρέπουσα θέση στον χώρο των Ορθόδοξων ναών. 
Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής της Συγριανής. Ο Όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής, γεννήθηκε το 760 μ.Χ. από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς, τον Ισαάκ και την Θεοδότη. Σε ηλικία οκτώ ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανατροφής, της διαπαιδαγωγήσεως και της μορφώσεως του υιού της Θεοφάνους.
Ο Όσιος, κατά παράκληση της μητέρα του, νυμφεύθηκε σε νεαρή ηλικία την ευσεβή και πλούσια Μεγαλώ. Ο γάμος αυτός, που ήταν αντίθετος για τη μοναχική ζωή που επιθυμούσε ο Όσιος, διαλύθηκε. Η μεν σύζυγος αυτού έγινε μοναχή στη μονή της Πριγκίπου και μετονομάσθηκε Ειρήνη, ο δε Όσιος κατέφυγε, το 781 μ.Χ., σ’ ένα μοναστήρι κοντά στο βουνό της Συγριανής, το Πολίχνιο. (Η Συγριανή βρισκόταν είτε στη Μήδεια είτε – το πιθανότερο – στην Μυτιλήνη [ακρωτήρι Σίγρι]).
Από τη μονή αυτή, ως λόγιος και ενάρετος μοναχός, προσκλήθηκε μαζί με άλλους ηγουμένους διαπρεπείς, τον ηγούμενο της μονής Σακουδίωνος Πλάτωνα, τους μοναχούς Νικηφόρο και Νικήτα από τη μονή Μηδικίου, το μοναχό Χριστόφορο από τη μονή του Μικρού Αγρού, στην Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιος, το έτος 787 μ.Χ.
Όταν επέστρεψε, εγκατέστησε ηγούμενο τον μοναχό Στρατήγιο και εκείνος αποσύρθηκε στην απέναντι νήσο Καλώνυμον, όπου ίδρυσε μεγάλη μονή και εκεί, αφού εγκαταβίωσε επί εξαετία, ασχολήθηκε με την καλλιγραφία και τις συγγραφές. Αλλά ατυχώς η υγεία του προσβλήθηκε από οξεία λιθίαση. Σε αυτή την χαλεπή κατάσταση δεν παρέλειψε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, όταν προσκλήθηκε υπό του Λέοντος του Αρμενίου (813 – 820 μ.Χ.), ο οποίος προσπάθησε διά του Πατριάρχη Ιωσήφ του εικονομάχου να ελκύσει αυτόν στην αίρεση της εικονομαχίας. Ο Όσιος φυσικά δεν ήταν δυνατό να αποδεχθεί μία τέτοια πρόταση και να προδώσει την Ορθόδοξη πίστη. Έτσι τον έκλεισαν σε σκοτεινό μέρος και στην συνέχεια τον εξόρισαν στη Σαμοθράκη, όπου μετά από είκοσι τρεις ημέρες κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 815 (ή κατ’ άλλους το 818 μ.Χ.). Αργότερα οι μαθητες του μετεκόμισαν τα ιερά λείψανα του το έτος 822 μ.Χ., στη μονή του, όπου ετελείτο η Σύναξη του, όπως και τη Μεγάλη Εκκλησία. 
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καί σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεοφάνη σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Όσιος Γρηγόριος ο Α’ Διάλογος Πάπας Ρώμης. Ο Όσιος Γρηγόριος, γεννήθηκε περί το έτος 540 μ.Χ. και έζησε στη Ρώμη, κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ του Μεγάλου (527 – 565 μ.Χ.). Ονομάσθηκε δε Διάλογος, επειδή τα περισσότερα έργα του τα έγραψε με διαλογικό τρόπο, δηλαδή με ερωτήσεις και αποκρίσεις. Ο πατέρας του ονομαζόταν Γορδιανός και η μητέρα του Συλβία. Τόσο οι γονείς του όσο και οι δύο αδελφές του πατέρα του, η Ταρσίλα και η Αιμιλιανή, διακρίνονταν για την ευσέβειά τους και επέδρασαν ευεργετικά στην διαμόρφωση της προσωπικότητας του Γρηγορίου. Ως γόνος πλούσιας οικογένειας ο Γρηγόριος έλαβε καλή μόρφωση, ιδιαίτερα στη νομική. Βέβαια έζησε σε μια εποχή όπου η καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας και των ελληνικών γραμμάτων στη Ρώμη είχε σβήσει. Ο Γρηγόριος μάλλον ήταν κάτοχος μόνο της λατινικής γλώσσας, γεγονός που δεν του επέτρεπε να μελετήσει την πλούσια θεολογική γραμματεία των Ελλήνων Πατέρων.
Περί το έτος 570 μ.Χ. διορίσθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β’ (565 – 576 μ.Χ.) στο αξίωμα του πραίτορος της πόλεως της Ρώμης. Δεν παρέμεινε όμως για μακρύ χρονικό διάστημα στην θέση αυτή. Μετά τον θάνατο του πατέρα του διέθεσε το μέγιστο μέρος της περιουσίας που κληρονόμησε σε φιλανθρωπικά έργα και στην ίδρυση μονών. Ίδρυσε έξι μοναστήρια στη Σικελία και περί το έτος 575 μ.Χ. μετέτρεψε την οικία του στην Ρώμη σε μοναστήρι αφιερωμένο στον Απόστολο Ανδρέα. Ο ίδιος έγινε μοναχός αυτής της μονής και αργότερα αναδείχθηκε ηγούμενός της. Στο μοναστήρι ζούσε μια πολύ ασκητική ζωή και αφιερώθηκε στην προσευχή και στη μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατέρων.
Δεν έμελλε όμως να παραμείνει για πολύ καιρό στη μονή του, γιατί χειροτονήθηκε διάκονος και το έτος 579 μ.Χ. εστάλη στην αυτοκρατορική αυλή της Κωνσταντινουπόλεως ως αποκρισιάριος, δηλαδή αντιπρόσωπος, του Πάπα Ρώμης. Στην Κωνσταντινούπολη ο Όσιος Γρηγόριος, μαζί με τους μοναχούς που τον συνόδευσαν από την Ρώμη, ζούσε μοναστική ζωή. Είχε όμως την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τα πολιτικά και εκκλησιαστικά προβλήματα της αυτοκρατορίας και να συνάψει γνωριμίες με σημαίνοντα πρόσωπα της αυτοκρατορικής αυλής, με τα οποία διατήρησε αλληλογραφία μετά την αναχώρησή του από την Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσα στα πρόσωπα αυτά ήταν η Θεοκτίστη, αδελφή του αυτοκράτορα Μαυρικίου (582 – 602 μ.Χ.), ο πατρίκιος Ναρσής, ο ιατρός του αυτοκράτορα Θεόδωρος κ.α. Στην Κωνσταντινούπολη επίσης, γνώρισε τον Επίσκοπο Σεβίλλης Λέανδρο (βλέπε 27 Φεβρουαρίου), ο οποίος ταξίδευε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και με τον οποίο διατήρησε αδελφική φιλία και αλληλογραφία στα κατοπινά χρόνια.
Περί το έτος 586 μ.Χ. ο Γρηγόριος μετακαλείται στην Ρώμη. Υπάρχει η άποψη ότι με την επανάκαμψή του στην Ρώμη επέστρεψε στο μοναστήρι του και τότε ήταν που έγινε ηγούμενός του. Μια άλλη άποψη υποστηρίζει ότι ο Γρηγόριος μετά την επάνοδό του στην Ρώμη δεν επέστρεψε στη μονή, αλλά υπηρέτησε ως διάκονος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και σύμβουλος του Πάπα Πελαγίου Β’. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο Γρηγόριος έγινε ηγούμενος πριν την χειροτονία του σε διάκονο και την αποστολή του στην Κωνσταντινούπολη.
Το έτος 590 μ.Χ. ο Πάπας Πελάγιος Β’ ασθένησε από επιδημική ασθένεια και πέθανε. Παρά το ότι τόσο ο κλήρος όσο και ο λαός της Ρώμης ζητούσαν τον Γρηγόριο για Επίσκοπό τους μετά την κοίμηση του Πελαγίου Β’, η απροθυμία του ιδίου να ανέλθει στον επισκοπικό θρόνο ήταν έκδηλη. Η στάση του αυτή προερχόταν από την συναίσθηση του βάρους της ευθύνης του επισκοπικού αξιώματος και από την ταπεινή πεποίθηση ότι οι δικές του δυνάμεις δεν ήταν επαρκείς για ένα τόσο σπουδαίο έργο. Όταν ο Επίσκοπος Ραβέννας Ιωάννης με επιστολή του το έψεξε για την διστακτικότητά του αυτή, ο Όσιος Γρηγόριος αποφάσισε να του απαντήσει με την συγγραφή μιας ολόκληρης πραγματείας για το βαρυσήμαντο έργο του Επισκόπου και για τα προσόντα που αυτός πρέπει να έχει. Επρόκειτο δηλαδή για μια απολογία του Γρηγορίου σχετικά με τους ενδοιασμούς του να αναλάβει το βάρος του επισκοπικού αξιώματος.
Ο Γρηγόριος, παρά τους έντονους προσωπικούς του ενδοιασμούς, ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης ως Πάπας Γρηγόριος Α’. Η κατάσταση που είχε να αντιμετωπίσει ήταν πολύ δυσχερής. Αφ’ ενός η επιδημία λυμαινόταν τις ζωές των ανθρώπων και αφ’ ετέρου μια φοβερή πλημμύρα του ποταμού Τίβερη είχε καταστρέψει σημαντικό αριθμό περιουσιών και σιτηρών. Σημαντικότερο ακόμη πρόβλημα ήταν η παρουσία των Λομβαρδών ως εισβολέων στην Ιταλία, οι οποίοι κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Ιταλίας και μεγάλο μέρος της Νότιας Ιταλίας. Οι Λομβαρδοί ήταν αιτία συνεχούς αναστατώσεως στην Ιταλία και απειλούσαν να καταλάβουν και τα υπόλοιπα εδάφη της (Ρώμη, Ραβέννα, Νεάπολη, Βενετία, Σικελία, Σαρδηνία, Κορσική), τα οποία ανήκαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και εποπτεύονταν από τον έξαρχο του αυτοκράτορα, ο οποίος είχε την έδρα του στη Ραβέννα.
Με την ανάληψη του επισκοπικού αξιώματος ο Γρηγόριος αναλώθηκε στην υπηρεσία του ποιμνίου του και της Εκκλησίας στο σύνολό της. φρόντισε με θαυμαστή επιμέλεια το φιλανθρωπικό έργο στη Ρώμη και μερίμνησε με επιτυχία για τον εκχριστιανισμό των Αγγλοσαξόνων, αποστέλλοντας στη Βρετανία από την μονή του Αποστόλου Ανδρέου, ομάδα σαράντα μοναχών, ως ιεραποστόλων, με επικεφαλής τον Αυγουστίνο της Καντουαρίας. Επίσης ενδιαφέρθηκε για την αξιοποίηση, την οργάνωση της καλλιέργειας και την ορθή διάθεση των προσόδων των γαιών του παπικού θρόνου. Αξιοσημείωτο είναι ότι επέμενε να δίνει οδηγίες στους κατά τόπους υπευθύνους των παπικών κτημάτων να μεριμνούν για την αποφυγή κάθε αδικίας και παράνομου πλουτισμού στο διαχειριστικό τους έργο.
Ο Όσιος προσκαλούσε κατά διαστήματα τους πιο πτωχούς της πόλεως και έτρωγε μαζί τους. Κάποτε έδωσε εντολή να έλθουν στην Επισκοπή δώδεκα πτωχοί, για να τους προσφέρει φαγητό. Την ώρα που έτρωγαν, ο Όσιος έβλεπε δεκατρείς προσκεκλημένους και ο ένας από αυτούς ήταν διαφορετικός στην όψη. Είχε πρόσωπο φωτεινό και πότε έμοιαζε με γέροντα στην ηλικία, πότε με νέο. Όταν οι άλλοι έφυγαν, τον ρώτησε ποιος είναι και εκείνος απάντησε: «Είμαι Άγγελος Κυρίου. Σε έχω επισκεφθεί και άλλη φορά, όταν ήσουν μοναχός και μου έδωσες ελεημοσύνη. Ο Θεός θέλησε να δοκιμάσει την προαίρεσή σου και με το παράδειγμά σου να διδάξει και άλλους. Μάλιστα, από τότε έλαβα εντολή να είμαι πάντα μαζί σου, για να σε προστατεύω. Ότι θελήσεις από τον Θεό να μου το πεις και θα το μεταφέρω».
Επειδή η Ρώμη ήταν ο μόνος Πατριαρχικός θρόνος σε όλη τη Δύση, ο Γρηγόριος προσπαθούσε να επιλύσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο το πολλαπλά προβλήματα που παρουσίαζαν οι Εκκλησίες της Ιταλίας, της Γαλατίας, της Ισπανίας και της Βρετανίας. Ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει, ήταν το σχίσμα των Επισκόπων της Λιγουρίας, της Ιστρίας και της Βενετίας, οι οποίοι δεν δέχονταν την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 553 μ.Χ. Η αιτία του προβλήματος ήταν ότι η Σύνοδος αυτή είχε καταδικάσει ως νεστοριανικά τα γνωστά ως «Τρία Κεφάλαια», δηλαδή το πρόσωπο και τα έργα του Θεοδώρου Μοψουεστίας, τα έργα του Θεοδωρήτου Κύρου κατά του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και την επιστολή του Ίβα Εδέσσης προς Μάριν τον Πέρση. Οι διαφωνούντες δυτικοί Επίσκοποι θεωρούσαν ότι η καταδίκη αυτή προωθούσε ένα συμβιβασμό με τους Μονοφυσίτες, αναιρώντας έτσι την πίστη της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συνήλθε στην Χαλκηδόνα, το έτος 451 μ.Χ. Επειδή η Ρώμη, παρά τις αρχικές αντιδράσεις της, είχε αποδεχθεί την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο και την καταδίκη των «Τριών Κεφαλαίων», οι διαφωνούντες δυτικοί Επίσκοποι είχαν διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία τους με την Ρώμη. Ο Όσιος Γρηγόριος προσπάθησε επανειλημμένως να πείσει τους διαφωνούντες Επισκόπους ότι η Ε’ Οικουμενική Σύνοδος δεν ερχόταν σε αντίθεση με το δόγμα της Χαλκηδόνας. Πραγματικά κατόρθωσε να μεταστρέψει τη γνώμη μερικών από αυτούς, αλλά η άρση του σχίσματος έγινε μετά την κοίμησή του.
Στο μεγάλο πρόβλημα της αντιμετωπίσεως των προκλήσεων των Λομβαρδών, οι οποίοι απειλούσαν να καταλάβουν την Ρώμη, ο Γρηγόριος, παρά της επανειλημμένες εκκλήσεις του, δεν κατέστη δυνατό να λάβει βοήθεια για αναχαίτιση του εχθρού από τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Μαυρίκιο και από τον Βυζαντινό έξαρχο της Ραβέννας Πατρίκιο. Βέβαια ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος βρισκόταν σε δεινή θέση, γιατί εκτός από τους Λομβαρδούς είχε να αντιμετωπίσει σε διαφορετικά μέτωπα τους Πέρσες, τους Σλάβους, τους Αβάρους και τους Μαυρούσιους. Έτσι ο Γρηγόριος αναγκάστηκε να αναλάβει ο ίδιος πολιτική πρωτοβουλία και να συνάψει συνθήκη με τους Λομβαρδούς, πληρώνοντάς τους ένα μεγάλο ποσό χρημάτων και δίνοντας σε αυτούς ετήσιο φόρο πολυτελείας.
Είναι πράγματι λυπηρό το ότι η Βυζαντινή αυτοκρατορία αδυνατούσε να προασπίσει αποτελεσματικά τις δυτικές κτήσεις της στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Αυτό είχε οδυνηρές συνέπειες τόσο για την Πολιτεία όσο και για την Εκκλησία. Οι Λατίνοι βυζαντινοί υπήκοοι σταδιακά αποξενώθηκαν από το κέντρο της αυτοκρατορίας, που αδυνατούσε να τους βοηθήσει, οι δυτικές κτήσεις του Βυζαντινού κράτους έπεσαν στα χέρια των βαρβαρικών φύλων, ενώ ο Επίσκοπος Ρώμης ανέλαβε πολιτικές εξουσίες, συνεργάστηκε με τους ηγεμόνες των βαρβαρικών φύλων και σταδιακά έγινε ο ίδιος κοσμικός άρχοντας.
Βέβαια ο Όσιος Γρηγόριος δεν φέρει καμία ευθύνη για την μετά από αιώνες εξέλιξη του παπικού θρόνου σε κοσμική εξουσία, ούτε για την συνεργασία μεταγενέστερων παπών με τους Φράγκους. Ο ίδιος έκανε αυτό που θεωρούσε καθήκον και υποχρέωσή του για την προάσπιση του ποιμνίου και της πατρίδος του στους χαλεπούς εκείνους καιρούς. Ο Όσιος Γρηγόριος μπορεί σε ορισμένα θέματα να διαφωνούσε με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, αλλά αυτό συνέβαινε συχνότατα και με τους Πατριάρχες της Ανατολής. Όπως όμως φαίνεται μέσα από τα γραπτά κείμενά του, θεωρούσε τον εαυτό του πιστό υπήκοο του Βυζαντινού κράτους. Ουδέποτε αμφισβήτησε την εξουσία του Βυζαντινού αυτοκράτορα και συμβούλευε τους πιστούς να αναπέμπουν προσευχές γι’ αυτόν.
Ο Όσιος Γρηγόριος ήταν άνθρωπος ταπεινού φρονήματος. Παρά το γεγονός ότι αποδεχόταν χωρίς κριτική εξέταση τη θεωρία περί του παπικού πρωτείου, ο ίδιος αρνιόταν κατηγορηματικά για τον εαυτό του τον τίτλο του «οικουμενικού πάπα», τον οποίο του πρότεινε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ευλόγιος (579/580 – 607 μ.Χ.) και με ειλικρίνεια προτιμούσε τον τίτλο «δούλος του Θεού». Τόνιζε μάλιστα εμφαντικά – και εν πολλοίς το αποδείκνυε στην πράξη – ότι σεβόταν τα δικαιώματα και την εκκλησιαστική δικαιοδοσία των άλλων Επισκόπων. Ο Όσιος Γρηγόριος κοιμήθηκε από αρθριτική νόσο, το έτος 604 μ.Χ. 
Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Στόμα γρήγορον καταπλουτήσας, νομεὺς ἄριστος τοῦ θείου λόγου, ἀνεδείχθης Ἱεράρχα Γρηγόριε, τῶν ἀρετῶν γὰρ ἐκφάντωρ γενόμενος, δικαιοσύνης ἐκφαίνεις τὴν ἔλλαμψιν Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμιν τὸ μέγα ἔλεος.
Άγιοι Εννέα Μάρτυρες. Οι Άγιοι Εννέα Μάρτυρες μαρτύρησαν δια πυρός. (Ίσως είναι οι ίδιοι μ’ αυτούς που μαρτύρησαν μαζί με τον Άγιο επίσκοπο Αυδά στην Περσία, που η μνήμη τους εορτάζεται την 31η Μαρτίου).
Δίκαιος Φινεές. Ο Δίκαιος Φινεές ήταν ιερέας των Εβραίων από τη φυλή του Ααρών, περί του οποίου διαβάζουμε στην Παλαιά Διαθήκη: «Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς τὸν Μωυσὴν καὶ εἶπεν: ὁ Φινεές, ὁ υἱὸς τοῦ Ἐλεάζαρ υἱοῦ τοῦ Ἀαρῶν, ἔπαυσε τὸν θυμόν του κατὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν, διότι οὗτος μὲ ἱερὰν ἀγανάκτησιν, διὰ τὴν ἁμαρτίαν τῶν Ἰσραηλιτῶν, φονεύσας τοὺς ἐνόχους πρωταιτίους καὶ οὕτω δὲ κατέστρεψα ἐν τὴ ἱερά μου ἀγανακτήσει ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας. Ἕνεκεν τῆς τοιαύτης διαγωγῆς του δηλῶ: Νά! Συνάπτω μετ’ αὐτοῦ ἐγὼ ὁ Θεὸς συμβόλαιον ἰδιαιτέρων εἰρηνικῶν σχέσεων. Ὑπόσχομαι νὰ δώσω εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους του ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἱεροσύνην παντοτεινήν, ἐπειδὴ ἔδειξε ζῆλον ὑπὲρ ἐμοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξιλέωσε τὸν θυμόν μου κατὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν». Ο Φινεές διαδέχθηκε στην αρχιερωσύνη τον Δίκαιο Ελεάζαρ. Ως προς τους απογόνους του, εκτός μιας διακοπής από του Ηλί μέχρι του Δαβίδ, οι απόγονοί του έγιναν οι κληρονομικοί διάδοχοι της αρχιερωσύνης μέχρι της καταστροφής του Ιουδαϊκού έθνους. Η μνήμη του Δικαίου Φινεές εορτάζεται και στις 2 Σεπτεμβρίου μετά του δικαίου Ελεάζαρ. 
Όσιος Συμεών ο Ευλαβής. Η μνήμη του αποσιωπάται από τους Συναξαριστές. Μνημονεύεται στο Βυζαντινό Εορτολόγιο του Γεδεών σελ. 220. Έζησε στα μέσα του 10ου αιώνα μ.Χ. και έγινε δάσκαλος του Συμεών του νέου Θεολόγου (βλέπε 12 Οκτωβρίου), ο όποιος και συνέθεσε Ακολουθία σ’ αυτόν, που δεν σώζεται.
Άγιος Λαυρέντιος. Ο Άγιος Λαυρέντιος ανήκει στο χορό των 300 Μαρτύρων και Όσιων της Κύπρου, τους επονομαζόμενους Αλαμανούς. Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.
Προφήτης Ααρών. Ο Προφήτης Ααρών είναι ο πρώτος αρχιερέας των Ισραηλιτών, από τη φυλή του Λευί, πρεσβύτερος αδελφός του Προφήτου Μωυσή, στον οποίο προσέφερε πολύτιμη συνδρομή κατά την απελευθέρωση του λαού του Ισραήλ από τη δουλεία στην Αίγυπτο. Εύγλωττος και θαρραλέος, υποδείχθηκε υπό του Θεού ως συνεπίκουρος στον Προφήτη Μωυσή, όταν αυτός δίσταζε να αναλάβει το μέγα έργο, να εξαγάγει τον Ισραηλιτικό λαό από τη δουλεία, προφασιζόμενος μεταξύ των άλλων και τη βραδυγλωσσία του. Πράγματι, ο Ααρών, όταν πληροφορήθηκε από τον Μωυσή τη θεία εντολή, συγκέντρωσε τους πρεσβυτέρους των υιών Ισραήλ και διαβίβασε τους λόγους, τους οποίους λάλησε ο Κύριος προς τον Μωυσή. Αφού ο λαός πίστεψε στους λόγους του, ο Μωυσής και ο Ααρών μετέβησαν στον Φαραώ και διαβίβασαν την διαταγή του Θεού, να αποστείλει τον Εβραϊκό λαό να εορτάσει στην έρημο. Ενώπιον μάλιστα του βασιλέως ο Ααρών μετέβαλε την ράβδο του σε φίδι και κατόπιν την επανέφερε στην πρώτη κατάσταση.
Ο Φαραώ όμως, όχι μόνο δεν υπάκουσε, αλλά κατέστησε ακόμη πιο βαριά την δουλεία. Η καρδιά του σκλήρυνε. Οι Εβραίοι άρχισαν τότε να γογγύζουν και να διαμαρτύρονται κατά των δύο ανδρών. Πάλι όμως ο Ααρών εμφανίσθηκε ενώπιον του Φαραώ ως πληρεξούσιος του Μωυσή και ζήτησε από αυτόν να αφήσει τον Ισραηλιτικό λαό να απέλθει από την Αίγυπτο. Όταν δε ο Φαραώ ζήτησε θαύματα από τους δύο απεσταλμένους του Θεού για να πεισθεί, ο Ααρών εξετέλεσε πάλι τα θαύματα αυτά. Επακολούθησαν οι επτά πληγές του Φαραώ, ο οποίος τελικά αναγκάσθηκε να αφήσει τους Εβραίους να φύγουν από την Αίγυπτο.
Καθ’ όλο το διάστημα της εξόδου του λαού από την Αιγυπτιακή δουλεία και την περιπλάνηση στην έρημο, ο Ααρών ήταν πρόθυμος συνεργάτης του Μωυσή στο δυσχερέστατο έργο της διοικήσεως του λαού, που υπέφερε μύριες στερήσεις και κακουχίες.
Ήλθε όμως η στιγμή κατά την οποία ο Ααρών δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον εξεγερθέντα λαό. Ο Μωυσής είχε ανέλθει στο όρος Σινά, για να λάβει τις εντολές του Θεού, αλλά άργησε να κατέλθει. Ο λαός τότε εγκατέλειψε τον Θεό και ζήτησε τη σωτηρία του σε ψεύτικους θεούς. Συνάχθηκε λοιπόν, γύρω από τον Ααρών και του ζήτησε να κατασκευάσει σε αυτόν ομοιώματα θεών. Τότε κατασκευάσθηκε ο χρυσός μόσχος. Ο Προφήτης Ααρών κοιμήθηκε με ειρήνη, όπως ο Μωυσής, πριν εισέλθει στη γη της επαγγελίας, σε ηλικία 123 ετών. Ενταφιάσθηκε στο όρος Χορ ή Ωρ, κοντά στην Πέτρα, πρωτεύουσα των Ιδουμαίων. Η μνήμη του Προφήτη Ααρών εορτάζεται, επίσης, την Κυριακή των Προπατόρων.
Άγιος Δημήτριος βασιλεύς της Γεωργίας. Ο Άγιος Δημήτριος ο Β’, ο Θυσιαζόμενος, ήταν υιός του βασιλέως της Γεωργίας Δαβίδ (κοιμήθηκε το 1269 μ.Χ.) και καταγόταν από τη δυναστεία των Βαγρατιδών. Μαρτύρησε το έτος 1289 μ.Χ. από τους Τούρκους, επί σουλτάνου Αργκούν.
Σύναξη των εν τη Λακωνία διαλαμψάντων Αγίων. Την ημέρα των εγκαινίων του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Σπάρτης, που έγιναν την 19ην Ιουνίου 1983 μ.Χ., ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης κ.κ. Ευστάθιος, καθιέρωσε τον κοινό εορτασμό των εν τῃ Λακωνία διαλαμψάντων Αγίων, ορίσας εορτάσιμον ημέρα, την Β’ Κυριακή των Νηστειών.
Την Ιερά Εικόνα των Λακώνων Αγίων, φιλοξενεί το βόρειο κλίτος του Ναού, το οποίο είναι αφιερωμένο στους Λάκωνες Αγίους.

Στην χορεία των Λακώνων Αγίων, ανήκουν οι:
– Όσιος Νίκων ὁ «Μετανοείτε»
– Άγιος Θεόκλητος Λακεδαιμονίας
– Άγιος Λεόντιος ο εκ Μονεμβασίας
– Άγιος Μάξιμος ο Γραικός
– Άγιος Γεώργιος ο εν Μαλεώ ασκήσας
– Άγιος Γρηγόριος ο εκ Μυστρά
– Αγία Υπομονή
– Άγιος Θωμάς ο εν Μαλεώ ασκήσας
– Άγιος Ηλίας ο Νέος
– Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης
Στην χορεία των Λακώνων Αγίων, προστέθηκαν αργότερα και οι εξής:
– Όσιος Σεραπίων ο Σινδόνιος
– Άγιος Πέτρος, επίσκοπος Μονεμβασίας (Β’ Κυρ. Νηστειών)
– Άγιος Θεοφάνης, επίσκοπος Μονεμβασίας (Β’ Κυρ. Νηστειών)
– Οσία Μάρθα Μονεμβασίας
– Άγιος Παύλος, επίσκοπος Μονεμβασίας (Β’ Κυρ. Νηστειών)
– Άγιος Θεόδωρος Κυθήρων
– Άγιος Ρωμανός επί την σκλέπαν (Β’ Κυρ. Νηστειών)
– Άγιος Ισίδωρος Βουχειράς, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (Β’ Κυρ. Νηστειών)
– Άγιος Φώτιος Μονεμβασίας, επίσκοπος Κιέβου
– Άγιος Ρωμανός ο νεομάρτυς εκ Δημηνίτσης
– Άγιος Γαλακτίων εξ Αναβρυτής (Β’ Κυρ. Νηστειών)
– Άγιος Νεόφυτος ο νεομάρτυς, Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας (Β’ Κυρ. Νηστειών)
– Άγιος Μήτρος ή Δημήτριος ο Πελοποννήσιος
– Άγιος Ιωάννης ο νεομάρτυς εκ Τουρκολέκα
Ἀπολυτίκιον
Ἤχος πλ. α΄. Τὀν Συνάναρχον Λόγον.
Μαργαρίτας τους θείους ἀνευφημήσωμεν, χαριτόπλοκον στέφος τους ἀπαρτίζοντας, ἁγιότητος τῇ αἴγλῃ λαμπρυνόμενον, ᾧ στεφθεῖσα ἡ κλεινή, Λακωνία νῦν βοᾷ τό κάλλος μου και ἡ δόξα∙ ὑμεῖς ἐστε οἱ τῷ φέγγει, τῷ τοῦ Χριστοῦ με καταυγάσαντες.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἤχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Λακώνων Ἁγίων ἀνυμνοῦμεν την φάλαγγα, δι’ὧν δωρεῶν ἀνεκφράστων, ἐνεπλήσθημεν ἅπαντες, τον Νίκωνα, Ἠλίαν, Γεώργιον, Θωμᾶν, Θεόκλητον, Γρηγόριον, Μάξιμον, Λεόντιον σοφούς, Ἰωάννην νεομάρτυρα τον κλεινόν, συμφώνως ἀνακράζοντες. Δόξα τῶ ἐνισχύσαντι ἡμᾶς, δόξα τῶ στεφανώσαντι, δόξα τῶ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τον Συνάναρχον Λόγον
Πεπλησμένοι τοῦ θείου φωτός μακάριοι, τῆς Λακωνίας προστάται καί ὑποφῆται σοφοί, τῇ δυνάμει τοῦ Χριστοῦ λαμπρῶς ἐδείχθητε, Ἀρχιερέων ἡ ὁμάς, καί ὁσίων ἡ πληθύς, καί μάρτυρες ἀθλοφόροι, τά πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων, ἀδιαλείπτως προστατεύοντες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου