Άγιοι Σαράντα Μάρτυρες που μαρτύρησαν στη Σεβάστεια. Και οι σαράντα αυτοί Άγιοι ήταν στρατιώτες στο πιο επίλεκτο τάγμα του στρατού του Λικινίου. Όταν αυτός εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, οι Άγιοι σαράντα συλλαμβάνονται αμέσως από τον έπαρχο Αγρικόλα (στη Σεβάστεια). Στην αρχή τους επαινεί και τους υπόσχεται αμοιβές και αξιώματα, για να αρνηθούν την πίστη τους. Τότε ένας από τους σαράντα, ο Κάνδιδος, απαντά: «Ευχαριστούμε για τους επαίνους της ανδρείας μας. Άλλ’ ο Χριστός, στον όποιο πιστεύουμε, μας διδάσκει ότι στον καθένα άρχοντα πρέπει να του προσφέρουμε ό,τι του ανήκει. Και γι’ αυτό στο βασιλέα προσφέρουμε τη στρατιωτική υπακοή. Αν, όμως, ενώ ακολουθούμε το Ευαγγέλιο, δεν ζημιώνουμε το κράτος, αλλά μάλλον το ωφελούμε με την υπηρεσία μας, γιατί μας ανακρίνεις για την πίστη πού μορφώνει τέτοιους χαρακτήρες και οδηγεί σε τέτοια έργα;» Ο Αγρικόλας κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τους επιβληθεί με ήρεμο τρόπο και διέταξε να τους βασανίσουν. Οπότε, μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, τους ρίχνουν στα κρύα νερά μιας λίμνης. Το μαρτύριο ήταν φρικτό. Τα σώματα άρχισαν να μελανιάζουν. Αλλα αυτοί ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο, λέγοντας: «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος. Λίγο ας υπομείνουμε και σε μια νύχτα θα κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα».
Ενώ προχωρούσε το μαρτύριο, ένας μόνο λιποψύχησε και βγήκε από τη λίμνη. Τον αντικατέστησε όμως ο φρουρός (Αγλάϊος), που είδε τα στεφάνια πάνω από τα κεφάλια τους. Ομολόγησε το Χριστό, μπήκε στη λίμνη και μαζί με τους 39 παίρνει και αυτός το στεφάνι του μαρτυρίου, αφού μισοπεθαμένους τους έβγαλαν το πρωί από τη λίμνη και τους συνέτριψαν τα σκέλη. Τα μαρτυρικά λείψανα ευρέθησαν από τους Χριστιανούς σε κάποιο γκρεμό, όπου είχαν συναχθεί κατά θεία οικονομία και ενταφιάσθηκαν με ευλάβεια.
Στον Ευεργετινό αναφέρεται ότι ενώ οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στο στάδιο της αθλήσεως έχοντας παραμείνει όλη τη νύχτα μέσα στην παγωμένη λίμνη και καθώς τους έσερναν στον αιγιαλό για να τους συντρίψουν τα σκέλη, η μητέρα ενός Μάρτυρος παρέμενε εκεί πάσχουσα με αυτούς, βλέποντας το παιδί της που ήταν νεότερο στην ηλικία από όλους, μήπως και λόγω του νεαρού της ηλικίας και της αγάπης προς την ζωή, δειλιάσει και βρεθεί ανάξιο της τιμής και της τάξεως των στρατιωτών του Χριστού. Στεκόταν λοιπόν, εκεί και άπλωνε τα χέρια της προς το παιδί της λέγοντας: «Παιδί μου γλυκύτατο, υπόμεινε για λίγο και θα καταστείς τέκνο του Ουράνιου Πατέρα. Μην φοβηθείς τις βασάνους. Ιδού, παρίσταται ως βοηθός σου ο Χριστός. Τίποτε δεν θα είναι από εδώ και πέρα πικρό, τίποτα το επίπονο δεν θα απαντήσεις. Όλα εκείνα παρήλθαν, διότι όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Χαρά μετά από αυτά, άνεση, ευφροσύνη. Όλα αυτά θα τα γεύεσαι, διότι θα είσαι κοντά στον Χριστό και θα πρεσβεύεις εις Αυτόν και για μένα που σε γέννησα».
Τα λείψανα των Αγίων βρήκε με θεία οπτασία, το έτος 438 μ.Χ., η αυτοκράτειρα Πουλχερία (βλέπε 17 Φεβρουαρίου) κρυμμένα στο ναό του Αγίου Θύρσου, πίσω από τον άμβωνα, στον τάφο της διακόνισσας Ευσέβειας σε δύο αργυρές θήκες, οι οποίες κατά την διαθήκη της Ευσέβειας, είχαν εναποτεθεί στον τάφο της στο μέρος της κεφαλής της. Στην συνέχεια η Πουλχερία οικοδόμησε ναό έξω από τα τείχη των Τρωαδησίων.
Σπουδαία από ιστορικής απόψεως θεωρείται από νεότερους ερευνητές η Διαθήκη των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, η οποία αποσκοπεί στο να παρεμποδίσει τον διασκορπισμό των ιερών λειψάνων τους μεταξύ των Χριστιανών, πράγμα συνηθισμένο στην Ανατολή κατά τους χρόνους εκείνους.
Οι γονείς του Μεγάλου Βασιλείου (βλέπε εδώ), που κατείχαν «κόνιν» και τεμάχια των ιερών λειψάνων των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, ανήγειραν τον πρώτο ναό στην Ανατολή εις τιμήν των Αγίων, όπου και ετάφησαν, σε κτήμα τους στον Πόντο.
Ναός αφιερωμένος στους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες υπήρχε στην περιοχή Μέση της Κωνσταντινούπολης, που είχε ανεγερθεί από τον αυτοκράτορα Τιβέριο Α’ (579 – 582 μ.Χ.) και συμπληρωθεί από τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο (582 – 602 μ.Χ.). Το ναό κατεκόσμησε ο Ανδρόνικος ο Κομνηνός (1183 – 1185 μ.Χ.). Στο ναό αυτό λειτουργούνταν κατά την ημέρα της μνήμης των Αγίων Μαρτύρων οι αυτοκράτορες. Άλλοι ναοί υπήρχαν:
α) στο παλάτι, και ο οποίος πανηγύριζε στις 27 Αυγούστου,
β) στη νήσο Πλάτη, ἢ Πλατεία,
γ) στη μονή της Χώρας,
δ) στην Έμμεσα της Συρίας.
β) στη νήσο Πλάτη, ἢ Πλατεία,
γ) στη μονή της Χώρας,
δ) στην Έμμεσα της Συρίας.
Η Σύναξη αυτών ετελείτο στο αγιότατο Μαρτύριό τους πλησίον του Χαλκού Τετραπύλου.
Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ότι οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες είναι προστάτες της Ι. Μ. Ξηροποτάμου στο Άγιον Όρος, το Καθολικό της οποίας τιμάται στη Μνήμη τους.
Κατά τους Παρισινούς Κώδικες 1575 και 1476 τα ονόματα τους ήταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Δόμνας, Ευτύχιος (ή Ευτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Αγγίας, Ησύχιος, Ευνοϊκός, Μελίτων, Ηλιάδης (ή Ηλίας), Αλέξανδρος, Σακεδών (ή Σακερδών), Ουάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ηράκλειος, Εκδίκιος, (ή Ευδίκιος), Ιωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Ξάνθιος, (ή Ξανθιάς), Ουαλέριος, Νικόλαος, Αθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάϊος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Αέτιος, Ακάκιος, Δομετιανός (ή Δομέτιος), δυο Γοργόνιοι, Ιουλιανός, (ή Ελιανός ή Ηλιανός), και Αγλάϊος ο καπικλάριος. (Ορισμένοι Κώδικες αναφέρουν και επιπλέον των σαράντα ονόματα, όπως αυτά των Αγίων Αειθάλα, άλλου Γοργονίου κ.λ.π.).
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, συγκροτηθέντες, δῆμος ὤφθητε, τροπαιοφόρος, Ἀθλοφόροι Χριστοῦ Τεσσαράκοντα, διὰ πυρὸς γὰρ καὶ ὕδατος ἔνδοξοι, δοκιμασθέντες λαμπρῶς ἐδοξάσθητε. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, Τριάδα τὴν ὑπερούσιον, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, συγκροτηθέντες, δῆμος ὤφθητε, τροπαιοφόρος, Ἀθλοφόροι Χριστοῦ Τεσσαράκοντα, διὰ πυρὸς γὰρ καὶ ὕδατος ἔνδοξοι, δοκιμασθέντες λαμπρῶς ἐδοξάσθητε. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, Τριάδα τὴν ὑπερούσιον, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Άγιος Ουρπασιανός. Ανηκε στην τάξη των συγκλητικών, και έζησε στις αρχές του 4ου αιώνα. Όταν ο Διοκλητιανός εξαπέλυσε το διάταγμα του κατά των χριστιανών, προσκάλεσε πρώτα τους συγκλητικούς και δήλωσε ότι, αν κανείς άπ’ αυτούς ήταν χριστιανός, θα τον συγχωρούσε, αφού το δηλώσει αμέσως και απαρνηθεί τον Χριστό. O Ούρπασιανός άκουσε τη δήλωση του βασιλιά, στο τέλος δε, αντί άλλης απάντησης, αφαίρεσε μόνος του τα σήματα του αξιώματος του και τα παρέδωσε σ’ αυτόν. O Διοκλητιανός θύμωσε και διέταξε να τον βασανίσουν. Στην αρχή τον μαστίγωσαν με νεύρα από βόδι και μισοπεθαμένο τον έριξαν στη φυλακή. Κατόπιν διάφοροι φίλοι του συγκλητικοί, προσπάθησαν να τον πείσουν να θυσιάσει στα είδωλα και να κρατήσει το αξίωμα του. Άλλ’ ο Ούρπασιανός έμεινε πιστός στην απόφαση του. Τότε αποφασίστηκε ο θάνατος του. Του άνοιξαν λοιπόν τις πλευρές με σιδερένια όργανα, και υστέρα έβαλαν στις πληγές του αναμμένες λαμπάδες. Τόσο δε τα εγκαύματα όσο και ο καπνός επέφεραν το μαρτυρικό του τέλος.
Άγιος Καισάριος αδελφός Γρηγορίου Θεολόγου. Ο Άγιος Καισάριος ήταν ο μικρότερος αδελφός του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου (βλέπε 25 Ιανουαρίου) και γεννήθηκε στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας το έτος 330 μ.Χ. Γονείς του ήταν ο επίσκοπος Ναζιανζού Γρηγόριος (βλέπε 1 Ιανουαρίου) και η ευσεβέστατη Νόννα (βλέπε 5 Αυγούστου). Μεγαλύτερη αδελφή του ήταν η αγία Γοργονία (βλέπε 23 Φεβρουαρίου).
Μετά τη βασική του εκπαίδευση, ο Καισάριος ακολούθησε τον μεγαλύτερο αδελφό του για ανώτερες σπουδές στην Καισαρεία της Καππαδοκίας και της Παλαιστίνης και κατόπιν στην Αλεξάνδρεια, όπου σπούδασε μαθηματικά, αστρονομία, φιλοσοφία, ρητορική και ιδιαίτερα ιατρική, που αγάπησε και περισσότερο. Έπειτα πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο βασιλιάς Κωνστάντιος και ο λαός τον δέχτηκαν με τιμές, και διορίστηκε γιατρός των ανακτόρων. Οι ευεργεσίες που πρόσφερε σ’ όλους ήταν μεγάλες.
Όταν ανέλαβε την εξουσία ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο Καισάριος δεν συμβιβάστηκε μαζί του και αφού εγκατέλειψε όλες τις τιμές και τις εξουσίες που του πρόσφερε ο Ιουλιανός, επέστρεψε στην πατρίδα του Ναζιανζό, όπου έκανε το επάγγελμα του γιατρού, ευεργετώντας πλήθος συνανθρώπων του. Όταν ανέλαβε την εξουσία ο Ουάλης (364 μ.Χ.), ο Καισάριος επέστρεψε πάλι στην Κωνσταντινούπολη και αναδείχθηκε «επιμελητής θησαυρών και ταμίας των δημοσίων χρημάτων» στη Νίκαια της Βιθυνίας. Εκεί επιδόθηκε σε νέες ευεργεσίες προς τους φτωχούς και τους πάσχοντες. Η ασκητική του εγκράτεια όμως, καθώς και οι πολλές μέριμνες και δοκιμασίες, προσέβαλαν την υγεία του. Αρρώστησε βαριά και στις 9 Μαρτίου 368 μ.Χ. πέθανε. Το Ιερό του λείψανο μεταφέρθηκε στην Αριανζό και εναποτέθηκε σε τάφο, που είχε λατομηθεί για τους γονείς του.
Άγιοι Παππούς, Γιαγιά, Πατέρας, Μητέρα και τα Δύο Παιδιά τους.
Άγιος Πασιανός Επίσκοπος Βαρκελώνης της Ισπανίας. Ο Άγιος Πασιανός έζησε κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. στην πόλη της Καταλανίας, στη Βαρκελώνη της Ισπανίας. Ήταν έγγαμος. Όμως ο Θεός πήρε κοντά του τη σύντροφό του. Ο Πασιανός αφιέρωσε τη ζωή του στην Εκκλησία. Άνθρωπος με πλατιά μόρφωση, με μεγάλη ικανότητα στον χειρισμό του λόγου, προσήλωση και ακρίβεια στην εκκλησιαστική ζωή και παράδοση, προσέφερε τα δώρα που του χάρισε ο Θεός στην υπηρεσία της τοπικής Εκκλησίας. Χειροτονήθηκε Επίσκοπος της Βαρκελώνης περί το 363 μ.Χ. Από την θέση αυτή ο Επίσκοπος Πασιανός διπλασιάζοντας τον ζήλο του και αυξάνοντας τα τάλαντα που του εμπιστεύθηκε ο Κύριός του, αναλώθηκε στην διαποίμανση των λογικών προβάτων του. Σε μια εποχή κατά την οποία η αιρέσεις λυμαίνονταν στον αγρό του Χριστού έγραψε θεολογικά αντιαιρετικά και απολογητικά έργα και δίδαξε τους πιστούς να κρατήσουν την πατρώα ευσέβεια και να μην μολυνθούν από την επαφή με τους αιρετικούς, ιδιαίτερα με τους Αρειανούς και τους Νοβατιανούς, αλλά να μείνουν στερεά προσκολλημένοι στην Ορθόδοξη δογματική παράδοση της Αγίας Εκκλησίας. Ο Άγιος Πασιανός κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 390 μ.Χ.
Άγιος Κωνσταντίνος της Κορνουάλλης ο Μάρτυρας. Ο Άγιος Μάρτυς Κωνσταντίνος γεννήθηκε περί το 520 μ.Χ. και ήταν βασιλέας της Δουμνονίας στην Αγγλία. Μαρτύρησε το έτος 576 μ.Χ.
Όσιος Βιτάλιος εκ Σικελίας. Ο Όσιος Βιτάλιος γεννήθηκε στην πόλη Καστρόνοβο της Σικελίας κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ. από γονείς εύπορους και ευσεβείς, τον Σέργιο και την Χρυσονίκη, οι οποίοι φρόντισαν για την κατά Θεόν ανατροφή του και την παιδεία του. Ο Όσιος από νεαρή ηλικία αγάπησε τον Χριστό και την μοναχική πολιτεία, γι’ αυτό και έφυγε στη μονή του Αγίου Φιλίππου στην Άγκυρα. Εκεί εκάρη μοναχός και έλαβε το αγγελικό σχήμα ζώντας με άσκηση και προκόπτοντας στην αρετή επί δεκαπέντε χρόνια. Κατά την διάρκεια των χρόνων αυτών επισκέφθηκε για προσκύνημα την Ρώμη, την Καλαβρία και άλλους ιερούς τόπους. Τελικά επέστρεψε στην Καλαβρία και ασκήτεψε στο όρος του Λιποράχου. Εκεί συνάντησε τον ασκητή Αντώνιο και έζησε μαζί του για λίγο χρόνο. Στην συνέχεια μετακινείται από όρος σε όρος, για να καταλήξει στη μονή του Αγίου Ηλία. Μετά την πάροδο αρκετού χρόνου, πηγαίνει σε ένα σπήλαιο μεταξύ των ορέων Τούρρι και Αρμέντο. Ο Όσιος αγωνίζεται μέρα και νύκτα προσευχόμενος και φθάνει σε πνευματικά ύψη. Ακόμη και τα άγρια θηρία του βουνού τον πλησιάζουν ήρεμα, για να λάβουν την ευλογία του. Εκεί τον επισκέπτεται και ο Όσιος Λουκάς του Ντέμενα της Σικελίας (τιμάται 13 Οκτωβρίου), μαζί με τον οποίο συζητούν πνευματικά θέματα και προσεύχονται. Αργότερα ο Όσιος μεταβαίνει στο Μπάρι και μαζί με τον ανεψιό του Ηλία καταλήγει στο όρος Τούρρι, όπου κτίζει μία εκκλησία. Τελικός σταθμός του Οσίου Βιταλίου είναι η περιοχή της Ράπολλα, στην οποία ανήγειρε μονή. Σε αυτήν διήλθε το υπόλοιπο του ασκητικού βίου του, συγκεντρώνοντας γύρω του πλήθος μοναχών. Ο Όσιος Βιτάλιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 994 μ.Χ.
Όσιος Κλεόπας εκ Ρωσίας. Ο Όσιος Κλεόπας ήταν μαθητής του Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ (τιμάται 15 Νοεμβρίου) και κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1778 μ.Χ.
Άγιοι Χρίστος ο Ιερέας και Πανάγος οι Νεομάρτυρες. Οι δύο Ηλείοι Άγιοι Νεομάρτυρες Χρίστος και Πανάγος, που κατά την περίοδο της δεύτερης Τουρκοκρατίας και μέσα σ’ αυτή τη ζοφερή ατμόσφαιρα για τους υπόδουλους Έλληνες της Πελοποννήσου μαρτύρησαν, γεννήθηκαν «ο μεν άγιος και ιερός Πανάγιος (Πανάγος) εις μίαν χώραν της Αρχαίας Ήλιδας ονομαζόμενην κατά το παλαιόν, κατά δε την βαρβαρικήν συνήθειαν Γαστούνην», «ο δε θαυμάσιος Χριστός (Χρίστος) εις ένα χωριόν της αυτής πόλεως Ανδραβίδα κατά κοινόν λόγον».
Και οι δύο προέρχονταν από γονείς που είχαν αλλαξοπιστήσει, δυστυχώς, λόγω πιέσεων και διωγμών των κατακτητών Τούρκων. Σε αντίθεση με τους γονείς τους, αμφότεροι οι Άγιοι μας αυτοί, επρόκοπταν στην αρετή και τρέφονταν με φόβο Θεού και με τις εντολές του Ευαγγελίου. Διακρινόντουσαν δε μεταξύ των συμπατριωτών τους, που τους έδειχναν μεγάλη εκτίμηση. Ο Πανάγος μάλιστα ψηφίστηκε επανειλημμένως, επί Ενετοκρατίας, συνοδικός της Γαστούνης. Διαφορετικού χαρακτήρα ο Χρίστος, αποστρέφονταν τα πολιτικά και πόθο ζωηρό είχε «να γένει ιερεύς υπανδρός και να μη θολώνεται το νοερόν της ψυχής του από ταις απάταις του κόσμου και ματαιότητες». Γι’ αυτό αργότερα χειροτονήθηκε ιερεύς στην Πάτρα.
Κατά το έτος 1715 μ.Χ. η Πελοπόννησος, μετά τριάντα χρόνια κυριαρχίας των Βενετών, περιήλθε και πάλι υπό τον ζυγό των Τούρκων, οι οποίοι επιδόθηκαν σε λεηλασίες και σφαγές εκείνων που δεν δέχονταν να προσκυνήσουν τον Αλλάχ. Ερήμωσε τότε ο τόπος και όλοι αναζητούσαν οδό διαφυγής. Όσοι παρέμειναν στο τόπο τους έγιναν «υπήκοοι ραγιάδες, καθώς τους έλεγαν οι βάρβαροι».
Κάποια μέρα ο Πανάγος κλήθηκε από τον διοικητή της περιοχής Τούρκο Οσμάν «να αρνηθή την ευσέβειαν». Ο άγιος μας του απάντησε χωρίς φόβο, «λέγοντας, πως, και ετράφη χριστιανός και ο Χριστός ήταν η πνοή του, καύχημα και αγαλλίασις». Γι’ αυτό ήταν αδύνατο να κάνει ό, τι του έλεγε. «Ο πασάς δεν τον επείραξεν περισότερον» και «τον εσυμβούλευεν, ως ηγαπημένον του, να αναχωρήση εις άλλον τόπον δια να φυλαχθή έως ότου παύση ο διωγμός της πίστεως η να ακολουθήση αυτόν τον ίδιον εις Κέρκυραν, δια να φύγη τον κίνδυνον». Ο Πανάγος «έβαλεν κατά νούν να υπάγη εις Κέρκυραν», αλλά ασθένησε βαριά. Όταν ανέλαβε δυνάμεις και πάλι προσκλήθηκε «να παρρησιάσθη έμπροσθεν και αποκριθή, η να αρνηθή την ευσέβειαν» και να αποδεχθεί τον Μωαμεθανισμό, άλλως τον περιμένουν στερήσεις και παιδέματα, δήμευση της περιουσίας του και τέλος ο δια ξίφους θάνατος.
Οδεύοντας με συνοδεία, προσεύχεται ενδόμυχα και φτάνει ακολούθως προ του Μουράτ αγά, ομολογώντας απερίφραστα και με δύναμη ψυχής την πίστη του στον Χριστό, ενώ «εκαταγέλα τα παραθύθια του Μωάμεθ και τα φλυαρίσματα». Τότε ο «δικαστής», εξέδωσε την απόφαση να τον αποκεφαλίσουν. «Και ευθύς ο άγιος αυτοθελήτως με πολλήν χαράν» ακολουθεί τον δήμιο στον τόπο της εκτελέσεως της αποφάσεως. «Απετμήθη την πρώτην του Μαρτίου μηνός κατά το 1716». Επί δύο ημέρες το «άγιον αυτού λείψανων έμεινεν εκεί εις τον ίδιον τόπον, ερριμένον δια να το φάγουν τα σκυλιά και τα όρνεα, δια να μην το πάρουν και το θάψουν οι ευσεβείς». Το σώμα του αγίου, κατά θεία ευδοκία δεν έπαθε τίποτα. Το σεβάστηκαν και τα ζώα. Εξαγριωμένοι τότε ο δήμιοι του αποκόπτουν το κεφάλι, το ψήνουν και το πετούν εκεί κοντά για να το φάνε τα σκυλιά. «Εκείνα ουδέ ούτω την επείραξαν ολοτελώς». Τότε και οι ενάντιοι θαύμασαν και επέτρεψαν στους Χριστιανούς, την τετάρτη πλέον ημέρα, «και επήραν το άγιον λείψανον και το ενταφίασαν μέσα εις τον ναόν του εν αγίοις πατρός ημών Νικολάου της αυτής πόλεως» (Γαστούνης).
Ο έτερος των νεομαρτύρων, «ο θαυμάσιος Χρίστος», συνελήφθη και αυτός και παρέμενε σιδηροδέσμιος στη φυλακή, μέχρις ότου ο τύραννος δικαστής τον κάλεσε και τον προέτρεπε να μην χάσει τούτη την γλυκύτατη ζωή και «τα δύο άκακα βρέφη» (τα παιδία του) «και την γυναίκα» του. Ο μετ’ ολίγον μάρτυς δεν ενδίδει ούτε και πτοείται απ’ τις απειλές. Παραμένει αμετακίνητος στην πίστη του, με αποτέλεσμα «ο τύραννος με θυμόν πολύν επρόσταξεν να δείρουν τον άγιον δια να σωφρονισθή και να μη μιλή με τόσην αυθάδειαν». Τον ξαναρίχνουν στην φυλακή, ελπίζοντας ότι θα καμφθεί, αλλά εκείνος, συνεχώς προσευχόμενος παραμένει ακλινής. Επιστρατεύεται ακόμη και η γυναίκα του, που τον επισκέπτεται στη φυλακή και με παρακάλια θερμά και ασταμάτητα, προσπαθεί να μεταπείσει τον ιερέα άνδρα της, που τελικά υπεχώρησε και της υποσχέθηκε, ότι, την επόμενη μέρα, θα πράξει κατά τη συμβουλή της. Η απροσδόκητη αυτή απάντηση διαδόθηκε σ’ όλη την πόλη, γεμίζοντας χαρά τους αλλόπιστους και στεναχωρώντας τους χριστιανούς.
Ο Μουράτ, επιδεικνύοντας τη δύναμη του, προστάζει όλους τους ιερείς της πόλεως να καταθέσουν αν υπάρχουν ακόμη αρνητές της πίστεως κάτοικοι της περιοχής. Κι’ εκείνοι απάντησαν ότι δεν ξέρουν κανένα. Θύμωσε τότε ο τύραννος και πρόσταξε να εγκλεισθούν όλοι τους στη φυλακή, όπου υπήρχε και ο Χρίστος, τον οποίον «εις επήκοον πάντων, ο προεστότερος» (των κληρικών συγκρατουμένων του) στιγμάτισε με σκληρά λόγια για την απόφαση του. Ο ιερέας Χρίστος αναστέναξε από βάθους καρδιάς και ευθύς μετεμελήθη, προς χαρά όλων των συμπρεσβυτέρων του, που δόξαζαν τον Αρχηγό της Πίστεως Ιησού και ενίσχυσαν τον συνάδελφο τους να προχωρήσει προς το μαρτύριο. Ο Χρίστος «όλην εκείνειν την νύκτα επέρασε με ευχάς, ψαλμωδίας και δάκρυα». Το πρωί «οι βάρβαροι εκαρτερούσαν με μεγάλην χαράν, δια να ασεβήση» ο δέσμιος Ιερέας.
Όμως, προς μεγάλη λύπη τους, ο Χρίστος, προ του Μουράτ, μεταξύ άλλων, είπε: «Ευχαριστώ τον Χριστόν μου και βασιλέα της κτίσεως, όπου δεν με άφησε να πέσω εις την απώλειαν, αλλά μου έστειλε οδηγούς σωτήριους και με εχειραγώγησαν πάλιν εις την ευσέβειαν». Και κοιτάζοντας εις τους ουρανούς έλεγε∙ «Μη γένοιτο, Χριστέ μου, να σε αρνηθώ ποτέ, αλλά θέλω αποθάνει δια το ονομάσού το άγιον». Στρεφόμενος δε προς τους δήμιους του λέει: «Χριστιανός ήμουν και είμαι και τον Χριστόν σέβομαι συν τω Πατρί και αγίω Πνεύματι». Οι λόγοι του αγίου μας «ετάραξαν δυνατά τους ασεβείς και επρόσταξαν παρευθύς χωρίς αργητά να τον αποκεφαλίσουν». Ο γνήσιος ιερεύς του Κυρίου έκλινε γόνυ και φονεύθηκε δια ξίφους, έμεινε δε άταφος επί τέσσερες ημέρες. Με έγκριση των φονιάδων του ετάφη «εις την ίδια εκκλησίαν του εν αγίοις πατρός ημών Νικολάου, εις τον τάφον όπου ενταφίασαν και τον άγιον μάρτυρα Πανάγον… Ετελειώθη δε ο θαυμάσιος Χρίστος εις τας εννέα του Μαρτίου μηνός, τον ίδιον χρόνον όπου εμαρτύρησεν και ο ιερός Πανάγιος (1716), εις καύχημα της Ορθοδοξίας και έπαινον».
Οι άγιοι τιμώνται στις 9 Μαρτίου και η ακολουθία τους συμψάλλεται με την ακολουθία των τεσσαράκοντα μαρτύρων (βλέπε ίδια ημέρα).
Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου «του Ένσαρκου Λόγου», εν Αλμπαζίν της Ρωσίας
Νηστεία – Επιτρέπεται το λάδι και ο οίνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου