Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023

19 Ιανουαρίου γιορτάζουν…

 


  • Όσιοι Μακάριος ο Αιγύπτιος και Μακάριος ο Αλεξανδρεύς
  • Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός
  • Άγιος Αρσένιος Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας
  • Αγία Ευφρασία
  • Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου
  • Ανάμνηση Θαύματος Μεγάλου Βασιλείου
  • Όσιος Μελέτιος ο Γαλησιώτης ο Ομολογητής
  • Όσιος Κοσμάς ο Χρυσοστόματος
  • Όσιος Μακάριος Επίσκοπος Ιερισσού
  • Άγιος Μακάριος ο Καλογεράς
  • Όσιος Μακάριος ο Νηστευτής εκ Ρωσίας
  • Όσιος Μακάριος ο Διάκονος εκ Ρωσίας
  • Άγιος Θεόδωρος του Νόβγκοροντ
  • Όσιοι Μάξιμος και Δομέτιος οι αυτάδελφοι

***********************************************************************************

  • Όσιοι Μακάριος ο Αιγύπτιος και Μακάριος ο Αλεξανδρεύς 

Ο Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος γεννήθηκε το 301 μ.Χ. σε κάποιο χωριό της Άνω Αιγύπτου και έζησε στα χρόνια του Θεοδοσίου του Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.). Σε ηλικία 30 χρόνων αποσύρθηκε στην έρημο της Νιτρίας και στη Συρία, όπου παρέμεινε για εξήντα ολόκληρα χρόνια και απέκτησε μεγάλη φήμη για τον ασκητικό του βίο και τις άλλες θαυμαστές αρετές του. Επειδή, παρά το νεαρό της ηλικίας του, προέκοπτε στις αρετές ονομάσθηκε «παιδαριογέρων». Στην έρημο γνώρισε τον Μέγα Αντώνιο του οποίου έγινε μαθητής. Σε ηλικία 40 ετών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και λόγω της ενάρετης ζωής του αξιώθηκε από τον Θεό να λάβει το χάρισμα της θεραπείας των ασθενών και της προφητείας. Λέγεται ότι συνεχώς επικοινωνούσε με τον Θεό «και μάλλον τω πλείονι χρόνω προσδιατριβείν Θεώ ή τοις υπ’ ουρανόν πράγμασιν». Ο Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος υπήρξε γέννημα θρέμμα της ερήμου. Για να είναι, λοιπόν, απερίσπαστος και να βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με τον Θεό, έσκαψε ο ίδιος και άνοιξε μια υπόγεια στοά, που άρχιζε από το κελί του και είχε μήκος εκατό περίπου μέτρα. Στην άκρη της στοάς διεύρυνε τον χώρο και διαμόρφωσε ένα σπήλαιο. Έτσι είχε την δυνατότητα όταν προσέρχονταν σε αυτόν πολλοί άνθρωποι και τον ενοχλούσαν, να κατεβαίνει στη στοά, χωρίς να τον παίρνουν είδηση και μέσω αυτής να πηγαίνει στο σπήλαιο και να κρύβεται, ώστε να μην μπορεί να τον βρει κανένας.

Κάποτε πήγε και συνάντησε τον Άγιο Μακάριο ένας αιρετικός, που είχε μέσα του δαιμόνιο και ισχυριζόταν ότι δεν είναι δυνατό να γίνει ανάσταση νεκρών. Ο Άγιος τότε, προκειμένου να τον πείσει, ανέστησε ένα νεκρό. Έλεγε δε ότι υπάρχουν δύο τάγματα δαιμόνων. Από αυτά, το ένα πολεμά τους ανθρώπους, παρασύροντάς τους σε πάθη τερατώδη και ακατονόμαστα, ενώ το άλλο, το οποίο ονομάζεται και «αρχικό», δημιουργεί στις ψυχές των ανθρώπων διάφορες κακοδοξίες και πλάνες. Αυτούς, μάλιστα, τους δαίμονες του δεύτερου τάγματος, τους ξεχωρίζει ο Σατανάς και τους αποστέλλει στους μάγους και στους αιρεσιάρχες. Επίσης, κάποτε ένας μαθητής του Οσίου έκλεβε τα πράγματα φτωχών ανθρώπων και, παρά τις συμβουλές του, δεν διόρθωνε το πάθος του αυτό. Με το προορατικό του λοιπόν χάρισμα ο Όσιος, προείπε ότι θα ξεσπούσε η οργή του Κυρίου εναντίων του. Και πραγματικά, ο μαθητής του προσβλήθηκε από μια φοβερή αρρώστια, την ελεφαντίαση. Το δέρμα του σώματός του δηλαδή, ξεράθηκε και ζάρωσε. Είναι προς πνευματική μας ωφέλεια να αναφέρουμε και ένα άλλο θαυμαστό γεγονός που συνέβη με τον Όσιο Μακάριο: κάποτε εκεί που περπατούσε στην έρημο βρήκε ένα κρανίο. Ήταν κάποιου που είχε διατελέσει ιερέας των ειδώλων. Μόλις ο Μακάριος πλησίασε και τον ρώτησε, άκουσε να του λέει ότι με τις προσευχές του ένιωθαν κάποια μικρή ανακούφιση στον πόνο τους, οι βρισκόμενοι στην κόλαση, όταν τύχαινε ο Όσιος και προσευχόταν υπέρ αυτών. Ο Όσιος Μακάριος σε προχωρημένη ηλικία εξορίσθηκε σε νησίδα του Νείλου από τον Αρειανό Επίσκοπο Αλεξανδρείας Λούκιο και κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία 90 ετών το έτος 391 μ.Χ. Ο Όσιος Μακάριος, ο Αλεξανδρεύς, χρημάτισε ιερέας των λεγόμενων κελιών. Υπήρξε υπόδειγμα εγκράτειας και υπομονής και έτσι προικίσθηκε από τον Θεό και με το χάρισμα της θαυματουργίας. Τις αρετές του τις θαύμασε και αυτός ο Μέγας Αντώνιος και είπε: «Ιδού, επαναπαύθηκε επί σέ το Πνεύμα το Άγιο και στο εξής θα είσαι κληρονόμος των αγώνων μου». Κάθε φορά που ο Όσιος αντιλαμβανόταν ότι κάποιος επιτελούσε ένα σπουδαίο ασκητικό αγώνισμα, υποκινούμενος από έναν Άγιο ζήλο, τον μιμείτο και έκανε και αυτός το ίδιο αγώνισμα. Έτσι, όταν άκουσε ότι οι Ταβεννησιώτες μοναχοί, καθ’ όλη την διάρκεια της Τεσσαρακοστής, έτρωγαν άβραστο φαγητό, πήρε την απόφαση και επί επτά χρόνια δεν έφαγε κανένα μαγειρευμένο φαγητό. Τρεφόταν μόνο με λάχανα ωμά και όσπρια. Επίσης και τον ύπνο του αγωνίσθηκε να περιορίσει στο ελάχιστο. Και, για να το κατορθώσει αυτό, δεν μπήκε κάτω από στέγη επί είκοσι ολόκληρα ημερόνυχτα, φλεγόμενος από τον καύσωνα της ημέρας και ξεπαγιάζοντας από το ψύχος της νύχτας. Μια φορά ο Όσιος ενοχλήθηκε από το δαίμονα της πορνείας και, προκειμένου να εξουδετερώσει τον δαίμονα αυτό, κατέφυγε σε ένα εντελώς έρημο και ελώδη τόπο, όπου παρέμεινε επί έξι μήνες. Εκεί υπήρχαν κουνούπια πολύ μεγάλα, σαν σφήκες, τα οποία με τα τσιμπήματά τους τον καταπλήγωναν σε όλο του το σώμα. Όταν, λοιπόν, ύστερα από τους έξι μήνες γύρισε στο κελί του, αναγνωριζόταν μόνο από την φωνή του, αφού το σώμα του εξωτερικά είχε παραμορφωθεί και έμοιαζαν με το σώμα ανθρώπων που πάσχουν από την ασθένεια της ελεφαντίασης. Κάποια φορά ο Όσιος καθόταν στην αυλή και έλεγε λόγους ωφέλιμους σε παρευρισκόμενους εκεί Χριστιανούς. Τότε μία ύαινα, αφού πήρε μαζί της το νεογνό της, το οποίο ήταν τυφλό, πλησίασε τον Άγιο και το έριξε στα πόδια του. Εκείνος, αφού έπτυσε στα μάτια του μικρού ζώου, του χάρισε το φως. Έτσι, θεραπευμένο πλέον, το πήρε η ύαινα και έφυγε. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί όμως, αυτή γύρισε πάλι στον Άγιο, φέρνοντάς του από ευγνωμοσύνη μια μεγάλη προβιά για στρώμα. Εκείνος όμως είπε στην ύαινα: «πράγματα προερχόμενα από αδικία εγώ δεν τα δέχομαι». Εκείνη τότε, έσκυψε το κεφάλι και έφυγε από την αυλή. Έτσι, λοιπόν, αφού ασκήθηκε ο Όσιος Μακάριος και έφθασε σε βαθύ γήρας, κοιμήθηκε με ειρήνη το 395 μ.Χ. 

Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης καί ἐν σώματι ἄγγελος, καί θαυματουργός ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατήρ ἡμῶν Μακάριε· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τούς νοσοῦντας, καί τάς ψυχάς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσιν ἰάματα. 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης. Ζωής της μακαριάς φερωνύμως ετύχετε, ως πολιτευθέντες οσίως, θεοφόροι Μακάριοι, εν νόμω γαρ τω θείω ευσεβώς, ιθύναντες τας τρίβους της ζωής θείας δόξης ανεδείχθητε κοινωνοί, σώζοντες τους κραυγάζοντας, δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δι’ υμών πάσιν ιάματα. 

Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον. Ἐν τῷ οἴκῳ Κύριος, τῆς ἐγκρατείας, ἀληθῶς σε ἔθετο, ὡσπερ ἀστέρα ἀπλανῆ, φωταγωγοῦντα τά πέρατα, Πάτερ Πατέρων, Μακάριε Ὅσιε.

Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός γεννήθηκε το 1392 μ.Χ. από ευσεβείς και πιστούς γονείς, τον αρχιδικαστή, σακελλίων και διάκονο της Μεγάλης Εκκλησίας Γεώργιο και τη Μαρία που ήταν κόρη του ευσεβούς ιατρού Λουκά. Είχε ακόμα έναν μικρότερο αδερφό που ονομαζόταν Ιωάννης. Λόγω των πολλών του πνευματικών χαρισμάτων έκανε περίλαμπρες θεολογικές και φιλοσοφικές σπουδές και μαθήτευσε στους πλέον φημισμένους διδασκάλους της εποχής του, τον Ιωάννη Χορτασμένο (κατόπιν Ιγνάτιο Μητροπολίτη Σηλυμβρίας) και τον μαθηματικό και φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα. Μεταξύ των συμμαθητών του ήταν και ο μετ’ έπειτα άσπονδος εχθρός του Βησσαρίων ο καρδινάλιος που ήταν υπέρμαχος της ένωσης. Δίδασκε στο φροντιστήριο του πατέρα του, και αργότερα, μετά τον θάνατο αυτού, τον διαδέχθηκε στο διδασκαλικό επάγγελμα. Διακρίθηκε σαν δάσκαλος της ρητορικής και μεταξύ των μαθητών του, που διέπρεψαν αργότερα, ήταν ο Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος (ο πρώτος μετά την πτώσιν της Πόλεως Πατριάρχης), ο Θεόδωρος Αγαλλιανός, ο Θεοφάνης Μητροπολίτης Μηδείας και ο αδελφός του Ιωάννης ο Ευγενικός. Στο 25ο έτος της ηλικίας του αποφάσισε να γίνει μοναχός και γι’ αυτό έφυγε σε μια Μονή στους Πριγκηπόνησους. Εκεί ετάχθη υπό την πνευματική επιστασία ενάρετου μοναχού, του Συμεών, ο όποιος τον έκειρε μοναχό και τον μετονόμασε από Εμμανουήλ, που ήταν το πρώτο του όνομα, σε Μάρκο. Κατόπιν από τα νησιά αυτά έφυγε και πήγε στη Μονή των Μαγκάνων, όπου χειροτονήθηκε Ιερέας. Αφού έγινε κληρικός, το 1436 μ.Χ. εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Εφέσου. Ακολούθησε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο στη Φεράρα και τη Φλωρεντία, όπου πραγματοποιήθηκε Σύνοδος για την ένωση της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας. Εκεί ο Μάρκος ανεδείχθη ο θερμότερος και στερεότερος υπέρμαχος της Ορθοδοξίας, αρνούμενος να υπογράψει τον όρο της ψευδοενώσεως, έτσι που όταν ο πάπας Ευγένιος Δ’ (1431 – 1447 μ.Χ.) πληροφορήθηκε την απόφασή του είπε: «Μᾶρκος οὐχ ὑπέγραψε, λοιπὸν ἐποιήσαμεν οὐδέν».

Μετά την προδοτική ένωση της Φερράρας – Φλωρεντίας οι Βυζαντινοί εγκατέλειψαν την Ιταλία. Ο αυτοκράτορας παρέλαβε τον Άγιο Μάρκο στο αυτοκρατορικό πλοίο. Ύστερα από ταξίδι τρεισήμισι μηνών έφθασαν τελικά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί οι κάτοικοι δέχθηκαν με αισθήματα εχθρικά και αποδοκίμασαν αυτούς που υπέγραψαν την ένωση, αλλά επιδοκίμασαν και τίμησαν τον Άγιο Μάρκο όπως αναφέρει ο υβριστής του γραικολατίνος επίσκοπος Μεθώνης Ιωσήφ: «ο Εφέσου είδε το πλήθος δοξάζων αυτόν ως μη υπογράψαντα και προσεκύνουν αυτώ οι όχλοι παθάπερ Μωϋσεί και Ααρών και ευφήμουν αυτόν και άγιον απεκάλουν» (PG 159, 992). Στις 4 Μαΐου 1440 μ.Χ. ο Άγιος Μάρκος αναγκάστηκε να δραπετεύσει από την Βασιλεύουσα, διότι κινδύνευε η ζωή του, και να πάει στην Έφεσο που ήταν κάτω από τους Τούρκους. Εκεί αφού ποίμανε για λίγο το ποίμνιο του αναγκάσθηκε πάλι, τώρα από τους Τούρκους και τους ενωτικούς, να εγκαταλείψει την Έφεσο και μπήκε στο πλοίο που πήγαινε στο Άγιο Όρος, όπου είχε αποφασίσει να περάσει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Όταν όμως το πλοίον έκαμε σταθμό στη Λήμνο ο Άγιος ανεγνωρίσθει και αμέσως συνελήφθη, κατόπιν αυτοκρατορικής εντολής και φυλακίσθηκε εκεί για δύο χρόνια. Κατά την διάρκεια της φυλακίσεώς του υπέφερε πολύ, αλλά όπως έγραψε στον ιερομόναχο Θεοφάνη τον εν Ευβοία «ο λόγος του Θεού και η της αληθείας δύναμης ου δέδεται, τρέχει δε μάλλον και ευοδούται, και οι πλείονες των αδελφών τη εμή εξορία θαρρούντες βάλλουσι τοις ελέγχοις τους αλιτηρίους και παραβάτας της ορθής πίστεως…». Από την Λήμνο ο Άγιος εξαπέλυσε την περίφημο εγκύκλιο επιστολή του προς τους απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Με αυτήν ελέγχει αυστηρώς τους Ορθοδόξους εκείνους που αποδέχθηκαν την ένωση και με αδιάσειστα στοιχεία αποδεικνύει ότι οι λατίνοι είναι καινοτόμοι και γι’ αυτό λέει: «ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν, και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν». Καλεί δε ο άγιος τους πιστούς να αποφεύγουν τους ενωτικούς, διότι αυτοί είναι «ψευδαπόστολοι και εργάται δόλιοι». Μετά την αποφυλάκιση του άγιος Μάρκος λόγω της ασθενείας του δεν μπόρεσε να αποσυρθεί στο Άγιο Όρος, αλλά επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε δεκτός μετά τιμών ως άγιος και ομολογητής. Από το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων ο νέος ομολογητής διηύθυνε τον αγώνα κατά των ενωτικών, γράφοντας επιστολές στους μοναχούς και κληρικούς ενθαρρύνοντας τους να κρατούν την ορθή πίστη και να μη συνεργάζονται με τους ενωτικούς. Οι διωγμοί, οι εξουθενώσεις και οι πιέσεις επιδείνωσαν την κατάσταση της υγείας του Αγίου Μάρκου και στις 23 Ιουνίου του 1444 μ.Χ., αφού είχε καλέσει κοντά του τα πνευματικά του τέκνα και ανέθεσε στον Γεώργιο Σχολάριο την αρχηγία του ανθενωτικού αγώνος, απεδήμησεν εις Κύριον. Ήταν μόλις 52 ετών. Στον επικήδειο λόγο που εξεφώνησε ο Γεώργιος Σχολάριος, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο όσιος «εν ιερεύσει διέπρεψεν, εν αρχιερεύσιν διέλαμψεν, ήθλησεν υπέρ της Εκκλησίας πάνυ καλώς αδάμαντος στερεώτερος ώφθη προς την μετάθεσιν…νυν γυμνή τη ψυχή της μακαριότητος εμφορείται ήν επέγνω καλώς και λαβείν εντεύθεν εσπούδασε την εν Χριστώ κεκρυμμένην ζήσας ζωήν και σύνεστι τοις ιεροίς διδασκάλοις της πίστεως, πάντων είνεκα δίκαιος ών εκείνοις συντάττεσθαι». Αμέσως μετά την κοίμηση του ο Μάρκος τιμήθηκε ως άγιος και ομολογητής. Αυτό μαρτυρεί με πόνο και ο σύγχρονος και άσπονδος εχθρός του Ιωσήφ, ουνίτης επίσκοπος Μεθώνης, λέγων, «ώσπερ πολλούς μεν και άλλους, και τον καλούμενον Παλαμάν, και τον Εφέσου Μάρκον, ανθρώπους ούτ’ άλλως φρενήρεις, αλλά και δοξοσοφίας εμπεπλησμένους, μηδεμίαν αρετήν ή αγιωσύνην εν εαυτοίς έχοντας, μόνον δια το λέγειν και συγγράφειν κατά Λατίνων, δοξάζετε και υμνείτε, και εικόνας εγκοσμείτε αυτοίς και πανηγυρίζοντες, στέργετε αυτούς ως αγίους και προσκυνείτε» ( PG 159, 1357). Την πρώτη ακολουθία προς τιμήν του Αγίου Μάρκου συνέθεσε ο αδελφός του, Ιωάννης ο φιλόσοφος. Κατ’ αρχάς η μνήμη του εορταζόταν στις 23 Ιουνίου αλλά ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, το 1456 μ.Χ., όρισε διά συνοδικής πράξεως, να εορτάζεται η μνήμη του στις 19 Ιανουαρίου, ημέρα προφανώς της ανακομιδής του λειψάνου του αγίου και ταφής αυτού στην μονή του Λαζάρου στον Γαλατά. Οι αγώνες του Μάρκου και του μαθητού του Γενναδίου αναγνωρίστηκαν από την μεγάλη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως που τελείωσε το 1484 μ.Χ. και κατέγραψε τα ονόματα τους, ως πατέρων αγίων, στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας. 

Ἀπολυτίκιον(Κατέβασμα) Ήχος γ’. Θείας πίστεως Θείας πίστεως, ομολογία, μέγον εύρατο, η Εκκλησία, ζηλωτήν σε θειε Μάρκε πανεύφημε, υπερμαχούντα πατρώου φρονήματος, και καθαιρούντα του σκότους υψώματα. Όθεν άφεσιν, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν τοις σε γεραίρουσι. 

Κοντάκιον Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον. Πανοπλίαν ἄμαχον, ἐνδεδυμένος θεόφρον, τὴν ὀφρῦν κατέσπασας, τῆς Δυτικῆς ἀνταρσίας, ὄργανον, τοῦ Παρακλήτου γεγενημένος, πρόμαχος, Ὀρθοδοξίας προβεβλημένος· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Μᾶρκε, Ὀρθοδόξων καύχημα. 

Μεγαλυνάριον Τῆς Ὀρθοδοξίας ταῖς ἀστραπαῖς, λάμψας ἐν τῇ Δύσει, ἐξεθάμβησας ἐμφανῶς, Δυτικῶς τὰς ὄψεις, τοὺς ὅρους τῶν Πατέρων, ὦ Μᾶρκε ῥητορεύων, πυρίνῃ γλώττῃ σου.

  • Άγιος Αρσένιος Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας 

Ο Άγιος Αρσένιος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βασιλείου του Μακεδόνα (867 – 886 μ.Χ.), στην Ιερουσαλήμ. Ο πατέρας του ήταν και αυτός από την Ιερουσαλήμ, η δε μητέρα του από τη Βηθανία. Σε μικρή ηλικία οι γονείς του τον αφιέρωσαν σ’ ένα των εκεί μοναστηριών, οπού διδασκόταν τη μοναχική ζωή και 12 χρονών εκάρη μοναχός. Αργότερα έφυγε από την Ιερουσαλήμ και πήγε στη Σελεύκεια, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Από τη Σελεύκεια επανήλθε στην Ιερουσαλήμ και από ‘κεί πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου επί Πατριάρχου Τρύφωνος (928 – 931 μ.Χ.) πήρε Ιερατική θέση. Επί δε του διαδόχου του Τρύφωνα, Θεοφύλακτου (933 – 956 μ.Χ.) εκλέχτηκε επίσκοπος Κερκύρας για την πολύ ενάρετη ζωή του. Σαν ποιμενάρχης διακρίθηκε για την ευαγγελική του δράση και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στις ανάγκες του ποιμνίου του. Κάποτε όμως, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (911 – 959 μ.Χ.), άγνωστο για ποιο λόγο, ζήτησε να παρουσιαστούν στη βασιλεύουσα οι Κερκυραίοι πρόκριτοι, ο γέροντας, πλέον Αρσένιος, ανέλαβε να διευθετήσει τα πράγματα και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Στην επιστροφή όμως, πέθανε στο δρόμο κοντά στην Κόρινθο. Από ‘κει μετακομίστηκε στην Κέρκυρα και το Ιερό του λείψανο έκανε, με τη χάρη του Θεού, πολλά θαύματα.  Ἀπολυτίκιον Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε. Σοφίας τας χάριτας, καρποφορήσας πιστώς, ποιμήν ιερώτατος, της Εκκλησίας Χριστού, εδείχθης Αρσένιε, όθεν εν τη Κέρκυρα, ευκλεώς διαπρέψας, ίθυνας τον λαόν σου, προς νομάς αληθείας. Και νυν ταις σαις ικεσίαις, σώζε τους δούλους.

  • Αγία Ευφρασία 

Η Αγία Μάρτυς Ευφρασία καταγόταν από τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας και έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού (285-305 μ.Χ.). Προερχόταν από επίσημη γενιά και διακρινόταν για την σωφροσύνη και το χρηστό της ήθος. Την Ευφρασία την κατήγγειλαν ότι πιστεύει στον Χριστό. Τότε οι ειδωλολάτρες της ζήτησαν να αρνηθεί τον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα. Εκείνη όμως έμεινε σταθερή και ακλόνητη στην πίστη της. Για τον λόγο αυτό την παρέδωσαν σε έναν άντρα άξεστο και βάρβαρο να την ατιμάσει. Η Αγία όμως απέφυγε την ατίμωση με τον εξής τρόπο: υποσχέθηκε στον άξεστο και βάρβαρο εκείνον άνθρωπο ότι, αν δεν την πειράξει, θα του δώσει ένα φάρμακο, το οποίο να χρησιμοποιεί στις μάχες, ώστε να μην πληγώνεται από τα ξίφη και τα ακόντια των εχθρών του. Και για να τον πείσει ότι αυτό που του υποσχέθηκε έχει βάση, έσκυψε το κεφάλι της και του είπε να την χτυπήσει με το ξίφος στον αυχένα της, ώστε αμέσως να το επιβεβαιώσει. Εκείνος σχημάτισε την γνώμη ότι ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα αυτό που του υποσχέθηκε η Αγία και, αφού σήκωσε το ξίφος του, την κτύπησε δυνατότερα στον αυχένα, με την βεβαιότητα ότι αυτή δεν θα πάθαινε τίποτα. Έτσι το σχέδιο της Αγίας Μάρτυρος Ευφρασίας πέτυχε. Δηλαδή κόπηκε μεν το κεφάλι της από το ξίφος του δημίου, όμως αυτή διέσωσε την αγνότητά της και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.

  • Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου 

Η ανακομιδή του τιμίου λειψάνου του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, έγινε εκ Ναζιανζού κατά την άποψη ορισμένων ερευνητών, επί Αρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) ή Θεοδοσίου Β’ (408 – 450 μ.Χ.) ή επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου (911 – 959 μ.Χ.) και κατατέθηκε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων. Η τιμία κάρα φυλάσσεται με ευλάβια στη μονή Βατοπαιδίου Αγίου Όρους. Τεμάχια εκ του λειψάνου του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου κατείχε μέχρι το έτος 1204 μ.Χ., έτος της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, ο ναός της Αγίας Σοφίας, ο ναός των Αγίων Αποστόλων και ο ναός της Αγίας Αναστασίας.

  • Ανάμνηση Θαύματος Μεγάλου Βασιλείου 

Αυτή τη μέρα γίνεται ή ανάμνηση του μεγάλου θαύματος στη Νίκαια, όταν ο Μέγας Βασίλειος με την προσευχή του άνοιξε τις πόρτες της Καθολικής Εκκλησίας και την έδωσε στους Ορθοδόξους.

  • Όσιος Μελέτιος ο Γαλησιώτης ο Ομολογητής 

Ο Όσιος Μελέτιος, που το αρχικό του όνομα ήταν Μιχαήλ, γεννήθηκε το έτος 1206 μ.Χ. στην πόλη Θεόδοτο του Πόντου και οι γονείς του ονομάζονταν Γεώργιος και Μαρία. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός. Από την παιδική του ηλικία αγάπησε το μοναχικό βίο. Γι’ αυτό, αφού εγκατέλειψε τον κόσμο, έγινε μοναχός στο όρος Σινά και στη συνέχεια επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους, την Αίγυπτο και διάφορα μοναστήρια της Δαμασκού. Τελικά εγκαταβίωσε στη μονή του Αγίου Λαζάρου στο όρος του Γαλησίου της Μικράς Ασίας, όπου διήλθε το βίο του με άσκηση, προσευχή και νηστεία. Μετά το 1261 μ.Χ. ήλθε στην Κωνσταντινούπολη και ασκήτευε στο όρος του Αυξεντίου. Παράλληλα περιερχόταν στις πόλεις και τα χωριά και στήριζε τους Χριστιανούς στην Ορθόδοξη πίστη, αφού ανήκε στην υπό τον μετέπειτα Πατριάρχη Γεώργιο Κύπριο (1283- 1 289 μ.Χ.) ανθενωτική μερίδα και αγωνίσθηκε κατά των ενωτικών ενεργειών του αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου στη Σύνοδο της Λυώνος (1274 μ.Χ.). Μεταξύ των ετών 1271 μ.Χ. και 1274 μ.Χ., επί της νησίδος προ της περιοχής του Ακρίτα, ίδρυσε μονή που την αφιέρωσε στον Απόστολο Ανδρέα τον Πρωτόκλητο. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Παλαιολόγος τον εξόρισε στη νήσο της Σκύρου μαζί με τον μοναχό Γαλακτίωνα τον Γαλησιώτη, από την οποία επέστρεψε λίγα χρόνια αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Πατριάρχης Ιωσήφ (1267 – 1275 μ.Χ., 1282 – 1283 μ.Χ.) θέλησε να τον χειροτονήσει Πρεσβύτερο, αλλά ο Άγιος αρνήθηκε. Έγραψε πολλά κατά των Λατίνων και έπαθε για την Ορθόδοξη πίστη του πολλά. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται ως Ομολογητής. Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το 1283 μ.Χ. σε ηλικία 77 ετών και ενταφιάσθηκε στη Μονή του Αγίου Λαζάρου. Το σπουδαιότερο από τα έργα του είναι η «Αλφαβηταλφάβητος», ένα μεγάλο ποίημα από 13.000 περίπου στίχους, στο οποίο εκτίθενται θεολογικές σκέψεις και ιδέες. Έγραψε δε και περί της διδασκαλίας της Αγίας Τριάδος.

  • Όσιος Κοσμάς ο Χρυσοστόματος 

Η μνήμη του αναφέρεται στο Τυπικό της Κυπριακής Μονής του Χρυσοστόμου, που σώζεται στην εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων υπ’ αριθμ. 402 Coislin φ, 101. Στο Τυπικό λοιπόν αυτό, σημειώνεται η μνήμη του ως εξής: «Ιστέον ότι κατά ταύτην την ημέραν επιτελούμεν μνημόσυνα του οσίου πατρός ημών Κοσμά του Χρυσοστόματος, ωσαύτως και τα μνημόσυνα του πρεσβυτέρου και καθηγουμένου κυρ Νικηφόρου». Σύμφωνα λοιπόν, μ’ αυτά, ο Όσιος Κοσμάς ήταν μοναχός της Κυπριακής Μονής του Αγίου Χρυσοστόμου, απ’ όπου πήρε και την επωνυμία Χρυσοστόματος, και αφού έζησε ζωή όσια και ασκητική απεβίωσε ειρηνικά και γιορτάζεται στη Μονή του.

  • Όσιος Μακάριος Επίσκοπος Ιερισσού 

Ο Όσιος και Θεοφόρος Μακάριος έζησε κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337 μ.Χ.), Θεοδοσίου (379-395 μ.Χ.) και Αρκαδίου (395-408 μ.Χ.). Ήταν ο πρώτος, κατά πάσα πιθανότητα, Επίσκοπος Ιερισσού της Χαλκιδικής και θεωρείται κτήτορας του ναού του Αγίου Στεφάνου της μονής Κωνσταμονίτου του Αγίου όρους. Κατά τα πρώτα χρόνια της επισκοπικής του διακονίας, συναντήθηκε με τον Μέγα Κωνσταντίνο, ο οποίος επιζητούσε να κτίσει τη Νέα Ρώμη κοντά στον Ακάνθιο ισθμό, που κείται κοντά στην Ιερισσό και το Άγιο Όρος. Με την σοφία των λόγων του έπεισε τον βασιλέα να μην προχωρήσει στην υλοποίηση των σχεδίων του και έτσι διέσωσε το φιλήσυχο της περιοχής και μάλιστα το Άγιον Όρος. Επί Ιουλιανού του Παραβάτου ο Άγιος καταδιώχθηκε και κατέφυγε στον Άθωνα. Θεωρείται δε δεύτερος κτήτορας της μονής Κωνσταμονίτου. Ο Όσιος Μακάριος κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη επί της βασιλείας του Αρκαδίου (395-408 μ.Χ). 

  • Άγιος Μακάριος ο Καλογεράς 

Ο Αγιος Μακάριος ο Καλογεράς, ο Εθνοδιδάσκαλος γεννήθηκε στην Πάτμο το 1688 μ.Χ., και ήταν γόνος εύπορης οικογένειας. Αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη για σπουδές και ήρθε σ΄ επαφή με σημαντικές οικογένειες και κληρικούς της Βασιλεύουσας. Μετά το τέλος των πολυετών σπουδών του υπηρέτησε ως Διάκονος πλάι στο Μητροπολίτη Νικομήδειας. Καθώς ο Μακάριος ενδιαφερόταν πολύ για τη διδασκαλία και τη διαπαιδαγώγηση των υπόδουλων Ελλήνων, επέστρεψε στην Πάτμο το 1713 μ.Χ. και ίδρυσε την Πατμιάδα Σχολή. Τα μαθήματα στη σχολή παρέχονταν δωρεάν σε όλους τους μαθητές και αρχικά ο Μακάριος δίδασκε μόνος του. Μετά από μερικά χρόνια, οι καλύτεροι των μαθητών επιλέχθηκαν ως διδάσκαλοι της σχολής. Οι μαθητές αυτοί κατάγονταν από την Πάτμο και από άλλα μέρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι κύριοι συνεργάτες του ήταν ο μοναχός Κοσμάς από τη Λήμνο και ο μοναχός Γεράσιμος ο Βυζάντιος. Ο αριθμός των μαθητών αυξήθηκε σε εκατό, γι’ αυτό και θεωρήθηκε απαραίτητη η δημιουργία νέων κτηρίων, τα οποία δημιουργήθηκαν με τη βοήθεια εύπορων δωρητών από την Κωνσταντινούπολη. Η Πατμιάδα μετεξελίχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες σχολές του Ελληνισμού. Ο Μακάριος, ο οποίος είχε εξασθενημένο οργανισμό, απεβίωσε στην Πάτμο το 1737 μ.Χ. , αλλά η έντονη δράση και το έργο του διέσωσαν το όνομά του. Η Ιερωσύνη του δεν ανήλθε ποτέ πέραν του βαθμού του Διακόνου, επειδή αρεσκόταν περισσότερο, όπως ο ίδιος έλεγε να διακονεί παρά να διακονείται.

  • Όσιος Μακάριος ο Νηστευτής εκ Ρωσίας 

Ο Όσιος Μακάριος μόνασε στη μονή του Αγίου Αντωνίου της Μεγάλης Λαύρας του Κιέβου. Έζησε και κοιμήθηκε με ειρήνη το 12ο αιώνα μ.Χ.

  • Όσιος Μακάριος ο Διάκονος εκ Ρωσίας 

Ο Όσιος Μακάριος έζησε μεταξύ 13ου και 14ου αιώνα μ.Χ. Μόνασε στη μονή του Αγίου Θεοδοσίου των Σπηλαίων του Κιέβου. Ο Θεός, για τον πνευματικό του αγώνα, τον αξίωσε του χαρίσματος της θαυματουργίας. Ο Όσιος Μακάριος κοιμήθηκε με ειρήνη.

  • Άγιος Θεόδωρος του Νόβγκοροντ 

Ο Άγιος Θεόδωρος (διά Χριστόν Σαλός) από μικρός αφιερώθηκε στον Θεό και κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1392 μ.Χ. στη Ρωσία.

  • Όσιοι Μάξιμος και Δομέτιος οι αυτάδελφοι 

Ο μεγάλος απόστολος των εθνών Παύλος στην επιστολή του προς τους Θεσσαλονικείς μας μεταφέρει την επιθυμία του Θεού για πνευματική μας τελείωση γράφοντας: «Τοῦτό ἐστι θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμὸς ὑμῶν» (Κεφ. δ ́ 3) και μας προτρέπει για την επιτυχία αυτού του στόχου νύκτα και ημέρα να προσευχόμαστε: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Κεφ. ε ́ 17). Με τη συνεχή προσευχή ο νούς μεταρσιώνεται και επικοινωνεί με το θείο, από το οποίο και τρυγά το νέκταρ της ψυχικής αγαλλιάσεως και της επιτυχίας του εφετού. Η προσευχή ζωογονεί, ενώνει τη γη με τον ουρανό και αγιάζει τους εραστές της. Δύο ζηλωτές της προσκαρτερήσεως στην προσευχή, δύο νεαροί αδελφοί, που πέτυχαν την υπέρβαση της καθηλώσεως της νεότητας στις άτακτες ορμές της ηλικίας και στις γήινες απολαύσεις, δύο ακάματοι εργάτες της νοεράς προσευχής, που με άροτρο αυτήν όργωσαν τον αγρό της καρδιάς τους, για να φυτρώσουν τα αμάραντα κρίνα της αγιότητας, είναι οι όσιοι Δομέτιος και Μάξιμος. Βλαστοί ευθαλέστατοι αρχοντικής ρίζας, ανατράφηκαν με όλες τις ανέσεις, την ευμάρεια και τις τιμές που τους προσέδιδε η αυτοκρατορική θέση του πατέρα τους. Το εντυπωσιακό παρουσιαστικό τους και η καλοπέραση, που ήταν χαραγμένη στο πρόσωπό τους, δε μαρτυρούσε το ταπεινό και αγωνιστικό φρόνημα της καρδιά τους. Η όψη τους ξεγελούσε και δεν άφηνε να καταλάβει κανείς τη μυστική τους πνευματικότητα και να δει τα πολύτιμα διαμάντια της αποταγής του κόσμου και της αγάπης του Θεού, που κρύβονταν μέσα σ’ αυτές. τα διαμάντια αυτά τα έκρυβαν με τόση επιμέλεια, που δεν τα διέκρινε ούτε και ο μεγάλος ασκητής της Νιτρίας, Μακάριος (βλέπε ίδια ημέρα). Οι νεαροί αδελφοί με πόθο μοναχικής ζωής, που προήλθε από την αγάπη τους προς το Θεάνθρωπο Ιησού, προσήλθαν κάποτε στον Αββά Μακάριο ζητώντας να τους δεχθεί ως μαθητές και συνασκητές του. Το έμπειρο μάτι του καθηγητού της ερήμου αυτή τη φορά ξεγελάστηκε. Η όψη τους δεν αντανακλούσε το εσωτερικό τους περιεχόμενο και έφερνε στο νου του το μαθητή της αγάπης, που γράφει: «Μὴ κρίνετε κατὰ ὄψιν» (Ἰω. ζ ́ 24). Έτσι, αν και σκέφθηκε ότι αυτοί ως καλοαναθρεμμένοι νέοι δε θα άντεχαν τη σκληρή δοκιμασία της ερήμου, δεν τους απέπεμψε υπακούοντας στο λογισμό του, που του έλεγε: «Γιατί να τους διώξεις και να τους σκανδαλίσεις; Άφησέ τους να μείνουν και, αν δεν αντέξουν, θα φύγουν μόνοι τους». Με αυτό το σκεπτικό τους υπέδειξε ένα μέρος, για να κτίσουν ένα λιθόκτιστο κελλάκι και τους εφοδίασε με ένα πέλεκυ, ένα σακκούλι γεμάτο ψωμιά και αλάτι, τους έδειξε πως να πλέκουν ζεμπίλια με βαγιές από ένα κοντινό έλος και τους υπέδειξε να τα δίνουν στους φύλακες, οι οποίοι στη συνέχεια θα τα πωλούσαν και έτσι θα εξασφάλιζαν τον «ἐπιούσιον ἄρτον» (Ματθ. στ ́ 11). Για τρία ολόκληρα χρόνια οι νεαροί αγωνίσθηκαν υπεράνθρωπα και έφθασαν σε μέτρα αρετής πολύ υψηλά. Δεν έδωσαν όμως σημείο ζωής στον Αββά Μακάριο, αφού μόνο στην εκκλησιά πήγαιναν, να μεταλάβουν και εκεί σιωπώντας. Τη μυστική τους αρετή ήξερε μόνο ο αγωνοθέτης και στεφοδότης Χριστός. Μετά από θερμή προσευχή ο Αββάς Μακάριος ξεκίνησε να τους επισκεφθεί, για να γνωρίσει την κρυφή τους, αν υπήρχε, πρόοδο. Όταν έφθασε στο κελλί τους, τον υποδέχθηκαν και τον ασπάσθηκαν με σιωπή, ενώ ο μικρότερος με νεύμα του μεγάλου συνέχισε την πλοκή των ζεμπιλιών του. Μετά την ενάτη παρέθεσαν λίγο λιτό φαγητό και τρία παξιμάδια για δείπνο. Σιωπώντας πάλι κάλεσαν τον Αββά Μακάριο στο τραπέζι και μετά από αυτό τον ρώτησαν αν θα έφευγε ή θα έμενε μαζί τους το βράδυ. Η σιωπή τους τον είχε μαγνητίσει και του έφερνε στο νου το σοφό Σειραχίδη, που λέει: «Ἄνθρωπος σοφὸς σιωπήσει ἄχρι καιροῦ» (Σοφ. Σειρ. κ, 7). Έτσι, στη διερευνητική του επιθυμία να γνωρίσει τον εσωτερικό τους κόσμο, έδωσε καταφατική απάντηση. Εκείνοι τότε έστρωσαν ένα ψαθί για τον επισκέπτη τους και ένα άλλο στην άλλη άκρη της καλύβας για τον εαυτό τους. Μόλις πλάγιασαν, ο Αββάς Μακάριος προσευχήθηκε στο Θεό να του αποκαλύψει την εργασία τους. Τότε άνοιξε η στέγη και έγινε φως, σαν να ήταν ημέρα. Οι δύο αδελφοί όμως δεν έβλεπαν το φως και, πιστεύοντας ότι ο Αββάς Μακάριος κοιμήθηκε, σηκώθηκαν και απλώνοντας τα χέρια στον ουρανό άρχισαν να προσεύχονται. Έβλεπε τότε ο καθηγητής της ερήμου μύγες να προσπαθούν τα πλησιάσουν τον μικρότερο αδελφό, που τον περιτείχιζε Άγγελος Κυρίου κρατώντας πύρινη ρομφαία. Το μεγαλύτερο αδελφό δεν τον πλησίασαν. Κατά το πρωί ξεκίνησαν όλοι μαζί την ορθρινή προσευχή. Και έβλεπε πάλι στη διάρκειά της ο Αββάς Μακάριος, σε κάθε στίχο του ψαλτηρίου που έλεγαν, να βγαίνει λαμπάδα φωτιάς από το στόμα τους που έφθανε ως τον ουρανό ως «φλόγα πυρός» (Ἀποκ. β ́ 18). Μετά το τέλος της προσευχής ο μέγας Μακάριος έκπληκτος για το υπερφυέστατο θέαμα τους ζήτησε να εύχονται γι’ αυτόν και αυτοί πάλι σιωπώντας πήραν την ευχή του και τον χαιρέτησαν. Ο Γέροντας απομακρύνθηκε, αφού είχε διαπιστώσει ότι ο μεγαλύτερος αδελφός είχε φθάσει στην τελειότητα, ενώ ο μικρότερος δεχόταν ακόμη επιθέσεις από τον πονηρό, από τις οποίες όμως προστατευόταν από Άγγελο για την υπερφυσική του άσκηση και τον πόθο του για πνευματική τελείωση. Ύστερα από λίγες ημέρες κοιμήθηκε ο μεγάλος αδελφός τον ύπνο των δικαίων και μετά από τρείς ημέρες και ο μικρότερος. Ο Αββάς Μακάριος έκτοτε τους παρουσίαζε σαν πρότυπα ασκήσεως και έδειχνε τον τόπο τους για παραδειγματισμό στους άλλους ασκητές λέγοντας: «Ελάτε τα δείτε τον τόπο μαρτυρίου των νεαρών, που αγίασαν με την αδιάλειπτη προσευχή και τη σιωπή». Οι αδελφοί αυτοί, Μάξιμος και Δομέτιος, τιμώνται πολύ στην έρημο της Νιτρίας και το μοναστήρι που δημιουργήθηκε στον τόπο της ασκήσεώς τους ονομάζεται από τους Αιγυπτίους σήμερα «Μονή Baramous», που σημαίνει «Μονή των Ρωμιών», των νεαρών χριστιανών βασιλοπαίδων, των εραστών της νοεράς προσευχής. Στους Οσίους αυτούς έτρεφε μεγάλη ευλάβεια ο μακαριστός π. Ευσέβιος Βίττης, ο οποίος και στο ερημητήριό του, στα δάση της Φαιάς Πέτρας, είχε πήξει προς τιμή τους ευκτήριο οίκο.  

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον. Μαθηταὶ Μακαρίου τοῦ οὐρανόφρονος, θεοειδεῖς νεανίαι, εὐχῆς ἀόκνου φανοί, ἐν Νιτρίᾳ οἱ ἐκλάμψαντες, ὁμαίμονες, Μάξιμε, φάος σιωπῆς καὶ Δομέτιε, λαμπὰς ὑπέρφωτε ἡσυχίας, Χριστῷ σκεδάσαι σκοτίαν παθῶν ἡμῶν θερμῶς πρεσβεύσατε. 

Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ. Νεανιῶν τὴν ξυνωρίδα τὴν αὐτάδελφον, ἁγιασθεῖσαν δι’ εὐχῆς ἀνευφημήσωμεν, ἐν Νιτρίᾳ καθυπείκουσαν Μακαρίῳ τῷ Μεγάλῳ ἐν πατράσιν οὐρανόφροσι, θεῖον Μάξιμον καὶ πάσεπτον Δομέτιον, πόθῳ κράζοντες· Χαίροις, ζεῦγος μακάριον. 

Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον Σου, Σωτήρ. Μετὰ τὴν α’ Στιχολογίαν Εὐχῆς καρδιακῆς ἐργαστήρια θεῖα, ταμεῖα σιωπῆς, ταπεινώσεως οἶκοι καὶ νήψεως μέλαθρα, νεανίαι αὐτάδελφοι, μὴ ἐλλίπητε ὑπὲρ ἡμῶν δυσωποῦντες τὸν Παντάνακτα Θεόν, Δομέτιε σῶφρον καὶ πάνσοφε Μάξιμε. 

Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε. Μετὰ τὴν β’ Στιχολογίαν Τρυφὰς ἀπωσάμενοι καταγωγῆς εὐγενοῦς τιμὰς καὶ εὐμάρειαν διὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἀγάπην, αὐτάδελφοι, καὶ παριδόντες τάχος τῆς νεότητος κάλλος καὶ τὴν ἀκμὴν ἀσκήσει κατετήξατε σάρκα, Δομέτιε, συντόνου εὐχῆς λύχνε καὶ Μάξιμε. 

Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα. Μετὰ τὸν Πολυέλεον Σεμνοὺς οἰκήτορας Νιτρίας μέλψωμεν ἐρήμου ᾄσμασιν, εὐχῆς τὰ πρότυπα, τῆς σιωπῆς ὑπογραμμοὺς καὶ νήψεως τὰ πυξία, ἱερὸν Δομέτιον καὶ θεόφρονα Μάξιμον, αὐταδέλφων σύστημα, ἐν ἀκμῇ τῆς νεότητος τὸ φρόνησιν κατέχον γερόντων, χαῖρε, αὐτῷ ἀναβοῶντες. 

Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος γ’. Θείας πίστεως. Ἐργαστήρια εὐχῆς ἀόκνου, μάκαρ Μάξιμε σὺν Δομετίῳ, νεανίαι θεοφόροι, αὐτάδελφοι, ὑμῶν εὐχὰς ὡς πυρὸς φλόγα πάμφωτον, ἣν ἡ πνοὴ τοῦ ἀέρος οὐκ ἔσειεν, ὁ θειότατος κατεῖδε πατὴρ Μακάριος ὑμᾶς, θεοειδεῖς, ἐπισκεψάμενος. 

Ὁ Οἶκος Ἄμεμπτοι νεανίαι, προσευχῆς ἐκμαγεῖα, Δομέτιε καὶ Μάξιμε, θεῖοι, τῆς Νιτρίας φανοὶ τηλαυγεῖς, ἀδελφῶν ὁσίων τιμαλφῆ μάργαρα καὶ σιωπῆς κοσμήτορες, ἀκούετε πιστῶν βοώντων· Χαῖρε, φωστὴρ ὁσίων, Δομέτιε· χαῖρε, λαμπτὴρ συνέσεως, Μάξιμε. Χαῖρε, ξυνωρὶς αὐταδέλφων ἰσάγγελος· χαῖρε, προσευχῆς ἡ δυὰς ἡ ὑπέρφωτος. Χαῖρε, ἔνθεε Δομέτιε, σιωπῆς ἡ λαμπηδών· χαῖρε, λύχνε θεῖε Μάξιμε ἐγκρατείας καὶ εἰκών. Χαῖρε, τοῦ Παντεπόπτου, ὦ Δομέτιε, φίλος· χαῖρε, τοῦ μισοκάλου, μάκαρ Μάξιμε, τρόμος. Χαῖρε, πρηστὴρ ἐχθίστου, Δομέτιε· χαῖρε, σβεστὴρ κακότητος, Μάξιμε. Χαῖρε, Δομέτιε, γέρας Νιτρίας· χαῖρε, ὦ Μάξιμε, δᾷς ἐγκρατείας· Χαίροις, ζεῦγος μακάριον. 

Μεγαλυνάριον Χαίροις, αὐταδέλφων νεανιῶν ξυνωρίς ὁσία, προσευχῇ τε καὶ σιωπῇ ἡ ἁγιασθεῖσα, Δομέτιε τρισμάκαρ καὶ Μάξιμε θεόφρον, πίστεως πρόβολοι.

Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς Ἦχος α’. Δεῦτε, ἀγαλλιώμενοι εὐσεβῶν οἱ δῆμοι, τοὺς ἐραστὰς εὐχῆς τῆς ἀδιαλείπτου τιμήσωμεν, σιωπῇ καὶ ταπεινῷ φρονήματι τὴν κλίμακα τῆς ἀρετῆς ἀνελθόντας εὐλαβῶς κραυγάζοντες· Δομέτιε καὶ Μάξιμε, αὐτάδελφοι νεανίαι, ἀξιοθαύμαστοι, οἱ καλῶς τὸν ἀγῶνα ἐν τῇ Νιτρίᾳ τελέσαντες καὶ οὐρανοπολῖται γενόμενοι, ἀξιώσατε καὶ ἡμᾶς εὔχεσθαι καὶ νήφειν ἀενάως, ἵνα τῆς σὺν ὑμῖν ἀπολαύσωμεν μακαριότητος. 

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς Ἦχος β’. Καταλιπόντες τὴν κλεινὴν τοῦ φωτὸς πόλιν καὶ τὴν τρυφὴν καὶ τιμὰς τῆς ἀρχούσης τάξεως ὡς ἔσχατοι τῶν ἀνθρώπων καὶ δὴ ἐν ἀκμῇ τῆς νεότητος ἐπολιτεύσασθε ἐν τῇ ἐρήμῳ, Μάξιμε καὶ Δομέτιε· διὸ καὶ ὁ σοφὸς ἀγωνοθέτης καὶ Κύριος τὸ ἔνθερμον τῶν ὑμῶν προσευχῶν καὶ δεήσεων δεξάμενος ὡς πυρὸς φλόγας τοὺς ὡς μυίας ὑμᾶς ἐνοχλοῦντας ἑσμοὺς τοῦ ἐχθίστου ἀπήλασεν, ὅσιοι· δεξάμενος οὖν ὑμᾶς ἐν τῇ ἀλήκτῳ εὐφροσύνῃ χάριν ὑμῖν ἔδωκε παρέχειν τοῖς ὑμᾶς μακαρίζουσι τὸ Αὐτοῦ μέγα καὶ πλούσιον ἔλεος. 

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς Ἦχος γ’. Ἐν σμικρᾷ λιθοκτίστῳ κέλλῃ ἀσκούμενοι, ἐν τόπῳ ὑμῖν ὑποδειχθέντι ὑπὸ Μακαρίου τοῦ Μεγάλου, σειρὰς βαΐων ἐπλέκατε καὶ ἀδιαλείπτως τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν ἀνετείνατε Χριστοῦ ἐκλιπαροῦντες τὸ ἔλεος, νεανίαι ὁμαίμονες, Μάξιμε καὶ Δομέτιε· θανατώσαντες οὖν τὸν ὡς λέοντα ὠρυόμενον ζητοῦντα ὑμᾶς καταπιεῖν μισόκαλον δαίμονα τὰς τῆς σαρκὸς κατεστείλατε ἐπαναστάσεις καὶ τὸ πνεῦμα ἐζωώσατε· μεταστάντες οὖν πρὸς ζωὴν τὴν ἀγήρω πρότυπα εὐχῆς ἀδιαλείπτου γεγόνατε καὶ πρεσβευταὶ πρὸς Κύριον πάντων τῶν ὑμᾶς τιμώντων ἐν ᾄσμασι. 

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς Ἦχος δ’. Ὡς καρπὸν τῆς ἡσυχαστικῆς ὑμῶν πορείας ἀπηλαύσατε ἀπαθείας, ὅσιοι νεανίαι, Μάξιμε καὶ Δομέτιε· αὐτῆς καὶ ἡμᾶς ἀξιώσατε ἀπολαῦσαι τοὺς ὡς σιωπῆς καὶ νήψεως λαμπηδόνας ὑμᾶς μέλποντας, φωτιζούσας πάντας τοὺς ὑμῶν τιμῶντας πολιτείαν τὴν ἰσάγγελον, νεανίαι θεόσοφοι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου